Το να υποστηρίζεις θέσεις που αντιβαίνουν στην ευρωπαϊκή νόρμα περί καθολικής διάδοσης-επικράτησης της πράσινης ενέργειας και της ηλεκτροκίνησης δεν αποτελεί πάντα ένδειξη εξάρτησης από αλλότρια συμφέροντα.  Σκεφτείτε ότι θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί δείγμα τουλάχιστον σωφροσύνης. Υπ΄αυτή την έννοια προσεγγίζει η Στήλη το ζήτημα της ηλεκτροκίνησης στην ΕΕ

Όπως σχολίασε προ ημερών το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, εξαιτίας του ότι η Ευρώπη στερείται πρόσβασης σε βασικές πρώτες ύλες για την κατασκευή μπαταριών και δεν έχει παρουσιάσει ακόμη αποτελεσματικούς τρόπους για την ανακύκλωσή τους, ο στόχος που έθεσε για απαγόρευση της πώλησης οχημάτων με συμβατικούς κινητήρες βενζίνης και πετρελαίου, το 2035, μοιάζει χιμαιρικός.  

Η εξάρτηση της ΕΕ από την Κίνα για την προμήθεια αυτών των υλών, με τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται μοιάζει πιο ορατή από ποτέ. Και όταν μιλάμε για Κίνα αναφερόμαστε στη χώρα που ελέγχει το 76% της παγκόσμιας παραγωγής αυτών των κρίσιμων σπάνιων γαιών και έτερων ορυκτών για την ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης, αφού χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των μπαταριών που κινούν οχήματα αυτής της τεχνολογίας.

«Η ΕΕ κινδυνεύει να χάσει έδαφος στην κούρσα να γίνει ισχυρή παγκόσμια δύναμη στις μπαταρίες, καθώς η πρόσβαση στις πρώτες ύλες εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική τροχοπέδη, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους και τον έντονο ανταγωνισμό», προειδοποιεί στην έκθεσή του το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο. Όπερ σημαίνει ότι ο φιλόδοξος στόχος για μηδενικές εκπομπές ρύπων από τις οδικές μεταφορές, έως το 2035, να μην μπορεί να επιτευχθεί.

Παρά τις προειδοποιήσεις όσων ειδημόνων, επιστημών και αναλυτών κατάφεραν να παραμείνουν στην “ουδέτερη ζώνη”, ήτοι, να μην παρασυρθούν από το ισχυρό γενικό ρεύμα της εποχής, η Ευρώπη βαίνει ολοταχώς να την ξαναπατήσει και σε αυτό το ζήτημα, όπως την πάτησε με το φυσικό αέριο!

Και σε περίπτωση που οι κλειδοκράτορες της πράσινης ανάπτυξης στις Βρυξέλλες λησμόνησαν, παγιδευμένοι σε μια σπείρα παντοειδών συμφερόντων, ηθελημένης άγνοιας και ελλιπούς και καθυστερημένης ανάληψης δράσης, η Στήλη θυμίζει πως η ΕΕ κινδυνεύει να δει τους κατασκευαστές μπαταριών να την εγκαταλείπουν για χάρη των ΗΠΑ που έχει ξεκινήσει ήδη μια εκστρατεία παροχής γενναίων κινήτρων σε εταιρείες του κλάδου, να εντείνει την εξάρτησή της από τις εισαγωγές πρώτων υλών, ιδίως από μια ολιγάριθμη ομάδα χωρών με τις οποίες δεν έχει συνάψει εμπορικές συμφωνίες, όπως μεταξύ άλλων την Αυστραλία, από την οποία εισάγει το 87% των ποσοτήτων ακατέργαστου λιθίου, και τις Νότια Αφρική και Γκαμπόν, από τις οποίες εισάγει το 80% των ποσοτήτων μαγγανίου.

Και φυσικά, δεν θα πρέπει να αφαιρεθεί από την εξίσωση η πιθανότητα μιας νέας ραγδαίας αύξησης των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών, που θα έπληττε την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας μπαταριών.

Θα πρέπει επομένως να υπάρξει καλύτερος συντονισμός και στήριξη των χωρών-μελών, σε επίπεδο ΕΕ, έργο δύσκολο από όλες τις απόψεις με δεδομένη την ασυνέπεια της Ένωσης να ομονοεί στη λήψη των καίρων στρατηγικών αποφάσεων που θα ενισχύσουν την ασφάλεια εφοδιασμού και την επίτευξη των στόχων για το Κλίμα -Παράδειγμα, η διελκυστίνδα που παρατηρείται στη χάραξη αποτελεσματικών πολιτικών για την ανάσχεση της ενεργειακής κρίσης.

Το οραματικό σχέδιο να πλημμυρίσουν οι ευρωπαϊκοί δρόμοι με ηλεκτρικά αυτοκίνητα έως το 2030 ακούγεται ευχάριστα αλλά απαιτεί τεράστια έργα υποδομών, πρώτες ύλες και επενδύσεις κλίμακας για να ευοδωθεί. Προσθέστε στην εικόνα και την αδυναμία των χωρών-μελών να παράγουν καθαρή ηλεκτρική ενέργεια με την οποία θα πρέπει να φορτίζονται τα Η/Ο και έχετε την πλήρη εικόνα μιας ατελούς αν και «ευγενούς» πολιτικής για το μέλλον. Για να προχωρήσουν τα πράγματα στο βαθμό και με τον ρυθμό που φαντάζονται οι εμπνευστές των οραματικών πολιτικών της ΕΕ για την ηλεκτροκίνηση, θα πρέπει να υπάρξει ένα πραγματικό ηλεκτροσόκ... "across the board"!   

Επομένως, η επιδίωξη της Κομισιόν να εξαλείψει από προσώπου γης τα ορυκτά καύσιμα δεν είναι η πλέον ορθή. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα μας συντροφεύουν στις μετακινήσεις, τη θέρμανση και την ηλεκτροπαραγωγή έως και μετά το 2050.    

Σημειώνουμε ότι το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, στην ίδια έκθεση άφησε σκιές στο κατά πόσον η ΕΕ μπορεί να κερδίσει το στοίχημα της μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 55%, από τα επίπεδα του 1990, έως το 2030. Και τούτο επειδή δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες ενδείξεις ότι η δράση για την επίτευξη των στόχων αυτών θα αποδειχθεί επαρκής.