Την υποστήριξη σε επενδύσεις υδρογόνου έχει αποφασίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προωθώντας τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Τράπεζας Υδρογόνου (European Hydrogen Bank) έως τα τέλη του 2023. Η πρωτοβουλία της Κομισιόν έχει ως στόχο την επίτευξη των στόχων που είχαν τεθεί με το REPowerEU για την παραγωγή   10 εκατομμυρίων τόνων ανανεώσιμου υδρογόνου στην ΕΕ έως το 2030, στο πλαίσιο της πολιτικής απεξάρτησης της ΕΕ από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων  και   αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, στην πορεία μετάβασης της ΕΕ προς την κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Ο στόχος θα επιτευχθεί και με την παράλληλη εισαγωγή επιπλέον 10 εκατ. τόνων υδρογόνου.

Σύμφωνα με την Επίτροπο Ενέργειας κυρία Κάντρι Σίμσον, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Υδρογόνου θα δημιουργήσει μια αλυσίδα αξίας υδρογόνου στην ΕΕ, παράλληλα με τον νόμο για τη βιομηχανία «Net-Zero Industry Act». Όπως επεσήμανε η ίδια, όσες βιομηχανίες λαμβάνουν έγκαιρα αποφάσεις εστιάζοντας στην ανάπτυξη της καθαρής τεχνολογίας θα ωφελούνται.
 
Η Κομισιόν υπολογίζει ότι οι επενδύσεις που αναμένεται να προωθηθούν στην  παραγωγή, μεταφορά και κατανάλωση υδρογόνου θα κυμανθούν από 335 δισ. ευρώ έως 471 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων και 200 δισ. ευρώ με 300 δισ. ευρώ που αφορούν επιπλέον παραγωγή ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), με το μεγαλύτερο μέρος να αναμένεται ότι θα προέλθει από ιδιωτική χρηματοδότηση.  Εξειδικεύοντας τις επενδύσεις έως το τέλος της δεκαετίας, όσες αφορούν  σε υποδομές υδρογόνου   υπολογίζονται σε 50 με 75 δισ. ευρώ για συσκευές ηλεκτρόλυσης, σε 28 με 38 δισ. ευρώ για αγωγούς μεταφοράς εντός της ΕΕ και σε 6 με 11 δισ. ευρώ για υποδομές αποθήκευσης. Επίσης εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν επιπλέον επενδύσεις 500 δισ. ευρώ ώστε να καταστεί δυνατή η εισαγωγή 10 εκατ. τόνων ανανεώσιμου υδρογόνου.

Οι τέσσερις πυλώνες της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Υδρογόνου αφορούν καταρχάς τους δύο μηχανισμούς χρηματοδότησης προκειμένου να δημιουργηθεί η εσωτερική αγορά υδρογόνου της ΕΕ, αλλά και η …γραμμή των  εισαγωγών προς την ΕΕ. Επίσης, ένας πυλώνας αφορά στην αξιολόγηση της ζήτησης, των αναγκών σε υποδομές, των ροών υδρογόνου και των δεδομένων που αφορούν στο κόστος και ο τέταρτος τον  εξορθολογισμό των   χρηματοδοτικών μέσων, σε συντονισμό με τη δημόσια και την ιδιωτική χρηματοδότηση.

Όσον αφορά στην Ελλάδα, η 20μελής Επιτροπή που είχε αναλάβει στον σχεδιασμό της στρατηγικής για την ένταξη του υδρογόνου στο ενεργειακό σύστημα της χώρας έχει ολοκληρώσει και έχει υποβάλλει εδώ και εννέα μήνες στην πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ την  «Εθνική Στρατηγική Προώθησης Τεχνολογιών – Εφαρμογών Υδρογόνου και Ανανεώσιμων Αερίων», η οποία ακόμη δεν έχει τεθεί σε διαβούλευση.
 
Στον προτεινόμενο οδικό χάρτη, το υδρογόνο «γίνεται» εργαλείο για την αντικατάσταση του φυσικού αερίου, του άνθρακα και του πετρελαίου σε βιομηχανίες και μεταφορές, βάσει και των κατευθυντήριων γραμμών της Κομισιόν και των σχεδίων της για κλιματική ουδετερότητα (Fit-for-55) και απεξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα (REPowerEU).

 Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η υποδομή και η αγορά υδρογόνου δεν μπορούν να αναπτυχθούν αμιγώς από την ιδιωτική πρωτοβουλία – λόγω της έλλειψης ανταγωνιστικότητας έναντι των ορυκτών καυσίμων και των αβεβαιοτήτων που περιβάλλουν τη βιομηχανική ωρίμαση των τεχνολογιών – στον νέο οδικό χάρτη η Επιτροπή προτείνει κρατική στήριξη, ιδίως έως το 2030, αλλά και επιβάρυνση των ορυκτών καυσίμων με αύξηση της φορολογίας εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2).

Τα μέτρα που προτείνονται περιλαμβάνουν διευκόλυνση της εγκατάστασης έργων ΑΠΕ για παραγωγή πράσινου υδρογόνου με fast track αδειοδότηση και σύνδεση στο δίκτυο, κρατική ενίσχυση των διμερών συμβάσεων αγοραπωλησίας με απαλλαγή από κάθε είδους τέλη, φόρους, επιβαρύνσεις και χρεώσεις, επιδότηση επενδύσεων σε υποδομές παραγωγής, μεταφοράς, διανομής και αποθήκευσης υδρογόνου, δημιουργία ελκυστικού φορολογικού μηχανισμού, οικονομικά κίνητρα για νεοφυείς επιχειρήσεις και δημιουργία «κοιλάδων υδρογόνου» (Hydrogen valleys), χρηματοδότηση βιομηχανικών μονάδων κατασκευής ή τροποποίησης βαρέων οχημάτων που θα τροφοδοτούνται με υδρογόνο και ανανεώσιμα αέρια κ.λπ.

Στο πλαίσιο του βασικού σεναρίου που υποστηρίζει την πρόταση πολιτικής Fit-for-55 προκύπτει ότι στην ΕΕ θα πρέπει να αναπτυχθεί διασυνοριακή υποδομή μεταφοράς και εμπορίου υδρογόνου σε μεγάλη έκταση ιδίως για την περίοδο μετά το 2030. Η Ελλάδα μπορεί να παράγει το 2040 περίπου 3 Mtoe πράσινου υδρογόνου και να εξάγει 1 Mtoe, ενώ το 2050 να παράγει 7,4 Mtoe και να εξάγει 2,3 Mtoe πράσινου υδρογόνου, το οποίο αντιστοιχεί σε αξία εξαγωγών της τάξης των 1,6 δισ. ευρώ τον χρόνο το 2050 (0,9 δισ. ευρώ το 2040). Οπως αναφέρεται στην «Εθνική Στρατηγική για το Υδρογόνο», ο συνολικός κύκλος εργασιών της εφοδιαστικής αλυσίδας υδρογόνου θα είναι στην Ελλάδα της τάξης των 10 δισ. ευρώ τον χρόνο το 2050. Έως τότε θα απαιτηθούν περίπου 60 GW ΑΠΕ για την τροφοδοσία των μονάδων ηλεκτρόλυσης (30 GW έως το 2040).