Μπορεί το Κρεμλίνο να μην το ομολογεί ανοικτά αλλά η πρόσφατη απόφαση του για αυστηρούς περιορισμούς στην τακτική δημοσίευση στοιχείων για την Ρωσική οικονομία από την κεντρική τράπεζα της Ρωσίας και από το υπουργείο οικονομικών, δείχνει ότι αυτή πλέον αρχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω της μείωσης των εξαγωγών πρώτων υλών και κυρίως πετρελαίου και φυσικού αερίου

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία οι συνολικές εξαγωγές της Ρωσικής Ομοσπονδίας για το 2021 έφθασαν στα $ 489,9 δισεκ. εκ των οποίων οι εξαγωγές ενεργειακών πρώτων υλών και προϊόντων (βλέπε αργό πετρέλαιο, πετρελαϊκά προϊόντα, άνθρακα και φυσικό αέριο) έφθασαν τα 240 δισεκατομμύρια δολλάρια, και αντιστοιχούσαν στο 49% των συνολικών εξαγωγών. 

Το 2022 παρά το γεγονός ότι οι ενεργειακές εξαγωγές σημειώνουν μικρή κάμψη, κυρίως λόγω της δραστικής μείωσης των εισαγωγών Ρωσικού αερίου και πετρελαίου από την Ευρώπη στο πλαίσιο λήψης μέτρων για την απεξάρτηση της ευρωπαϊκής οικονομίας από την Ρωσία, δεν υπάρχει αντίκτυπος στα κρατικά έσοδα λόγω των ιδιαίτερα υψηλών τιμών που επεκράτησαν καθ´ όλο το έτος. Αντιθέτως το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών της Ρωσίας το 2022 έσπασε κάθε ρεκόρ φθάνοντας τα + $ 227 δισεκ. Με τα μέτρα περιορισμού των Ρωσικών ενεργειακών εξαγωγών προς την Δύση να εφαρμόζονται σταδιακά, αποκτώντας ισχύ κατά το 4ο τρίμηνο του 2022, και τις τιμές ενέργειας στα ύψη όλο το περασμένο έτος, οι αρνητικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της Ρωσίας είναι ασήμαντες και, άρα, το πραγματικό μέγεθος τους θα φανεί το 2023.

Αν και οι γνώμες διίστανται ως προς το μέγεθος του οικονομικού πλήγματος, οι περισσότερες εκτιμήσεις θεωρούν ότι αυτό δύσκολα θα είναι μικρότερο του 25% των συνολικών εξαγωγών. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τους πρώτους 4 μήνες του 2023 τα κρατικά έσοδα από τις ενεργειακές εξαγωγές έπεσαν κατακόρυφα στα 2,2 τρισεκ ρούβλια ($ 27,3 δισεκ) σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022 όπου ήσαν 4,8 τρισεκ. ρούβλια. (όπως αναφέρεται και σε άρθρο του Energia.gr της 18/5 εδώ)

Δεν είναι μόνο η σημαντική μείωση των εξαγωγών Ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη, που το 2022 σημείωσαν κάμψη 56% σε σύγκριση με το 2021, αλλά και το price cap των $ 60 το βαρέλι που επέβαλαν οι G7 στην τιμή του αργού και επηρέασε τις εξαγωγές αργού και προϊόντων στις διεθνείς αγορές (κυρίως Κίνα, Ινδία, Σ. Αραβία, Τουρκία κα). Με την Μόσχα να προχωρά από μόνη της, προκαταβολικά, στις πωλήσεις πετρελαίου Urals με μεγάλο discount, πράγμα που για αρκετό διάστημα στην αρχή του έτους ώθησε τις τιμές σε πολύ χαμηλά επίπεδα ($ 40- $ 50 το βαρέλι όταν το Brent διαπραγματεύετο πάνω από $ 70 το βαρέλι στις διεθνείς αγορές).

Η εισβολή στην Ουκρανία και η απότομη κλιμάκωση της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» σε κανονικό πόλεμο με την πλήρη εμπλοκή του ΝΑΤΟ, είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τον οικονομικό αποκλεισμό της Ρωσίας από την Δύση με άμεσα θιγόμενες τις ενεργειακές εξαγωγές προς τις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. Είναι λογικό και επόμενο η Ρωσία να αποζητά σήμερα νέους εξαγωγικούς προορισμούς, και μάλιστα σε μακροχρόνια βάση, για το παραγόμενο πετρέλαιο και φυσικό αέριο.

