Η πρωτοκαθεδρία του λιγνίτη στις εκπομπές CO2 (διοξειδίου του άνθρακα) παραμένει παρά τη σαφώς μικρότερη ηλεκτροπαραγωγή των λιγνιτικών μονάδων σε σχέση με το φυσικό αέριο. Συνολικά τους τέσσερις πρώτους μήνες του 2023 εκπέμφθηκαν 4,77 εκατ. τόνοι CO2 για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Από αυτούς, το 52.4% προέρχεται από λιγνιτικές μονάδες (2,5 εκατ. τόνοι), το 34,3% από μονάδες ορυκτού αερίου (1,64 εκ. τόνοι) και το 13,3% από πετρελαϊκές μονάδες (0,64 εκ. τόνοι). Το πρώτο τετράμηνο του 2023, σύμφωνα με επεξεργασμένα στοιχεία του GreenTank, ο λιγνίτης συνεισέφερε 1.721 GWh, ηλεκτρικής ενέργειας, ποσότητα περισσότερο από υποδιπλάσια αυτής από ορυκτό αέριο (3.852 GWh)

αντικατοπτρίζοντας τον πολύ υψηλότερο συντελεστή εκπομπών των λιγνιτικών μονάδων, όπως αναφέρεται στην έκθεση των αναλυτών της δεξαμενής σκέψης.

Ειδικότερα, οι συνολικές εκπομπές μειώθηκαν κατά 21,5% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2022, συνεχίζοντας την πτωτική πορεία και από τα τρία καύσιμα με μεγαλύτερη αυτή από το ορυκτό αέριο (-0,84 εκ. τόνοι ή -33,8%), το οποίο έχει τη δεύτερη χαμηλότερη επίδοση σε εκπομπές συγκριτικά με το πρώτο τετράμηνο των τελευταίων πέντε ετών, καθώς οι χαμηλότερες εκπομπές σημειώθηκαν το 2018 (1,5 εκατ. τόνοι).

Η μικρότερη μείωση ποσοστιαία (-7,7%) αλλά και σε απόλυτη τιμή (-0,21 εκ. τόνοι) προήλθε από τον λιγνίτη, ακολουθώντας τη μικρή μείωση της συνεισφοράς του καυσίμου στην ηλεκτροπαραγωγή κατά 2,8% το πρώτο τετράμηνο του 2023 συγκριτικά με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους. Οι εκπομπές από τις πετρελαϊκές μονάδες εκτιμάται ότι μειώθηκαν κατά 0,26 εκατ. τόνους (-29.1%) σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2022 .

Ακόμα μεγαλύτερη μείωση υπήρξε σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας (-39,6%), όπου οι συνολικές εκπομπές του τομέα της ηλεκτροπαραγωγής και από τα τρία καύσιμα ήταν 7,9 εκατ. τόνοι το πρώτο τετράμηνο του έτους. Σε αυτό, σύμφωνα με τους αναλυτές του GreenTank συνέβαλε πρωτίστως η μείωση της λιγνιτικής παραγωγής με αποτέλεσμα τη μείωση των εκπομπών από τις λιγνιτικές μονάδες κατά 2,4 εκat. τόνους (-48.7%) το πρώτο τετράμηνο του έτους σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας (4,87 εκατ. τόνοι), στην αρχή της οποίας οι εκπομπές του λιγνίτη ήταν σχεδόν τριπλάσιες (7,1 εκατ. τόνοι το 2018). Τη δεύτερη μεγαλύτερη συνεισφορά στη μείωση των εκπομπών μετά τον λιγνίτη είχαν οι μονάδες με καύσιμο το ορυκτό αέριο, οι οποίες περιόρισαν τις εκπομπές τους κατά 0,48 εκατ. τόνους (-22,.7%) σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας ενώ ακολούθησαν οι εκπομπές από τις πετρελαϊκές μονάδες με μείωση 0,28 εκατ. τόνους (-30,4%).

Σε ό,τι αφορά τον επιμερισμό των εκπομπών στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής πρώτος, με μεγάλη διαφορά, συνέχισε να είναι ο λιγνιτικός ατμοηλεκτρικός σταθμός (ΑΗΣ) του Αγίου Δημητρίου, με αθροιστικές εκπομπές το πρώτο τετράμηνο του 2023 1,71 εκατ. τόνους, οι οποίες προήλθαν κυρίως από τη μονάδα V (77%) και λιγότερο από τις III-IV (23%).  Στην τρίτη θέση της κατάταξης των μεγαλύτερων ρυπαντών στην ηλεκτροπαραγωγή και στην πρώτη ανάμεσα στις μονάδες ορυκτού αερίου βρίσκεται ο σταθμός «Μεγαλόπολη V» με εκπομπές 0,26 εκατ. τόνων.  

Στα Μη Διασυνδεμένα Νησιά την πρωτιά σε εκπομπές διατηρούν οι πετρελαϊκοί σταθμοί που βρίσκονται στην Κρήτη (Αθερινόλακκος, Λινοπεράματα και Χανιά) με συνολικές εκπομπές 0.32 εκ. τόνους στο πρώτο τρίμηνο του 2023, ποσότητα που αντιπροσωπεύει το 50.3% των συνολικών εκπομπών από πετρελαϊκούς σταθμούς στα μη διασυνδεδεμένα νησιά.