Ο επιθετικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου αποτελεί προ πολλού πραγματικότητα ορατή στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, τουλάχιστον από όταν ανέλαβε τα ηνία της υπερδύναμης ο προκάτοχος του σημερινού προέδρου των ΗΠΑ

Ο τεχνολογικός πόλεμος ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στο Πεκίνο, όμως, και ειδικότερα ο πόλεμος των επεξεργαστών, βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του ανταγωνισμού ίσως επειδή το 90% των πλέον προηγμένων επεξεργαστών παράγεται στην Ταϊβάν, ένα νησί που η Κίνα θεωρεί ιστορικά τμήμα της και έχει επανειλημμένως απειλήσει να καταλάβει διά της βίας. Η κλίμακα της εξάρτησης όταν η ανάδυση της Κίνας τείνει να αμφισβητήσει εμπράκτως την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ έχει οδηγήσει την Ουάσιγκτον στην προσπάθεια να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή επεξεργαστών με το πακέτο των 52 δισ. δολ., που έχει ψηφίσει από το περασμένο έτος. Παράλληλα, όμως, η υπερδύναμη επιχειρεί να εμποδίσει την Κίνα να παράγει τους πλέον προηγμένους επεξεργαστές που χρησιμοποιούνται στις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης και ιδιαιτέρως για στρατιωτική και πολεμική χρήση. Και βέβαια, ήταν θέμα χρόνου να αναζητήσει συμμάχους στην αναμέτρησή της με τον ασιατικό οικονομικό γίγαντα. Και προφανώς θεώρησε φυσικούς συμμάχους της τους Ευρωπαίους και τις ευρωπαϊκές οικονομίες, που μάλλον με κάποια καθυστέρηση προβληματίζονται τα τελευταία χρόνια τόσο για την εξάρτησή τους όσο και για τον ανταγωνισμό από την Κίνα.

Στο περιθώριο της συνόδου του G20 τον περασμένο Νοέμβριο, ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, δήλωσε κατηγορηματικά πως η Ουάσιγκτον είναι αποφασισμένη «να ανταγωνιστεί σθεναρά» την Κίνα. Περίπου ένα μήνα νωρίτερα, στις 7 Οκτωβρίου 2022, είχε μονομερώς επιβάλει αυστηρούς περιορισμούς στις εξαγωγές επεξεργαστών στην Κίνα, με την απαγόρευση να αφορά ειδικότερα τους πλέον προηγμένους μικροεπεξεργαστές που έχουν σχεδιασθεί για τις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης. Από την πλευρά της, ωστόσο, η Ε.Ε. δεν φαίνεται να βλέπει πλήρη ταύτιση συμφερόντων με την Ουάσιγκτον σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της με την Κίνα.

Μόλις τον Ιανουάριο στο Νταβός η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τόνισε πως η Ε.Ε. επιθυμεί «να απαλλαγεί από τον κίνδυνο της Κίνας» αλλά όχι την «αποσύνδεσή της από την Κίνα». Μέχρι προ ολίγων ημερών. Η Ολλανδία ανακοίνωσε μέσα στην εβδομάδα ότι θα επιβάλει περιορισμούς στις εξαγωγές τεχνολογίας για την παραγωγή των «πλέον προηγμένων» μικροεπεξεργαστών. Σε σχετική επιστολή της προς το Κοινοβούλιο της χώρας, η Ολλανδή υπουργός Εμπορίου, Λίσε Σραϊνεμάχερ, υπογράμμισε πως θα επιβληθεί απαγόρευση στις εξαγωγές, αλλά θα εφαρμοσθεί με «χειρουργική ακρίβεια» σε πολύ εξειδικευμένα συστήματα που παράγουν τους μικρότερους και πλέον προηγμένους μικροεπεξεργαστές. Επικαλέστηκε μάλιστα την ανάγκη προάσπισης της εθνικής αλλά και της διεθνούς ασφάλειας. Και διευκρίνισε πως όσες εταιρείες της χώρας ενδιαφέρονται να εξάγουν υψηλή τεχνολογία θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση, για να τους χορηγηθεί η απαιτούμενη άδεια. Και βέβαια, το θέμα αφορά πρωτίστως την ολλανδική βιομηχανία μικροεπεξεργαστών ASML, μια εταιρεία που μόνη της παράγει το 100% των μικροεπεξεργαστών της πλέον προηγμένης τεχνολογίας και των αναντικατάστατων για τις βιομηχανίες παραγωγής ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Η Ουάσιγκτον χτίζει συμμαχίες

