Με διαφορά μιας εβδομάδος, διεξάγονται εκλογές στην Τουρκία (14.5.23) και στην Ελλάδα (21.5.23). Κρίσιμες και για τις δύο χώρες. Κοινό σημείο (ορώμενες από Λονδίνου) αμφότερες οι εκλογές δεν πρόκειται να αναδείξουν καθαρό νικητή και μάλλον θα πάνε σε δεύτερη αναμέτρηση μεταξύ των δύο επικρατεστέρων υποψηφίων. Στην Τουρκία, του Ταγίπ Ερντογάν και Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου και στην Ελλάδα του Κυρ. Μητσοτάκη και Αλέξη Τσίπρα

Εδώ όμως σταματούν οι ομοιότητες και αρχίζουν βαθείες διαφορές των δύο εκλογών: Ανεξαρτήτως ποίος θα είναι ο νικητής των προεδρικών εκλογών, η Τουρκία σπαράσσεται από βαθιά πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση, εξαιτίας της αυταρχικότητος του Τουρκικού κράτους και του σεισμού που έπληξε την νοτιοδυτική περιοχή της, τον περασμένο Φεβρουάριο που είχε 60.000 θύματα.

Αντιθέτως, στην Ελλάδα, επικρατεί εκλογική ηρεμία και αζηλία έπειτα από εικοσαετία οικονομικής αποσταθεροποιήσεως, πολιτικές αστοχίες και εντάσεις με συνορεύουσες χώρες,

Από το αποτέλεσμα των εκλογών δεν εξαρτάται ο εξωτερικός προσανατολισμός της  Ελλάδος, ο οποίος παραμένει δεδομένος για την Δύση ενώ αντιθέτως, η πορεία της Τουρκίας, εάν επανεκλεγεί ο Ερντογάν, θ’ αποκλίνει και θα στραφεί προς Ανατολάς.

Εάν νέος πρόεδρος εκλεγεί ο Κιλιτσντάρογλου και πιθανός πρωθυπουργός ο Αχμέτ Νταβούτογλου, θα γίνει μία προσπάθεια επανασυγκόλλησης των σχέσεων της Τουρκίας με την Αμερική, την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και το ΝΑΤΟ αλλά είναι αμφίβολη η γεφύρωση των διαφορών με την Ελλάδα όσο κι αν το επιθυμούν οι «σύμμαχοι» αμφοτέρων.

Το πρόβλημα παραμένει και δεν είναι άλλο απ’ την μονιμότητα του «βαθέως Τουρκικού κράτους» στην εξουσία που εξέθρεψε όχι μόνον η εικοσαετία Ερντογάν αλλά και το στρατοβιομηχανικό κατεστημένο των επιγόνων του Κεμάλ Ατατούρκ.

Στην Τουρκία το «βαθύ κράτος» έχει μακροπρόθεσμες επιδιώξεις όχι μόνο στο εσωτερικό (π. χ. την καταπίεση της Κουρδικής κοινότητος 20 εκατομμυρίων κατοίκων και την πλήρη ισλαμοποίηση της) αλλά και στο εξωτερικό, όπως την επέκταση του εις βάρος της Συρίας και του Ελληνισμού έναντι του οποίου προβάλλει απαιτήσεις πληθυσμιακής υπεροχής και γεωπολιτικής ισχύος.

Εν τούτοις, η βασική αιτία της συμπεριφοράς του «βαθέως κράτους» στην γείτονα χώρα είναι η Τουρκική εκδοχή του ρεπουπλικανισμού, που διαφέρει ουσιωδώς από τη δημοκρατία όπως εφαρμόζεται στην Δύση. Το κρίσιμο ερώτημα αφορά στο πώς ο εκάστοτε ηγέτης της Τουρκίας συμπεριφέρεται όταν απειλείται η κυριαρχία του και τα συμφέροντα του «βαθέως κράτους».

Σήμερα στη Τουρκία επικρατούν φήμες ότι ο Ερντογάν θα επιχειρήσει αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος της προσεχούς Κυριακής, εάν αυτό δεν τον συμφέρει ή είναι κοντά εκείνου των αντιπάλων του. Η ηγεσία της αντιπολίτευσης έχει δικαστικώς διωχθεί και φυλακισθεί, ως ο Σελαχαττίν Ντεμιρτάς, συναρχηγός του Κουρδικού Δημοκρατικού κόμματος HDP, του τρίτου εις μέγεθος στην Τουρκία. Εκφράζονται, επίσης, σοβαρές επιφυλάξεις για την ανεξαρτησία του Τουρκικού Εκλογοδικείου, που καλείται να ελέγξει τις ψηφοφορικές ανωμαλίες γνωστές από παλιά.

Δεν είναι μόνον το καθεστώς Ερντογάν που τίθεται εν αμφιβόλω στις παρούσες εκλογές αλλά κι η επιβίωση του «βαθέως κράτους», το οποίον αντιμετωπίζει με δέος την οικονομική κρίση, τον υψηλό πληθωρισμό και την υποτίμηση της Τουρκικής λίρας. Όντας συνυπεύθυνο της ανορθοδόξου νομισματικής πολιτικής του Ερντογάν, υφίσταται τις επιπτώσεις επί των προνομίων του έναντι του χύδην Τουρκικού λαού.

Ακόμη η επιχειρηματική τάξη, που ευνοήθη μεγάλως κατά την πρώτη, αναπτυξιακή προσπάθεια του Ερντογανικού καθεστώτος, ανησυχεί από την τροπή που μπορεί να λάβει η πολιτική ζωή στην Τουρκία με μία ασθενή πολυκομματική διακυβέρνηση, όπως αυτή που διεκδικεί την εξουσία την προσεχή Κυριακή και να περάσει από την αυταρχικότητα στην αναποφασιστικότητα.