Οι 43 βαθμοί Κελσίου υπό σκιάν στο Σύνταγμα και οι καταστροφικές πυρκαγιές στη Ρόδο και την Αττική που είχαν προηγηθεί μερικά εικοσιτετράωρα μας έβαλαν κατευθείαν στο θέμα. «Βιώνουμε την κλιματική αλλαγή ή καλύτερα την κλιματική κρίση», ανέφερε η διευθύντρια του Κέντρου Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, Θεοδώρα Αντωνακάκη, αμέσως μετά τις πρώτες μας συστάσεις.

 

Γιατί «κλιματική κρίση και όχι κλιματική αλλαγή» ήταν η πρώτη απορία που έπεσε στο τραπέζι. Διότι ο όρος «κλιματική κρίση» είναι πιο κατάλληλος να περιγράψει το φαινόμενο που βιώνουμε, ήταν η πρώτη και συνοπτική απάντηση της κυρίας Αντωνακάκη, η οποία ξετύλιξε μια ενδιαφέρουσα ιστορική αναδρομή του όρου της κλιματικής αλλαγής. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 είχε καθιερωθεί ο όρος «υπερθέρμανση του πλανήτη» για να περιγράψει τις επιπτώσεις από την αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου που παγιδεύουν τη θερμότητα στην ατμόσφαιρα. Ομως, όταν οι συζητήσεις για την υπερθέρμανση του πλανήτη πέρασαν στη δημόσια σκηνή, επιλέχθηκε ο όρος «κλιματική αλλαγή».

Υπάρχει τελικά κλιματική αλλαγή; Η απάντηση είναι σαφής. Το κλίμα πάντα άλλαζε και πάντα θα αλλάζει. Ο πλανήτης μας βρίσκεται σε μια συνεχή κλιματική αλλαγή. Εχει περάσει από εποχή παγετώνων, πυρηνικού χειμώνα, έχουν υπάρξει τεράστιες γεωλογικές μεταβολές και μαζί τους έχουν εξαφανιστεί ή εμφανιστεί ζωντανοί οργανισμοί. Σήμερα, όμως, έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα εμφανίζονται όλο και πιο συχνά και με μεγαλύτερη ένταση, κάτι που δείχνει ότι βρισκόμαστε σε έναν νέο κύκλο κλιματικής αλλαγής, της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής. Στην ερώτηση εάν μπορεί να αποτραπεί η κλιματική κρίση, η κυρία Αντωνακάκη μάς εξήγησε ότι αυτή είναι η τεράστια πρόκληση που απαιτεί σημαντικές προσπάθειες σε παγκόσμιο, εθνικό, τοπικό αλλά και ατομικό επίπεδο. Ενας τρόπος να εξηγηθεί αυτή η πρόκληση καλύτερα είναι να τη δούμε  μέσα από δύο άξονες.

Ο πρώτος άξονας σχετίζεται με τον μετριασμό της αλλαγής του κλίματος, δηλαδή τον προσδιορισμό και την αποτελεσματική εφαρμογή πολιτικών και μέτρων μετριασμού του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Μπορεί, δηλαδή, να μην μπορούμε να σταματήσουμε ή να αποτρέψουμε φαινόμενα όπως το λιώσιμο των πάγων άμεσα, αλλά μπορούμε να περιορίσουμε τις επιπτώσεις από την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη. Ο δεύτερος άξονας σχετίζεται άμεσα με τον πρώτο και εξετάζει ποιες είναι οι πιο αποτελεσματικές πολιτικές προσαρμογής. Εφόσον έχουμε κατανόστεργιοηση και εκτίμηση των επιπτώσεων, θα πρέπει να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε τις κατάλληλες πολιτικές και τα μέτρα για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, αρχικά με παρεμβάσεις θεσμικού χαρακτήρα που είναι χρήσιμες σε κάθε περίπτωση εξέλιξης του φαινομένου. Πρέπει να προσαρμοστούμε και να ζούμε στο νέο περιβάλλον. Αλλά είναι διαφορετικές, για παράδειγμα, οι παρεμβάσεις στον αστικό ιστό ή στις υποδομές στις παράκτιες ζώνες εάν η στάθμη του νερού της θάλασσας αυξηθεί κατά 5 εκατοστά από το εάν αυξηθεί 30 εκατοστά.

