Όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε χρονικά από το σημείο μηδέν, δηλαδή, το μεγάλο σεισμό στην Τουρκία που επαναδιάταξε, φαινομενικά, τις σχέσεις της “εξ ανατολών”, με την Ελλάδα, τόσο περισσότερο αρχίζουν να αναδύονται από το βυθό της ιστορίας οι εγγενείς πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές αγκυλώσεις των γειτόνων μας. Ο… φίλος μας ο Μεβλούτ, 

δήλωσε χθες, Δευτέρα 10 Απριλίου: «Όσον αφορά στα νησιά του Αιγαίου, υπάρχουν νησιά με αδιευκρίνιστο καθεστώς, υπάρχουν οι παραβιάσεις που ανέφερα προηγουμένως, υπάρχει το θέμα του εναέριου χώρου, υπάρχουν κάποιες συζητήσεις για αύξηση των χωρικών υδάτων από τα 6 μίλια στα 12 μίλια κατά καιρούς, όλα αυτά είναι θέματα διαφωνίας, θέματα που δεν έχουν λυθεί εδώ και χρόνια.

Εν μέσω αυτής της θετικής ατμόσφαιρας, πρέπει να τα διαπραγματευτούμε και πρέπει να αποφασίσουμε πώς θα τα λύσουμε. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να τα λύσουμε όλα ως πακέτο, γιατί αν λύσουμε το ένα και δεν λύσουμε το άλλο, η ένταση θα συνεχιστεί.»

Και για να μην υπάρχουν αμφιβολίες και παρερμηνείες για τα λεγόμενά του, αφήνει και ένα alla Turca καρφάκι: «Μπορεί, Θεός φυλάξοι, να συμβεί ένα ατύχημα. Αυτή η θετική ατμόσφαιρα μπορεί να εξαφανιστεί σε λίγο. Για να μην εξαφανιστεί, χρειάζεται αμοιβαία γενναιότητα από τις δύο χώρες. Φαίνεται επίσης ότι μπορεί να υπάρξει ένας συμβιβασμός, αλλά δυστυχώς το περασμένο καλοκαίρι και σε κάποιες περιόδους, ειδικά στις γιορτές κ.λπ. η Ελλάδα τις παραβίασε λίγο.»

Όχι τίποτ' άλλο δηλαδή, αλλά να μην ξεχνιόμαστε κι από πάνω επειδή έγινε εκεί ένας σεισμός, μας λέει ο Τούρκος ΥΠΕΞ.

Προσθέστε στο μείγμα και ολίγη “συνεκμετάλλευση” υδρογονανθράκων και έχετε το πλήρες ανατολίτικο μενού στο τραπέζι.

Σε αυτό το τελευταίο θα εστιάσουμε αυτή τη φορά για να αναζητήσουμε τις διαδρομές μέσα από τις οποίες θα μπορούσε, πιθανώς, να υπάρξει, -ή όχι- περίπτωση, η Ελλάδα με την Τουρκία, να ανοίξουν μια κοινή “μπίζνα” που θα τους αποφέρει πλούτο και ισόβια ειρήνη - ελέω φυσικού αερίου με ολίγη από πετρέλαιο.

Κατ΄αρχάς θα πρέπει να οριοθετήσουμε, γεωγραφικά,  τον υποτιθέμενο χάρτη της “συνεκμετάλλευσης.” Οι γείτονές μας έχουν προνοήσει και για αυτό. Ετοίμασαν πριν από εμάς και για εμάς –όπως έλεγε και η παλιά διαφήμιση-  τον χάρτη της “Γαλάζιας Πατρίδας”!

