Η ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης ενέργειας αποτελεί κρίσιμο θεμέλιο σε ένα ισχυρά διασυνδεδεμένο παγκόσμιο σύστημα. Η ισορροπία αυτή χάθηκε όταν συγχρονίστηκαν οι συνέπειες δυο γεγονότων: της αύξησης της ζήτησης ενέργειας μετά την πανδημία, και της μειωμένης προσφοράς μετά την εισβολή

της Ρωσίας στην Ουκρανία και την παρεπόμενη κερδοσκοπία στα χρηματιστήρια ενέργειας και ρύπων. Υπό το πρίσμα αυτό, το μέγεθος της ενεργειακής κρίσης που αντιμετωπίζουμε δεν πρέπει να εκπλήσσει. Δεν θα ήταν υπερβολή να την χαρακτηρίζαμε ως τη μεγαλύτερη στην ιστορία των μεταπολεμικών χρόνων.  

Η κρίση αυτή έπληξε ιδιαίτερα την Ευρώπη λόγω του ενεργειακού της ελλείμματος και της εξάρτησής της από εισαγωγές ορυκτών καυσίμων, κυρίως από τη Ρωσία, ενώ έθεσε σε κίνδυνο την παραγωγική δυνατότητα της βιομηχανίας λόγω της ανόδου των τιμών και της αστάθειας τόσο στη ροή όσο και στην επάρκεια των εισαγωγών, μετά και την επιβολή διεθνών κυρώσεων στη Ρωσία. Μια πραγματικά κοινή ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική θα μπορούσε να μετριάσει τις επιπτώσεις. Πλην όμως, η πολιτική αυτή, αν και θεμελιώθηκε στις Συνθήκες, δεν μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικά παρά μόνον στο πλαίσιο μιας πραγματικά κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, η οποία παραμένει ζητούμενο. Έτσι, η Ευρώπη περιορίστηκε στον προσδιορισμό των κοινών προκλήσεων, την υιοθέτηση κοινών στόχων, τη θέσπιση κοινών κανόνων λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς - επιτεύγματα καθόλου ευκαταφρόνητα δεδομένης και της διαφοροποίησης του ενεργειακού μίγματος: κάθε κράτος-μέλος το εξειδικεύει ανάλογα με τη γεωγραφία, τη γεωμορφολογία, τους φυσικούς πόρους, την ενεργειακή κατάσταση, τις οικονομικές δυνατότητες και τις ιδιαίτερες πολιτικές ευαισθησίες του. Για παράδειγμα, στη Γαλλία, η οποία παράγει το 52% της πυρηνικής ενέργειας της Ε.Ε., ο Πρόεδρος Macron προγραμματίζει μικρούς πυρηνικούς αντιδραστήρες έως 300 ΜWatt, εστιάζοντας στη δομική και λειτουργική ασφάλεια και αξιοπιστία των εγκαταστάσεων και στην αποτελεσματική μεταχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων. 

Υπό τα δεδομένα αυτά, η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε στο επίκεντρο την ανάγκη συντονισμένων ενεργειών και στρατηγικής προσέγγισης για τη δημιουργία εναλλακτικών λύσεων. Παρά τις καθυστερήσεις και την παρεπόμενη έκθεση σε κερδοσκοπικές πιέσεις, ο συντονισμός, όπως φαίνεται στο ακόλουθο διάγραμμα, απέδωσε αφού η Ένωση κατάφερε να μειώσει δραστικά την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία. Ειδικότερα, μείωσε την κατανάλωση, αύξησε τη χωρητικότητα αποθήκευσης υγροποιημένου αερίου, διαφοροποίησε τις εισαγωγές της, επιτάχυνε την παραγωγή ΑΠΕ, υιοθέτησε έναν μηχανισμό ανώτατων τιμών φυσικού αερίου, ενώ επανάφερε προσωρινά στην ατζέντα εκτός από το φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια.

(Πηγή: Guardian, Annual electricity data)

Επιπλέον, η Ένωση, ενίσχυσε την κορυφαία στρατηγική της επιλογή για καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2050, δεδομένου ότι όλα τα παραπάνω μέτρα είναι σε άμεση συνάρτηση και αρμονία με τους στόχους της «Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας», με ακρογωνιαίο λίθο την αντικατάστασή του άνθρακα από καθαρές μορφές ενέργειας (ΚΜΕ). Και επειδή η προσπάθεια επιμερίζεται, ήδη τα κράτη-μέλη προσαρμόζουν τα δεκαετή ενοποιημένα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα.

Ο συντονισμός και η στρατηγική αυτή παρακολουθούν τις εξελίξεις και ανταποκρίνονται απολύτως στις απαιτήσεις της νέας παγκόσμιας ενεργειακής οικονομίας στην οποία κυριαρχεί η μαζική παραγωγή τεχνολογιών ΚΜΕ, ανοίγοντας διάπλατα ένα νέο παράθυρο ευκαιρίας για ανάκαμψη και ανάπτυξη. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, η αξία της συγκεκριμένης αγοράς αναμένεται να φτάσει τα 650 δισ.δολάρια ετησίως έως το 2030. Η πρόβλεψη είναι ρεαλιστική, αν ληφθούν υπόψη οι επενδύσεις που προγραμματίζονται σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού ΚΜΕ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, σε συνδυασμό με την ταχύτατη εξάπλωση των κριτηρίων ESG[1] σε όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας.