Οι πιέσεις της Ουάσιγκτον προς την κυβέρνηση της Ολλανδίας έχουν αρχίσει από το 2018. Συστηματικά, η αμερικανική κυβέρνηση καλούσε τη Χάγη να απαγορεύσει στην ASML τις εξαγωγές των πλέον προηγμένων επεξεργαστών στην Κίνα. Επικαλείτο τον κίνδυνο να μπορέσουν οι κινεζικές βιομηχανίες να προχωρήσουν σύντομα στην παραγωγή των επεξεργαστών που χρησιμοποιούνται για στρατιωτική χρήση. Στην πράξη, βέβαια, οι αμερικανικές βιομηχανίες σχεδιάζουν τουλάχιστον το 95% των επεξεργαστών που είναι αναγκαίοι για τα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης και οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην Κίνα. Παράγουν επίσης τον εξοπλισμό που χρησιμοποιείται σε όλες τις κινεζικές βιομηχανίες επεξεργαστών. Αυτό σημαίνει πως η απαγόρευση των εξαγωγών αμερικανικής τεχνολογίας στην Κίνα αποτελεί καθοριστικό εμπόδιο στις φιλοδοξίες του Πεκίνου να αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη στην τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης και προπαντός στον στόχο του για να κατακτήσει την αυτάρκεια στον τομέα των επεξεργαστών. Και όμως, Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν πολιορκήσει τις κυβερνήσεις από το Λονδίνο μέχρι τη Χάγη για να διασφαλίσουν τη συμμαχία τους στον πόλεμο των επεξεργαστών. Δεδομένου, άλλωστε, ότι η Ευρώπη έχει πλήρως συνταχθεί με την Ουάσιγκτον σε ό,τι αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία, έχουν χρησιμοποιήσει το επιχείρημα ότι η Κίνα ενδέχεται να στείλει στη Ρωσία οπλικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας όπως τα μη εξοπλισμένα αεροσκάφη, τα γνωστά ντρόουν.

Ερμηνεύοντας την επιμονή της Ουάσιγκτον να πιέζει την Ευρώπη, πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές έχουν επισημάνει πως χωρίς συμμάχους η μονομερής απαγόρευση από πλευράς της Ουάσιγκτον θα μπορούσε να αποδειχθεί όχι μόνον ατελέσφορη αλλά έως και επιζήμια για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Αν οι αμερικανικές βιομηχανίες πάψουν να εξάγουν επεξεργαστές και γενικότερα τεχνολογία στην Κίνα χωρίς να δεσμεύσουν τις βιομηχανίες άλλων χωρών στην ίδια στρατηγική επιλογή, θα μπορούσαν να καλύψουν το κενό κάποιες άλλες βιομηχανίες, κάποιων άλλων χωρών. Στην περίπτωση αυτή, θα έχαναν οι αμερικανικές βιομηχανίες από το μερίδιό τους στην παγκόσμια αγορά. Γι’ αυτό και η Ουάσιγκτον άσκησε συστηματικά πιέσεις τόσο στην Ολλανδία όσο και στην Ιαπωνία και στην Ταϊβάν για να επιστρατευθούν στον πόλεμο των επεξεργαστών. Δεν εκπλήσσει, βέβαια, το γεγονός ότι η Ταϊβάν ήταν η πρώτη που ανταποκρίθηκε στο αίτημα της Ουάσιγκτον καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει απροκάλυπτα υποσχεθεί ότι θα την υπερασπισθεί σε περίπτωση κινεζικής εισβολής. Η νησιωτική χώρα έχει, άλλωστε, κατηγορήσει επανειλημμένως το Πεκίνο για βιομηχανική κατασκοπεία στον κλάδο των επεξεργαστών. Ετσι η Ταϊβάν έχει από τις 8 Οκτωβρίου ανακοινώσει ότι δεν θα επιτρέψει στις κινεζικές βιομηχανίες σχεδιασμού επεξεργαστών να συνάψουν συμβόλαια με ταϊβανέζικες βιομηχανίες. Αν οι βιομηχανίες της Ταϊβάν συνεργάζονταν με τις κινεζικές, θα τις διευκόλυναν να παράγουν τους επεξεργαστές εκείνους που δεν μπορεί πλέον να εισάγει η Κίνα εξαιτίας του αμερικανικού εμπάργκο.

Οι φόβοι των Ευρωπαίων και το «δώρο» Μπάιντεν

Την ώρα που συντασσόταν ακόμη το παρόν κείμενο βρισκόταν σε εξέλιξη η συνάντηση της προέδρου της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με τον Αμερικανό πρόεδρο. Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό περιοδικό Politico, η Ουάσιγκτον επιχειρεί να διασφαλίσει τη συμμαχία της Ευρώπης στον τεχνολογικό πόλεμο κατά της Κίνας με δύο τρόπους: αφενός με προειδοποιήσεις για τους κινδύνους και αφετέρου με ένα είδος δωροδοκίας.
Οι προειδοποιήσεις επικεντρώνονται στην προοπτική να προσφέρει η Κίνα όπλα στη Ρωσία και να τη στηρίξει δηλαδή εμπράκτως στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Η προοπτική αυτή βρίσκει αντίθετους τους Ευρωπαίους, με τον Γερμανό καγκελάριο Ολαφ Σολτς να έχει προειδοποιήσει το Πεκίνο ότι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει ανεκτό.

Η κ. Φον ντερ Λάιεν, όμως, έχει επιδείξει πολύ μεγαλύτερη σύνεση και έχει αποφύγει να επαναλάβει την επιχειρηματολογία της Ουάσιγκτον. Σε ό,τι αφορά το σκέλος της δωροδοκίας, το Politico εκτιμά πως η Ουάσιγκτον προσπαθεί να δελεάσει την Ευρώπη υποσχόμενη πως οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες θα τύχουν της ίδιας στήριξης και των ίδιων επιδοτήσεων που προβλέπει το πακέτο Μπάιντεν για τις πράσινες τεχνολογίες.

Μπορεί η Ολλανδία να προσχώρησε μέσα στην εβδομάδα στο στρατόπεδο της Ουάσιγκτον αλλά η Ευρώπη επιδεικνύει ένα είδος αμφιθυμίας σε ό,τι αφορά τον τεχνολογικό πόλεμο ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη. Οπως επισημαίνει το Politico, η Ε.Ε. δεν δείχνει τόσο διατεθειμένη να απομακρυνθεί από την προσοδοφόρο αγορά της Κίνας, πολλώ δε μάλλον η Γερμανία που έχει στενούς εμπορικούς δεσμούς μαζί της. Μιλώντας στο ευρωπαϊκό περιοδικό, η Χίδερ Κόνλεϊ, πρώην αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, επισήμανε πως «οι Ευρωπαίοι έχουν ήδη υποστεί βαθύτατο οικονομικό τραύμα από τη στιγμή που διέκοψαν την ενεργειακή τους συνεργασία με τη Ρωσία και δεν μπορούν καν να εξετάσουν το ενδεχόμενο να γίνει κάτι αντίστοιχο με την Κίνα».

Πιθανώς, όμως, να έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την Ευρώπη που τα τελευταία χρόνια αντιλαμβάνεται την κλίμακα της εξάρτησής της από την Κίνα όπως και τη μεταστροφή της Κίνας, που από εταίρος έχει γίνει ανταγωνίστριά της. Ιδιαιτέρως για τη Γερμανία που τα τελευταία χρόνια προβληματίζεται για την κινεζική επέλαση στις βιομηχανίες της.

Μιλώντας, άλλωστε, τον Ιανουάριο στο Νταβός για την πρόθεση της Ε.Ε. να περιορίσει την εξάρτησή της από την Κίνα σε καίριες πρώτες ύλες, η κ. Φον ντερ Λάιεν αποκάλυψε την πρόθεσή της να συνάψει συμφωνία με τον Καναδά για να διασφαλίσει σπάνιες και άλλες πρώτες ύλες όπως λίθιο και κοβάλτιο. Πρόκειται για τις στρατηγικής σημασίας πρώτες ύλες που προμηθεύεται από την Κίνα στο συντριπτικό ποσοστό του 98% των προμηθειών της ειδικότερα σε σπάνιες γαίες.

Το στοίχημα

Ο Εμπριτζ Κόλμπι, πρώην στέλεχος του αμερικανικού υπουργείου Αμυνας, τονίζει πως Αμερικανοί αξιωματούχοι στοιχηματίζουν πως η Ευρώπη θα μπει στη μάχη αντιπαράθεσης με την Κίνα, αλλά οι ηγέτες των μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρώπης δηλώνουν ανοικτά ότι δεν θέλουν να αποσυνδεθούν από την Κίνα ούτε να συμμετάσχουν σε κυρώσεις εναντίον της.

52 δισ. δολ. έχει δεσμεύσει η Ουάσιγκτον για τη στήριξη της βιομηχανίας επεξεργαστών στις ΗΠΑ.

Λόγοι ασφαλείας

Ανακοινώνοντας την απόφαση της ολλανδικής κυβέρνησης να συνταχθεί με την Ουάσιγκτον στον πόλεμο των επεξεργαστών με την Κίνα, η Ολλανδή υπουργός Εμπορίου, Λίσε Σραϊνεμάχερ, τόνισε πως «δεδομένων των τεχνολογικών εξελίξεων και του γεωπολιτικού περιβάλλοντος, η κυβέρνηση κατέληξε στο συμπέρασμα πως πρέπει να επεκταθεί η απαγόρευση στις εξαγωγές επεξεργαστών, προκειμένου για την προάσπιση της εθνικής αλλά και της διεθνούς ασφάλειας».

20% άνοδο σημείωσαν οι μετοχές κινεζικών επιχειρήσεων που προμηθεύουν τις κινεζικές βιομηχανίες μικροεπεξεργαστών.

Η απάντηση

Αμεση ήταν η αντίδραση του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών στην απόφαση της Ολλανδίας να απαγορεύσει τις εξαγωγές επεξεργαστών στην Κίνα με την εκπρόσωπο του υπουργείου, Μάο Νινγκ, να τονίζει πως «η Κίνα διαφωνεί ριζικά με την παρέμβαση της Ολλανδίας και τους περιορισμούς που συνεπάγονται αυτά τα μέτρα για τις ομαλές εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στις κινεζικές και στις ολλανδικές επιχειρήσεις».

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")