Λίγα λόγια για την Υπόθεση

Τον Οκτώβριο του 2018, ο χάρτης της “Γαλάζιας Πατρίδας” παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον Τούρκο Υπουργό Άμυνας, Hulusi Akar, σε τηλεοπτική συνέντευξη στο Anadolu, ως μία θαλάσσια περιοχή που καλύπτει 462.000 τ. χλμ. στο Αιγαίο, την Κύπρο, την Ανατολική Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο. Ως προς την Ελλάδα, η “Γαλάζια Πατρίδα” καλύπτει όλες τις περιοχές για τις οποίες διεκδικεί δικαιώματα και δικαιοδοσίες η Τουρκία, στο Αιγαίο (δηλαδή την περιοχή για την οποία από τη δεκαετία του ‘70 έχει δώσει άδειες στην ΤΡΑΟ και από το 1988 διεκδικεί αρμοδιότητες SAR) και την Ανατολική Μεσόγειο (άδειες ΤΡΑΟ νότια συμπλέγματος Καστελλορίζου & νότια και νοτιοανατολικά Ρόδου μέχρι τον 28ο Μεσημβρινό), αλλά και δυτικότερα, μέχρι τα εξωτερικά όρια των ελληνικών χωρικών υδάτων των 6 νμ των νησιών Κρήτης, Κάσσου και Καρπάθου. Η Τουρκία με τον χάρτη αυτό όχι μόνο δεν αναγνωρίζει δικαίωμα υφαλοκρηπίδας των ελληνικών νησιών στη Μεσόγειο, αλλά ούτε καν δικαίωμα χωρικών υδάτων πέραν των 6 ν.μ. Η “Γαλάζια Πατρίδα” αποτελεί  επίσημο τουρκικό δόγμα.

Ορισμένες απαραίτητες διευκρινήσεις

Από τη στιγμή που η Τουρκία έχει χαράξει τα όρια των διεκδικήσεών της σε βάρος μας, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι όταν αναφέρεται σε “συνεκμετάλλευση”, θα πρέπει, λογικά, να εννοεί «εντός των ορίων της “Γαλάζιας Πατρίδας”.»

(χάρτης Γαλάζιας Πατρίδας)

Και τούτο, επειδή για να υπάρχει “συνεκμετάλλευση” θα πρέπει να ισχύει το εξής: να εφάπτονται οι ΑΟΖ! Διότι μόνο σε αυτή την περίπτωση και εφόσον έχει προηγηθεί η πλήρης χαρτογράφηση της περιοχής ενδιαφέροντος, μπορεί να επιμεριστούν και να αποδοθούν σε κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία μέρη, τα ποσοστά του πλούτου που του αναλογεί.

Η μόνη περίπτωση να εφάπτεται η ελληνική ΑΟΖ με την τουρκική είναι στο Αιγαίο Και εκεί, δυστυχώς για τους γείτονες, φυσικό αέριο δεν υπάρχει. Εκτός και αν εννοούν να μοιράσουμε τα λιγοστά βαρέλια που παράγει ο Πρίνος…

Για την οικονομία του άρθρου, υποθέτουμε βάσιμα ότι οι φίλοι μας με τον αποβατικό στόλο, όταν μιλούν για “συνεκμετάλλευση”, εννοoύν the full Monty*! Τουτέστιν, παντού όπου υπάρχει απόθεμα αερίου ή πετρελαίου στον ελλαδικό χώρο. Δηλαδή, στο Ιόνιο και δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης.

Το άρθρο καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να μην λαϊκίσει και πιάσει τους αφορισμούς για Έλληνες πολιτικούς και δημοσιογράφους που τάσσονται αναφανδόν υπέρ της “συνεκμετάλλευσης”.

Όχι! Θα “μιλήσουμε”, επιστημονικά!

Αναζητήσαμε στη θάλασσα (όχι στο Αιγαίο) του διαδικτύου, μελέτες σχετικά με το πλαίσιο για την από κοινού ανάπτυξη των πόρων υδρογονανθράκων και βρήκαμε την Ασιατική Επετηρίδα του Διεθνούς Δικαίου, τόμος 22 (2016) την εργασία των Robert Beckman και Leonardo Bernard.

Οι συγγραφείς, στην εισαγωγή αναφέρουν ότι το καθεστώς της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) βάσει της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (UNCLOS) παρέχει στα παράκτια κράτη αποκλειστικά δικαιώματα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, έμβιων και μη (συμπεριλαμβανομένων των ορυκτών και των πόρων υδρογονανθράκων), του βυθού και του υπεδάφους του, καθώς και κυριαρχικά δικαιώματα όσον αφορά άλλες δραστηριότητες για την οικονομική εκμετάλλευση της ζώνης. Το εύρος αυτή της ζώνης μπορεί να εκτείνεται μέχρι και 200 ναυτικά μίλια από τη γραμμή βάσης των χωρικών υδάτων. Όταν το καθεστώς της ΑΟΖ καθιερώθηκε από την Τρίτη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας , έθεσε το 87% των γνωστών υπεράκτιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, παγκοσμίως, υπό τη δικαιοδοσία των παράκτιων κρατών. Αυτό ώθησε τα παράκτια κράτη να μεγιστοποιήσουν τις διεκδικήσεις τους για τις θαλάσσιες ζώνες, είτε μέσω διεκδικήσεων eez είτε μέσω διεκδικήσεων για την εκτεταμένη υφαλοκρηπίδα.

Στο προκείμενο

Σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν αρκετοί διεκδικητές με θαλάσσιες διεκδικήσεις στην ίδια γεωγραφική περιοχή, μπορεί να είναι δύσκολο να επιλυθούν οι διαφορές μέσω διαπραγματεύσεων, ιδίως εάν εμπλέκονται επίσης διαφορές κυριαρχίας επί χερσαίων εδαφών. Η πιθανότητα να βρίσκονται υπεράκτια κοιτάσματα υδρογονανθράκων σε περιοχές με επικαλυπτόμενες διεκδικήσεις αυξάνει την πολυπλοκότητα των διαφορών. Προκειμένου να εκμεταλλευτούν αυτούς τους πόρους υδρογονανθράκων, οι εταιρείες πετρελαίου πρέπει να είναι βέβαιες ότι η επένδυσή τους δεν θα επηρεαστεί αρνητικά από την αβεβαιότητα σχετικά με το ποιο κράτος ή οντότητα έχει δικαιοδοσία να χορηγεί άδειες ή μισθώσεις στην περιοχή. Επομένως, μια μακρά περίοδος νομικής σταθερότητας είναι απαραίτητη για τις εταιρείες πετρελαίου.

Το διεθνές δίκαιο επιβάλλει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις σε σχέση με την εκμετάλλευση των πόρων υδρογονανθράκων σε επικαλυπτόμενες περιοχές διεκδίκησης. Αυτά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις περιορίζουν τη συμπεριφορά των διεκδικητών κατά την εξερεύνηση και εκμετάλλευση των εν λόγω πόρων. Υποστηρίζει ότι τόσο βάσει του UNCLOS, όσο και βάσει του γενικού διεθνούς δικαίου, τα κράτη υποχρεούνται να συνεργάζονται μεταξύ τους για τη διαχείριση των πόρων σε επικαλυπτόμενες περιοχές διεκδίκησης, είτε μέσω κοινών ρυθμίσεων ανάπτυξης, είτε μέσω άλλων μορφών προσωρινών ρυθμίσεων εν αναμονή της επίλυσης των θαλάσσιων συνόρων.

Η UNCLOS επιτρέπει επίσης στα κράτη να διεκδικούν θαλάσσιες ζώνες από νησιά υπό την κυριαρχία τους. Το άρθρο 121 παράγραφος 1 ορίζει το "νησί" ως "μια φυσικά διαμορφωμένη χερσαία περιοχή, που περιβάλλεται από νερό και βρίσκεται πάνω από το νερό κατά την παλίρροια". Τα νησιά που είναι ικανά να διατηρήσουν ανθρώπινη κατοίκηση ή δική τους οικονομική ζωή δικαιούνται χωρικά ύδατα, συνορεύουσα ζώνη, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα. Οι "βραχονησίδες" εμπίπτουν, επίσης,  στον ορισμό του νησιού. Ωστόσο, το άρθρο 121 παράγραφος 3 προβλέπει ότι οι βραχονησίδες που δεν μπορούν να διατηρήσουν ανθρώπινη κατοίκηση ή οικονομική ζωή από μόνες τους δεν έχουν αιγιαλίτιδα ζώνη ή υφαλοκρηπίδα.

Περί “Συνεκμετάλλευσης”

Η έννοια της από κοινού ανάπτυξης των πόρων υδρογονανθράκων εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1950. Ωστόσο, παρά τη σημαντική κρατική πρακτική από τότε, δεν υπάρχει κοινός ή ομοιόμορφος ορισμός της από κοινού ανάπτυξης των πόρων υδρογονανθράκων. Συνήθως χρησιμοποιείται ως "γενικός όρος " και εκτείνεται από την ενοποίηση ενός ενιαίου πόρου που εκτείνεται σε ένα διεθνές σύνορο έως την από κοινού ανάπτυξη ενός κοινού πόρου όπου η οριοθέτηση των συνόρων αναβάλλεται επειδή δεν είναι εφικτό ή δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία για ένα σύνορο εκείνη τη στιγμή.

Τα διεθνή δικαστήρια έχουν επίσης εγκρίνει τις συμφωνίες κοινής ανάπτυξης ως εναλλακτική λύση στη θαλάσσια οριοθέτηση. Για παράδειγμα, στην υπόθεση της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας, έκριναν ότι οι συμφωνίες κοινής έρευνας είναι "ιδιαίτερα κατάλληλες όταν πρόκειται για τη διατήρηση της ενότητας ενός κοιτάσματος" σε περιοχές επικαλυπτόμενων διεκδικήσεων. Στη διαφωνούσα γνώμη του στην υπόθεση οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του 1982, μεταξύ Τυνησίας και Λιβύης, ο δικαστής πρότεινε ένα σύστημα κοινής εξερεύνησης των πετρελαϊκών πόρων, βασιζόμενος στην άποψή του ότι η από κοινού ανάπτυξη αποτελούσε μια εναλλακτική δίκαιη λύση στη διαφορά των θαλάσσιων συνόρων, η οποία τελικά υιοθετήθηκε από τα μέρη.

Υπήρξε σημαντική δογματική συζήτηση σχετικά με το αν υπάρχει υποχρέωση σύναψης ανάλογων συμφωνιών. Ωστόσο, αποτελούν ένα χρήσιμο μηχανισμό, είναι σαφές ότι τα κράτη δεν έχουν ειδική υποχρέωση να συνάπτουν τέτοιες συμφωνίες σε τομείς επικαλυπτόμενων αξιώσεων, κατά πρώτον επειδή δεν υπάρχει διάταξη στο UNCLO που να προσδιορίζει αυτή την υποχρέωση. Το άρθρο 74 παράγραφος 3 και το άρθρο 83 παράγραφος 3 αφήνουν στη διακριτική ευχέρεια των κρατών το είδος της προσωρινής ρύθμισης που συνάπτουν και, και πάλι, τα κράτη έχουν απλώς την υποχρέωση να διαπραγματεύονται με καλή πίστη.

Ακόμη, το άρθρο 123 προβλέπει ότι τα κράτη που συνορεύουν με μια κλειστή ή ημίκλειστη θάλασσα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους, αλλά δεν επιβάλλει καμία "συγκεκριμένη και νομικά εκτελεστή" υποχρέωση στα κράτη αυτά, καθώς η αναφορά είναι περισσότερο "προτρεπτική παρά υποχρεωτική "63. Επίσης, η έκκληση για συνεργασία στο άρθρο 123 περιορίζεται στη διατήρηση των θαλάσσιων έμβιων πόρων, την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και το συντονισμό της θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας. Δεν περιλαμβάνει την από κοινού ανάπτυξη των πόρων υδρογονανθράκων.

Επίσης, το εθιμικό διεθνές δίκαιο δεν προβλέπει υποχρέωση σύναψης συμφωνιών κοινής ανάπτυξης. Ούτε φαίνεται να είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα κράτη πιστεύουν ότι έχουν νομική υποχρέωση να συνάπτουν τέτοιες συμφωνίες.

Ωστόσο, η έλλειψη του καθεστώτος της κοινής ανάπτυξης ως λύσης σε διαφορές θαλάσσιων συνόρων στο πλαίσιο του εθιμικού διεθνούς δικαίου δεν υποδηλώνει κατ' ανάγκη νομικό κενό. Η συνεργασία για τη διαχείριση και εκμετάλλευση κοινών θαλάσσιων πόρων μπορεί να είναι μια καλύτερη λύση για τη διευθέτηση επικαλυπτόμενων θαλάσσιων διεκδικήσεων από το να περιμένει κανείς να επιτευχθεί συμφωνία μετά από μια μακρά διαδικασία διαπραγματεύσεων.

Η νομιμότητα των διεκδικήσεων των αντίστοιχων κρατών βάσει του διεθνούς δικαίου έχει συνήθως σημαντική επίδραση στη διαπραγμάτευση του μεγέθους και της θέσης της περιοχής κοινής ανάπτυξης και των ρυθμίσεων κατανομής των εσόδων που θα εφαρμοστούν εντός αυτής.

Η πολιτική βούληση για την υποστήριξη της κοινής ανάπτυξης σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη είναι κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία κάθε ανάλογου εγχείρήματος. Οι συμφωνίες κοινής ανάπτυξης απαιτούν επίσης, σχεδόν εξ ορισμού, προθυμία συμβιβασμού. Για την επίτευξη προόδου απαιτείται υψηλό επίπεδο πολιτικής βούλησης σε κάθε κράτος.

Διαπραγματεύσεις που διεξάγονται με βάση διεκδικήσεις ή/και επιθετική στάση θα αποτύχουν σχεδόν πάντα να καταλήξουν σε συμφωνία κοινής ανάπτυξης.

Εάν οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται στο πλαίσιο μιας έντονα φορτισμένης εγχώριας πολιτικής συζήτησης, θα είναι πιο δύσκολο να παραμεριστεί μια διαφορά και να συμφωνηθούν ευκαιρίες για κοινή ανάπτυξη. Αυτό συµβαίνει µερικές φορές όταν τίθεται θέµα κυριαρχίας επί συγκεκριµένων γεωγραφικών χαρακτηριστικών. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν είναι ασυνήθιστο τα εγχώρια πολιτικά κόμματα να εκμεταλλεύονται τα θαλάσσια ζητήματα ως μέρος της εγχώριας πολιτικής τους ατζέντας, η κοινή γνώμη να εδραιώνεται κατά της συνεργασίας και οι εθνικές κυβερνήσεις να χρησιμοποιούν τα εθνικιστικά αισθήματα ως μέρος της διαπραγματευτικής τους στρατηγικής. Συνεπώς, το εσωτερικό πολιτικό τοπίο των εν λόγω κρατών και τα ευρύτερα ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ γειτονικών κρατών θα έχουν μεγάλη σημασία.

Οι ιστορικοί παράγοντες έχουν συχνά σημασία για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη μιας συμφωνίας κοινής ανάπτυξης. Η κληρονομιά προηγούμενων στρατιωτικών ενεργειών, οι διαφωνίες σχετικά με την κυριαρχία συγκεκριμένων χαρακτηριστικών ή το ιστορικό αποτυχημένων διαπραγματεύσεων, μεταξύ πολλών άλλων πραγμάτων, μπορεί να καταστήσει τη διαδικασία επίτευξης κοινής ανάπτυξης πολύ πιο δύσκολη.

Οι οικονομικοί παράγοντες μπορεί να είναι κρίσιμοι για την προσέγγιση ενός κράτους στην κοινή ανάπτυξη. Ενώ η παρουσία πετρελαϊκών παραχωρήσεων ή πετρελαιοπηγών εντός μιας αμφισβητούμενης περιοχής δεν θα λαμβανόταν υπόψη από μόνη της σε έναν καθορισμό της θαλάσσιας οριοθέτησης, η φύση, η έκταση και η θέση των πόρων υδρογονανθράκων μπορεί να είναι κρίσιμα για ένα κράτος όταν εξετάζει την προσέγγισή του στις διαπραγματεύσεις για την κοινή ανάπτυξη.

Η εγχώρια ανάγκη ενός κράτους για πόρους υδρογονανθράκων μπορεί να αποδειχθεί παράγοντας επιρροής που προσθέτει ώθηση στην από κοινού ανάπτυξη μιας δυνητικά προοπτικής περιοχής. Κατά συνέπεια, τα κράτη θα πρέπει να αναπτύξουν κατανόηση του σχετικού δυναμικού οικονομικών πόρων της περιοχής επικάλυψης και της δυνητικής θέσης αυτών των πόρων. Ωστόσο, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός γνώσης σχετικά με το γεωλογικό δυναμικό της περιοχής κοινής ανάπτυξης, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος τα κράτη να προβάλλουν επεκτατικές αξιώσεις και να είναι λιγότερο πρόθυμα να συμβιβαστούν.

Απαιτείται σημαντική εμπειρογνωμοσύνη για την ανάπτυξη ενός αυτόνομου ρυθμιστικού πλαισίου για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο υπό το πρίσμα των πολύπλοκων τεχνικών θεμάτων και των ζητημάτων πολιτικής που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Ακόµη και όταν τα κράτη έχουν εµπειρία στη ρύθµιση δραστηριοτήτων πετρελαίου, συχνά δεν έχουν πρόσφατη εµπειρία στη δηµιουργία ενός ρυθµιστικού πλαισίου για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Επιπλέον, υπάρχει πιθανότητα τα συμφέροντα των κρατών να αποκλίνουν σε θέματα που οδηγούν σε ασυμμετρίες στο οικονομικό όφελος που αποκομίζει το καθένα από την κοινή ανάπτυξη. Στο σύνολό τους, οι παράγοντες αυτοί καθιστούν τη διαπραγμάτευση συμφωνιών κοινής ανάπτυξης χρονοβόρα και δύσκολη, ακόμη και όταν υπάρχει σημαντική πολιτική βούληση υπέρ της επίλυσης, προθυμία συμβιβασμού και συνδρομή κατάλληλων εμπειρογνωμόνων.

Η παρουσία πόρων φυσικού αερίου σε μια περιοχή με επικαλυπτόμενες διεκδικήσεις δημιουργεί πρόσθετη πολυπλοκότητα και συχνά δημιουργεί προβλήματα στην εφαρμογή των συμφωνιών κοινής ανάπτυξης για διάφορους λόγους.

Συνήθως, γίνεται ελάχιστη ή καθόλου προσπάθεια να κατανεμηθούν αυτά τα οφέλη μεταξύ των κρατών. Αυτό δημιουργεί τη δυνατότητα να διαφωνούν τα κράτη σχετικά με την ανάπτυξη των πόρων φυσικού αερίου μετά την οριστικοποίηση της συμφωνίας κοινής ανάπτυξης και, με τη σειρά τους, να υπάρχουν καθυστερήσεις στην εφαρμογή.

Συμπέρασμα και επίλογος

Οι συμφωνίες κοινής ανάπτυξης δεν αποτελούν εύκολη λύση. Γενικά δεν είναι δυνατές, εκτός και εάν συντρέχουν ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. Πρώτον, ότι τα δύο κράτη θα πρέπει να διαθέτουν ένα ορισμένο επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Δεύτερον, ότι θα πρέπει να έχουν κοινή επιθυμία να παραμερίσουν τις ανταγωνιστικές διεκδικήσεις τους και να αναπτύξουν από κοινού τους πόρους. Τρίτον, και ίσως το πιο σημαντικό, θα πρέπει να έχουν την απαραίτητη πολιτική βούληση να παραμερίσουν τις συνολικές διαφορές τους και να πείσουν το εσωτερικό τους ακροατήριο ότι είναι προς το εθνικό τους συμφέρον να συνεργαστούν, διαμοιράζοντας τους φυσικούς πόρους και τέταρτον, θα πρέπει να συμφωνήσουν σε μια περιοχή για κοινή ανάπτυξη που να είναι πολιτικά αποδεκτή και από τις δύο πλευρές. Ύστερα από όλα τούτα που προαναφέρθηκαν, σας μοιάζει πιθανή μια τέτοια εξέλιξη με τους συγκεκριμένους γείτονες;  

Εμείς, θα πρέπει να ανακηρύξουμε ΑΟΖ. Είναι μια μη μονομερής πράξη που μπορούμε να κάνουμε από μόνοι μας. Δεν χρειαζόμαστε βοήθεια απο κανέναν, πολλώ δε μάλλον να ανακατέψουμε την Τουρκία σε αυτό. Το προβλέπει άλλλωστε, το διεθνές δίκαιο.

Χαίρετε!

*το περισσότερο ή το καλύτερο που μπορείτε να έχετε, να κάνετε, να αποκτήσετε ή να επιτύχετε, ή όλα όσα θέλετε ή χρειάζεστε.