Και για μεν το πετρέλαιο ο αναπροσανατολισμός των εξαγωγικών ροών προς την λεκάνη του Ινδικού ωκεανού και προς την ΝΑ Ασία πραγματοποιήθηκε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, παρά τα discounts, όμως για το φυσικό αέριο η κατάσταση είναι απείρως πιο δύσκολη. Και αυτό γιατί, εάν δούμε τα στατιστικά στοιχεία, θα διαπιστώσουμε ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των Ρωσικών εξαγωγών αερίου (περίπου το 90%) διοχετεύεται μέσω χερσαίων αγωγών οι οποίοι είναι αδύνατον να αλλάξουν κατεύθυνση. Έτσι, μετά την Ευρωπαϊκή στροφή για αποδέσμευση από το Ρωσικό αέριο, το εκτενέστατο σύστημα εξαγωγικών αγωγών προς την Ευρώπη (βλέπε αγωγοί Yamal, Nord Stream, South Stream) θα κινδυνεύσει να μείνει κενό αφού, στην καλύτερη περίπτωση, το 2023 αναμένεται ότι θα διακινηθούν περί τα 20-30 bcma από τα 150 bcma που μεταφέρονταν πριν το 2022.

Γι' αυτό δεν αποτελεί έκπληξη η αγωνιώδης προσπάθεια της Μόσχας να εξασφαλίσει ένα νέο μεγάλο εξαγωγικό συμβόλαιο για αέριο με την Κίνα που θα συνοδευτεί από την κατασκευή ενός νέου τεράστιου αγωγού που θα μεταφέρει φυσικό αέριο από το Ανατολικό τμήμα της χερσονήσου Yamal, όπου και ευρίσκεται η καρδιά της παραγωγικής δραστηριότητας φυσικού αερίου της Ρωσίας, κατευθείαν προς τα μεγάλα καταναλωτικά κέντρα της Κίνας (βλέπε χάρτες).

Power of Siberia 1, Πηγή gem.wiki

Ο εν λόγω αγωγός, γνωστός ως Power of Siberia 2, δυναμικότητας 50-80 bcma έρχεται να συμπληρώσει τον αγωγό αερίου Altai (από την ομώνυμη οροσειρά) γνωστό επίσης και ως Power of Siberia 1, που ξεκίνησε την λειτουργία του το 2019 μεταφέροντας περί τα 38 bcma (αν και η δυναμικότητα του είναι αρκετά μεγαλύτερη στα 61 bcma.) από τα Ρωσικά κοιτάσματα στην Ανατολική Σιβηρία και από την νήσο Σαχαλίνη.

Power of Siberia 2, Πηγή gem.wiki

Σε αντίθεση με τον PS1, ο νέος αγωγός Power of Siberia 2 (PS2) θα έχει μήκος 2500 χλμ και θα μεταφέρει αέριο απευθείας από τη χερσόνησο Yamal, μέσω Μογγολίας, στην Κινεζική ενδοχώρα. Με χωρητικότητα στα 50-80 bcma ο εν λόγω αγωγός εκτιμάται ότι θα αυξήσει περαιτέρω τις Ρωσικές εξαγωγές αερίου, σε μια προσπάθεια να αναπληρωθούν οι χαμένες εξαγωγές προς την Ευρώπη. Όμως, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Πεκίνου και Μόσχας για την κατασκευή του PS2, που ξεκίνησαν το 2014, δεν έχουν καταλήξει ακόμα σε μια οριστική συμφωνία παρά την επίσπευση που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα. Ο πρόεδρος Πούτιν για μια ακόμα φορά έφυγε με άδεια χέρια από το Πεκίνο πριν δύο εβδομάδες (23-25 Μαΐου) αφού υπάρχει σημαντική απόκλιση στο θέμα της τιμής και των όγκων μεταφοράς, καθώς το Πεκίνο επιθυμεί πολύ μεγαλύτερη ευελιξία στους όρους παραδόσεων μη επιθυμώντας να δεθεί χειροπόδαρα με τα Ρωσικής λογικής συμβόλαια take or pay.

Σήμερα η Κίνα εισάγει περί τα 20 bcma αερίου, μέσω του PS1 αλλά και LNG από το τέρμιναλ στη Σαχαλίνη, που αντιστοιχεί στο 5% της συνολικής της κατανάλωσης. Σύμφωνα με καλά ενημερωμένους ενεργειακούς κύκλους της Κίνας, και βάσει της τρέχουσας μακροπρόθεσμης ενεργειακής στρατηγικής, το Πεκίνο δεν επιθυμεί να αυξήσει την εξάρτησή του από Ρωσικές εισαγωγές αερίου πάνω από το 20%. Ένα ποσοστό που πιθανώς να φθάσει στις αρχές της ερχόμενης δεκαετίας όταν οι εισαγωγές και από τους δύο αγωγούς θα έχουν αγγίξει στο μέγιστο σημείο, περίπου στα 90 bcma, και αντίστοιχα θα έχει αυξηθεί η κατανάλωση της Κίνας στα 500 bcma.

Όμως η αύξηση των εξαγωγών αερίου προς την Κίνα ουδέποτε θα μπορέσει να αναπληρώσει τις χαμένες εξαγωγές προς την Ευρώπη οι οποίες χρειάστηκαν 50 χρόνια για να φθάσουν στο σημείο που ήσαν το 2021, προ της άφρονος εισβολής στην Ουκρανία.