Μια ακριβώς εβδομάδα μετά την αιφνιδιαστική απόφαση του ντε φάκτο ηγέτη του OPEC, της Σαουδικής Αραβίας την Κυριακή (2/4), για μείωση της παραγωγής του αργού από τις χώρες μέλη του εν λόγω οργανισμού, ο αντίκτυπος σε κυβερνήσεις και αγορές παραμένει ισχυρός. Στις μεν ενεργειακές αγορές οι επιπτώσεις υπήρξαν άμεσες με την απότομη άνοδο της τιμής του αργού, για τις ποικιλίες Brent και WTI, κατά $ 6 και $ 7 δολάρια

Πιο συγκεκριμένα, από τα $ 77 με $ 78 το βαρέλι που ήταν η τιμή του Brent πριν τις 31/3 αυτό πήδηξε κυριολεκτικά (βλέπε γράφημα) σε ένα πρωί ( 3/4) κατά $ 6 το βαρέλι και έκτοτε διαπραγματεύεται σταθερά πάνω από τα $ 85 το βαρέλι. Παράλληλα το Αμερικανικό WTI ανατιμήθηκε και αυτό την ίδια ημέρα κατά $ 7 το βαρέλι και διαπραγματεύετο στα $ 80 το βαρέλι τις τελευταίες ημέρες. Όπως ήταν αναμενόμενο οι ανατιμήσεις στο πετρέλαιο παρέσυραν και το φυσικό αέριο αφού το μηνιαίο συμβόλαιο στο TTF της Ολλανδίας έφθασε στα € 51.36 /MWh στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, έχοντας σημειώσει άνοδο κατά € 8. Έκτοτε οι τιμές έχουν επιστρέψει στα € 42 / MWh.

Οι λόγοι που ώθησαν την Σ. Αραβία να λάβει την αιφνιδιαστική απόφαση για μείωση της παραγωγής, χωρίς προηγουμένως να έχει προηγηθεί ο συνήθης κύκλος διαβουλεύσεων εντός του πετρελαϊκού καρτέλ, υποδηλώνει ότι η απόφαση ελήφθη την δεδομένη χρονική στιγμή προκειμένου το Ριάντ να προλάβει καταστάσεις τόσο σε εμπορικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Για αυτό στην ουσία η κίνηση αυτή της Σ. Αραβίας μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε για καθαρά προληπτικούς λόγους ενώ ταυτόχρονα μετέφερε ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα προς τις ΗΠΑ αλλά και ευρύτερα.

Με μια κίνηση η Σαουδική Αραβία υπενθύμισε ότι δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη και είναι αυτή που αποφασίζει το πότε και πως η διεθνής πετρελαϊκή αγορά πρέπει να αναπροσαρμόζει την παραγωγή της ώστε να επιτυγχάνεται ισορροπία μεταξύ παραγωγής και ζήτησης και να εξασφαλίζονται οι κατάλληλες τιμές. Μπορεί μια μεγάλη μερίδα των αναλυτών να πιστεύει ότι η κίνηση αυτή του OPEC, καθ´ υπόδειξη του Ριάντ, απέβλεπε αποκλειστικά στην άμεση αύξηση της τιμής του αργού - πράγμα το οποίο σε ένα μέτρο επιτευχθεί- όμως οι βαθύτεροι λόγοι που οδήγησαν τον πρίγκιπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, τον διάδοχο του θρόνου και ντε φάκτο ηγέτη της Σ. Αραβίας, να λάβει αυτή την απόφαση την συγκεκριμένη στιγμή θα πρέπει να αναζητηθούν σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο.

Από πλευράς χρονισμού της απόφασης αυτό που μέτρησε πρωτίστως ήταν τα αρνητικά μηνύματα για την διαμόρφωση της ζήτησης το υπόλοιπο του 2023 (που προβλέπεται λιγότερο ισχυρή από προηγούμενες προβλέψεις) και τα αυξανόμενα διεθνή αποθέματα βάσει στοιχείων των μηνιαίων εκθέσεων του OPEC και του ΙΕΑ. Με τον IMF και άλλους διεθνείς οργανισμούς να προειδοποιούν ότι η προβλεπόμενη οικονομική ανάπτυξη τα επόμενα 5 χρόνια θα είναι αναιμική, στο όριο του 3.0% κατά μέσο όροφο δηλ. ποσοστό αρκετά χαμηλότερα του αναμενόμενου έως τώρα 3.5%, και άρα αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην προμήθεια αργού και προϊόντων. Κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι διεθνείς τιμές είναι πολύ πιθανόν να επηρεαστούν περαιτέρω αρνητικά απ’ εδώ και εμπρός. Υπό αυτή την έννοια επιβάλλετο ο περιορισμός της παραγωγής τώρα παρά αργότερα.

Για αυτό και ο OPEC+ μείωσε την παραγωγή κατά 1.6 εκατ. βαρέλια την ημέρα (περιλαμβάνονται και τα 500.000 βαρέλια μείωση παραγωγής που είχε ανακοινώσει πριν από ημέρες η Ρωσία) προχωρώντας σε μια προληπτική κίνηση διαμορφώνοντας αυτός τις συνθήκες που επιθυμεί στην αγορά, και στέλνοντας ταυτόχρονα ένα ισχυρό μήνυμα στις ΗΠΑ και στις υπόλοιπες χώρες του G7. Όπου οι υψηλές πετρελαϊκές τιμές κάθε άλλο παρά τους βολεύουν αφού με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζονται, μεταξύ άλλων, υψηλότερα έσοδα για την Ρωσία που έτσι υποστηρίζει τις πολεμικές επιχειρήσεις της στην Ουκρανία. Να σημειώσουμε ότι από το 2016 η Ρωσία συμμετέχει επίσημα στον OPEC ως παρατηρητής (εξ ου και η ονομασία του ως OPEC+) έχοντας συνάψει στρατηγική σχέση με την Σ. Αραβία.

Η στρατηγική αυτή σχέση μεταξύ Κρεμλίνου και Ριάντ ενισχύθηκε περαιτέρω τον περασμένο Δεκέμβριο μετά την απόφαση των G7 να επιβάλλουν πλαφόν στις Ρωσικές εξαγωγές αργού και προϊόντων υποχρεώνοντας τις Ρωσικές πετρελαϊκές να πωλούν κάτω των $ 60 το βαρέλι. Η καταπολέμηση του εν λόγω πλαφόν, μέσω της διακύμανσης των διεθνών τιμών στο εύρος των $ 85 με $ 100 το βαρέλι, σε συνδυασμό με τον πάγιο στόχο για αυξημένα έσοδα του Ριάντ (καθότι ευρίσκεται σε φάση υλοποίησης του προγράμματος οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης Vision 2030 σε μια προσπάθεια διαφοροποίησης της παραγωγικής του βάσης εκτός πετρελαίου) έχουν ενισχύσει περαιτέρω την στρατηγική σχέση Ρωσίας και Σ. Αραβίας. Μια σχέση η οποία αποδεικνύεται λίαν αποτελεσματική στην πράξη και έχει θορυβήσει σφόδρα τις ΗΠΑ.

Ενδεικτικό της μεγάλης νευρικότητας που επικρατεί στην Ουάσινγκτον ήταν η αιφνιδιαστική και άκρως μυστική επίσκεψη στην Σ. Αραβία την περασμένη εβδομάδα του διευθυντή της CIA κ. Bill Burns ο οποίος συναντήθηκε με τον πρίγκιπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν και του εξέφρασε την δυσαρέσκεια της Αμερικανικής κυβέρνησης για τις τελευταίες εξελίξεις και πρωτοβουλίες του Ριάντ. Δηλαδή την απόφαση του να προχωρήσει τόσο σε μείωση της πετρελαϊκής παραγωγής, με τα γνωστά αποτελέσματα στην άνοδο των τιμών, όσο και στην προσέγγιση με την Τεχεράνη μετά την πρόσφατη απόφαση για εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ιράν και Σ. Αραβίας. Η οποία ως γνωστό επιτεύχθηκε μετά από διπλωματική παρέμβαση του Πεκίνου.

Να υπενθυμίσουμε ότι πέρυσι τον Ιούλιο ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν είχε μεταβεί ο ίδιος στην Ριάντ για να ζητήσει αύξηση της πετρελαϊκής παραγωγής προκειμένου να κρατηθούν οι τιμές σε χαμηλά επίπεδα τόσο προς όφελος του Αμερικανού καταναλωτή αλλά και για να μειωθούν τα έσοδα της Ρωσίας. Μια επίσκεψη η οποία δεν άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις στο Ριάντ αφού επιβεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά η επιμονή της Ουάσινγκτον να επιθυμεί να ελέγξει τις τοπικές εξελίξεις υποδεικνύοντας στον πρίγκιπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν πως θα έπρεπε να κινηθεί τόσο σε σχέση με το Ιράν, την Υεμένη αλλά και στην διεθνή πετρελαϊκή αγορά. Η Σαουδαραβική αντίδραση ήρθε λίγους μήνες αργότερα όταν ο OPEC + ανακοίνωσε μια σημαντική μείωση της παραγωγής του τον περασμένο Οκτώβριο.

Συμπερασματικά, με την σημερινή της στάση η Σαουδική Αραβία φαίνεται αποφασισμένη να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα σε ΗΠΑ αλλά και στην Δύση ότι εφεξής πρόκειται να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη πορεία αποβλέποντας πρωτίστως στην ενίσχυση των δικών της θέσεων τόσο σε οικονομικό όσο και σε διπλωματικό επίπεδο. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Α.Π. Δημόπουλος στην Εστία της 6/4 στο άρθρο του «Απρόθυμος σύμμαχος», «Τελικά, στην πραγματικότητα η νέο-εθνικιστική στροφή της πολιτικής του MBS αποτελεί αντανάκλαση της πλήρους ανεπάρκειας της πολιτικής Biden στην Μέση Ανατολή»

Οι κινήσεις του Ριάντ, υπό το άγρυπνο βλέμμα του MBS, τους τελευταίους 12 μήνες αποβλέπουν στον απογαλακτισμό της Σ.Αραβίας από την μέχρι τώρα κηδεμονία των ΗΠΑ υπό την αμυντική και διπλωματική ομπρέλα των οποίων πορεύεται σταθερά από το 1945. Με την ηγεσία της Σ. Αραβίας να αισθάνεται απογοητευμένη από την στάση των ΗΠΑ οι οποίες το τελευταίο διάστημα δεν έχουν συνδράμει αμυντικά το βασίλειο των Σαούντ στον βαθμό που αυτό επιθυμούσε. Αντίθετα, με αφορμή την υπόθεση Khashoggi, η Ουάσινγκτον επέλεξε την οξεία αντιπαράθεση με τον MBS επιρρίπτοντας σε αυτόν αποκλειστικά την ευθύνη για την αποτρόπαιη δολοφονία του δημοσιογράφου.

Σήμερα η Σ. Αραβία αισθάνεται οικονομικά και διπλωματικά ισχυρή ώστε να τολμά διεθνή και περιφερειακά ανοίγματα χωρίς την έγκριση του πλέον στενού συμμάχου της, των ΗΠΑ. Αυτό δείχνει η προσχώρηση της στο Σύμφωνο Οικονομικής Συνεργασίας της Σαγκάης, η εξομάλυνση των σχέσεων της με το Σιιτικό Ιράν (κάτι που υποστηρίζει την Ρωσία στην σημερινή συγκυρία), η επιδίωξη για στενότερες οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα και τέλος η ανεξάρτητη πολιτική της, στο πλαίσιο του OPEC+, στην διεθνή πετρελαϊκή αγορά.