Σ' αυτή τη διπλή διάσταση επικεντρωνόμαστε και στην Τράπεζα της Ελλάδος, σε συνεργασία με επιστημονικές ομάδες, φορείς, υπουργεία και διεθνείς οργανισμούς. Και η σωστή επιλογή των μέτρων και των πολιτικών μετριασμού και προσαρμογής έχει μεγάλη σπουδαιότητα. Στην περίπτωση της Ελλάδας έχει υπολογιστεί σε σχετική έρευνα της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) της Τράπεζας της Ελλάδος του 2011 ότι στο δυσμενέστερο σενάριο η οικονομική επίπτωση της κλιματικής αλλαγής, χωρίς μέτρα για προσαρμογή, ξεπερνά τα 700 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2100. Εάν όμως υπάρξουν αποτελεσματικά μέτρα προσαρμογής, τότε το κόστος μπορεί να μειωθεί κατά 30%. Ωστόσο, όπως εξηγεί η κυρία Αντωνακάκη, η εκτίμηση του οικονομικού κόστους μπορεί εν τέλει να διαφέρει από το πραγματικό κόστος, εξάλλου αυτό βασίστηκε σε στοιχεία, παραδοχές και μεθοδολογίες που ήταν διαθέσιμα όταν διενεργήθηκε η πρώτη μελέτη. Αποτελεί μια ένδειξη του σημαντικού κόστους της αλλαγής του κλίματος, αλλά δεν μπορούμε να εστιάσουμε μόνο σε αυτό διότι χάνουμε τη μεγάλη εικόνα. Το οικονομικό κόστος δεν μπορεί να αποτιμήσει τις απώλειες ανθρώπινων ζωών, τις κοινωνικές επιπτώσεις, την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, της ποιότητας ζωής και της υγείας.

Ομως οι έρευνες αυτές δείχνουν την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, η μελλοντική άνοδος της θερμοκρασίας θα μπορούσε να μετακυλήσει την τουριστική περίοδο προς λιγότερο θερμούς μήνες, να κάνει τους πιο θερμούς τουριστικούς προορισμούς λιγότερο δημοφιλείς ή να μειώσει τον χρόνο παραμονής των τουριστών. Συνεπώς, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν νέες τουριστικές περιοχές, ενώ άλλες να γίνουν λιγότερο ελκυστικές. Οχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως. Η άνοδος της θερμοκρασίας τους καλοκαιρινούς μήνες μπορεί να μετατοπίσει τον τουρισμό προς το φθινόπωρο και την άνοιξη, ενώ μπορεί να αναδειχθούν άλλες περιοχές με ψυχρότερο κλίμα σήμερα για τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού. Πρόκειται, δηλαδή, σύμφωνα με την κυρία Αντωνακάκη, για επερχόμενη μεταβολή βασικών παραγόντων που επηρεάζουν και το οικονομικό μοντέλο της χώρας, το τουριστικό προφίλ και, κατά συνέπεια, τις στρατηγικές και τις πολιτικές που θα πρέπει να ακολουθήσουμε, τόσο στο άμεσο μέλλον όσο και μακροπρόθεσμα. Και βέβαια εξετάζοντας πάντα και τη διάσταση της ευκαιρίας.  Μια ενδεικτική δράση προσαρμογής για τον τουρισμό είναι η δημιουργία σχεδίου αντιμετώπισης της μετατόπισης της τουριστικής περιόδου προς την άνοιξη και το φθινόπωρο, η αντίστοιχη επανατοποθέτηση του τουριστικού προϊόντος, η επισήμανση των απαραίτητων επενδύσεων σε υποδομές και τεχνολογίες ώστε να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις, π.χ. οι υψηλές θερμοκρασίες, η έλλειψη νερού κ.λπ. Αντίστοιχα, στη γεωργία, θα μπορούσαν να υπάρχουν αλλαγές στις καλλιεργητικές τεχνικές και προσαρμογή τους σε νέες κλιματικές συνθήκες, επιλογή καλλιεργειών βάσει νέων αυξημένων θερμοκρασιών. «Κι ακόμα αναζητούμε με τους επιστήμονες λύσεις τόσο για τον μετριασμό όσο και την προσαρμογή. Υπάρχουν ακόμα πολλά που δεν γνωρίζουμε ή που αλλάζουν. Και για αυτό απασχολούνται στον τομέα αυτόν επιστήμονες από πολλά και διαφορετικά πεδία, από γεωλόγοι και φυσικοί μέχρι μαθηματικοί, βιολόγοι και οικονομολόγοι». Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι η ίδια η φύση μπορεί να μας βοηθήσει να περιορίσουμε τις επιπτώσεις από την αύξηση της στάθμης της θάλασσας. Οπως τα μαγκρόβια δάση στις τροπικές ακτογραμμές, αντίστοιχα θα πρέπει να υπάρχουν σχέδια διαχείρισης για τα παράκτια οικοσυστήματα και την ακτογραμμή στην Ελλάδα. Επίσης, φαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνονται οι αναδασώσεις με τη σημερινή λογική, όπως δήλωσε και ο γενικός γραμματέας και επικεφαλής του κέντρου για το κλίμα της Ακαδημίας Αθηνών, καθηγητής Χρήστος Ζερεφός. Αυτό θα το αποφασίσουν οι επιστήμονες.

Συνέπειες στην οικονοµία

Και ποια είναι η δουλειά της Διεύθυνσης για το κλίμα, και μάλιστα σε μια κεντρική τράπεζα; «Η δική μας η δουλειά είναι συμβουλευτική, συντονιστική και οριζόντια, καθώς οι κίνδυνοι και οι ευκαιρίες από την κλιματική αλλαγή μπορούν να επηρεάσουν την οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα και συνεπώς εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας και των κεντρικών τραπεζών», απάντησε η κυρία Αντωνακάκη, προσπαθώντας να εξηγήσει με το εξής παράδειγμα: ένας από τους ρόλους της Τράπεζας της Ελλάδος είναι η εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Από το 2019 η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ) έχουν ξεκινήσει να ενσωματώνουν τα θέματα της κλιματικής αλλαγής στο θεσμικό και εποπτικό πλαίσιο λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Για παράδειγμα, οι φυσικοί κίνδυνοι από την κλιματική αλλαγή, όπως οι πλημμύρες και οι πυρκαγιές, και οι κίνδυνοι μετάβασης, όπως αβεβαιότητες σε σχέση με την πράσινη μετάβαση, μπορούν να επηρεάσουν τα δάνεια και τις επενδύσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων. Αυτοί οι κίνδυνοι θα πρέπει να εντοπιστούν, να αναλυθούν, να αντιμετωπιστούν και να δημοσιοποιηθούν από τα πιστωτικά ιδρύματα στα ενδιαφερόμενα μέρη. Η Τράπεζα της Ελλάδος, μέσω των διευθύνσεών της και σε συνεργασία με επιστήμονες, όπου αυτό απαιτείται, συμμετέχει στις παραπάνω δράσεις.

Επιπλέον, συνεργαζόμαστε με την ΕΜΕΚΑ αναφορικά με έρευνες και στοιχεία για το κλίμα και τη βιωσιμότητα, το αρμόδιο κέντρο για το κλίμα της Ακαδημίας Αθηνών, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας σε θέματα πράσινης χρηματοδότησης και πράσινης οικονομικής μετάβασης, συμμετέχουμε σε διεθνή και ευρωπαϊκά ερευνητικά έργα, όπως το έργο Life IP AdaptInGR που αφορά την παρακολούθηση της εφαρμογής της Εθνικής Στρατηγικής για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή. Επίσης, μεταξύ άλλων, εκπροσωπούμε την Τράπεζα της Ελλάδος σε σχετικούς εθνικούς και διεθνείς φορείς και δίκτυα, με συντονιστικό ρόλο και ανάληψη σχετικού έργου, όπου απαιτείται, συμπεριλαμβανομένου του Δικτύου Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών για ένα Πράσινο Χρηματοοικονομικό Σύστημα (Network for Greening the Financial System - NGFS).

Η μελέτη του Στερν

Η ενασχόληση της Τράπεζας της Ελλάδος με θέματα κλιματικής αλλαγής, και ευρύτερα του περιβάλλοντος, είναι μακροχρόνια. Σημαντικό ορόσημο στα οικονομικά του κλίματος ήταν η δημοσίευση το 2007 της εμβληματικής μελέτης του βρετανού οικονομολόγου και πρώην υψηλόβαθμου στελέχους της Διεθνούς Τράπεζας, σερ Νίκολας Στερν. Η μελέτη κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να συρρικνώσει την παγκόσμια οικονομία κατά 20% και να προκαλέσει οικονομική και κοινωνική αναταραχή παρόμοια με αυτή των δύο Παγκοσμίων Πολέμων ή της μεγάλης οικονομικής ύφεσης. Η δημοσίευση της μελέτης αυτής αποτέλεσε τον καταλύτη για αλλαγή του τρόπου που αντιμετώπιζαν οι οικονομολόγοι, οι πολιτικοί και τα πανεπιστήμια τα οικονομικά του περιβάλλοντος. Ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Προβόπουλος, με αφορμή τη μελέτη του Στερν, ζήτησε να υπολογιστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ελληνική οικονομία. Ετσι, συγκροτείται η ΕΜΕΚΑ και ξεκινά η μελέτη των περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής το 2009, με στόχο το 2011 να παρουσιαστούν τα πρώτα αποτελέσματα, όπως κι έγινε. Στη συνέχεια γίνεται επικαιροποίηση και νέα δημοσίευση το 2014 με επιπτώσεις στον τουριστικό τομέα, έναν τομέα ιδιαίτερης σημαντικότητας για την ελληνική οικονομία, και από το 2015 ξεκινά η ενασχόληση με τα θέματα της προσαρμογής.

Η Αντωνακάκη συμμετέχει στο έργο αυτό από την πρώτη ημέρα που ξεκίνησε, το 2009. Μέχρι τότε εργαζόταν κυρίως στην έρευνα, ως σύμβουλος μελετών σε σημαντικό αριθμό διεθνών έργων σχετικών με τη βιωσιμότητα, τον πολεοδομικό, αστικό και αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις, με βραβεία από την Europa Nostra και το υπουργείο Εξωτερικών της Δανίας. Εχει σπουδάσει Αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με μεταπτυχιακές σπουδές στο University of London, όπου υπήρξε Honorary Research Fellow. Επίσης, δίδαξε στο Syracuse University, στο University of Stirling και στη School of Nordic Urban Design. Φέτος τον Ιούνιο, ο πρεσβευτής της Γαλλίας στην Ελλάδα τής επέδωσε τα διάσημα του Ιππότη του Εθνικού Τάγματος Αξίας της Γαλλικής Δημοκρατίας για το έργο της στα θέματα του κλίματος και της βιωσιμότητας.

Το 2021, όταν διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ο Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος στήριξε την προσπάθεια αυτή από την αρχή της πρώτης θητείας του το 2014, δημιουργείται η σχετική Διεύθυνση και τα ηνία αναλαμβάνει η κυρία Αντωνακάκη. Και η Τράπεζα της Ελλάδος παραμένει η πρώτη κεντρική τράπεζα στην ευρωζώνη η οποία ξεκίνησε να ασχολείται με την κλιματική αλλαγή το 2009, αρκετά νωρίτερα από τη στιγμή που η ΕΚΤ και η ΕΒΑ ξεκίνησαν να συζητούν για κινδύνους που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή και πριν από τη διενέργεια των πρώτων ευρωπαϊκών πιλοτικών κλιματικών στρες τεστ το 2021.

*Από ΤΑ ΝΕΑ