Ωστόσο και αυτή η αγορά αντιμετωπίζει προβλήματα επάρκειας και ασφάλειας εφοδιασμού, όμοια με αυτά που προκάλεσαν την τρέχουσα ενεργειακή κρίση, όπως η συγκέντρωση της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας[2] και των κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών, όπως το κοβάλτιο[3], το λίθιο και το νικέλιο. Ήδη η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών οδήγησε στην αύξηση των τιμών των μπαταριών[4], ενώ ο διπλασιασμός των τιμών χάλυβα και χαλκού την τελευταία διετία αύξησε το κόστος παραγωγής των ανεμογεννητριών.

[1] Περιβάλλον, Κοινωνία, Εταιρική Διακυβέρνηση
[2] Η Κίνα αντιπροσωπεύει το 70%
[3] Μόνον η Λ.Δ. του Κονγκό αντιπροσωπεύει το 70% της παγκόσμιας παραγωγής υ
[4] Κατά 10%(2022) 

Επιπλέον εμπόδιο αποτελούν οι μεγάλοι χρόνοι παράδοσης των πρώτων υλών, γεγονός που επηρεάζει τις προγραμματισμένες επενδύσεις στον κλάδο της επεξεργασίας και, ως εκ τούτου, την ταχεία ανάπτυξη της παραγωγής τεχνολογιών ΚΜΕ. Η ανάγκη να αρθούν οι αβεβαιότητες ως προς την μακροχρόνια εξασφάλισή των τεχνολογιών αυτών ανοίγει ένα ακόμα παράθυρο ευκαιρίας.

Η χώρα μας διαθέτει σε υπερθετικό βαθμό τις δυνατότητες (πλούσιοι φυσικοί πόροι, εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, ισχυρή εμπορική ναυτιλία), τις προϋποθέσεις (στρατηγικός σχεδιασμός[5], νομοθεσία[6], επενδυτικά εργαλεία[7]) και την αξιοπιστία (αποτελεσματική διακυβέρνηση) για να προσελκύσει και να στηρίξει μεγάλες επενδύσεις σε όλο το φάσμα της εφοδιαστικής αλυσίδας ΚΜΕ. Επενδύσεις που θα της προσδώσουν νέα αναπτυξιακή δυναμική ικανή να διαχυθεί σε όλη την επικράτεια. Η αποφασιστικότητα με την οποία η χώρα μας υλοποιεί την ενεργειακή και κλιματική πολιτική της, αποτελεί ένα επιπλέον εχέγγυο αξιοπιστίας για τους επενδυτές.

[5] Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλίματος, Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης κ.ά΄.
[6] Εθνικός Κλιματικός Νόμος
[7] ΕΣΠΑ,Ταμείο Ανάκαμψης, Αναπτυξιακός Νόμος κ.ά.

Στο πλαίσιο αυτό και υπό τις δεδομένες συνθήκες ρευστότητας και αβεβαιότητας στο παγκόσμιο ενεργειακό τοπίο, οι ενεργειακές μας επιλογές δεν μπορεί να θεωρούνται οριστικές. Πρέπει να αξιολογούμε διαρκώς τις δυνατότητες και τις επιπτώσεις όλων των πηγών ενέργειας, να εξετάζουμε κάθε πιθανό σενάριο ως προς την εξέλιξη της ζήτησης και της προσφοράς ενέργειας, να αναπτύσσουμε συστήματα πρόβλεψης της συνολικής κατανάλωσης ανά παραγωγικό τομέα και μορφή ενέργειας, να υπολογίζουμε το παραγωγικό δυναμικό που απαιτείται για να καλύπτουμε τις ανάγκες μας και να επαναλαμβάνουμε την “άσκηση” τακτικά (σε ετήσια βάση).

Πάνω απ’ όλα όμως, πρέπει να οικοδομήσουμε μια νέα ενεργειακή κοινωνική συναίνεση τόσο ως πολίτες, όσο και ως καταναλωτές ενέργειας. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει αφενός να κατανοήσουμε τις συνιστώσες της σύγχρονης ενεργειακής οικονομίας και τις δυνατότητες που προσφέρονται και είναι προς το συμφέρον μας, και αφετέρου να απομακρυνθούμε από ιδεοληψίες που μας αναγκάζουν να αντιμετωπίζουμε με οξύτητα κάθε ενεργειακό έργο, ακόμα και τα ήπιας μορφής, όπως οι μικρές ΑΠΕ. Οι μικρές ΑΠΕ θα στηρίξουν και την περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη, πέραν από την εξισορρόπηση που προσφέρουν στο ενεργειακό σύστημα, την εξοικονόμηση πόρων από την ανάπτυξη υποδομών μεταφοράς και την αποφυγή ενεργειακών απωλειών, όπως αυτές που αντιμετωπίζει το ηλεκτρικό μας σύστημα.

*Ο κ. Κωστής Μουσουρούλης είναι πολιτικός, οικονομολόγος και πρώην ανώτερο στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έχει διατελέσει Υπουργός Ναυτιλίας και Αιγαίου, υπηρεσιακός Αναπληρωτής Υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας της Ελλάδας, Γενικός Γραμματέας στα Υπουργεία Ανάπτυξης και Οικονομίας και Οικονομικών, Βουλευτής Χίου με την Νέα Δημοκρατία. Από τις 13 Φεβρουαρίου 2020, είναι Συντονιστής του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης των περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης.

(Το άρθρο περιλαμβάνεται στο ειδικό αφιέρωμα του energia.gr για τον ένα χρόνο από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία)