Μπορεί το τελευταίο διάστημα ο Τούρκος Πρόεδρος να έχει ανεβάσει τους τόνους, εξαπολύοντας επιθέσεις κατά των Δυτικών εν όψει των εκλογών της 14ης Μαΐου, ωστόσο ακόμη και αν τελικώς επικρατήσει το μείζον ερώτημα είναι τι χώρα θα κυβερνήσει. Διότι η μετανάστευση Τούρκων προς την Ευρώπη και αλλού βρίσκεται σε επίπεδα ρεκόρ με αποτέλεσμα η χώρα να βιώνει μια πρωτοφανή για την διακυβέρνηση Ερντογάν φυγή μυαλών, το γνωστό brain drain

Τα στοιχεία είναι πράγματι σοκαριστικά. Συμφώνως προς πρόσφατη έρευνα του γερμανικού ινστιτούτου Konrad Adenauer, το 70% των νέων ηλικίας 18 έως 25 ετών δηλώνουν ότι θα προτιμούσαν να μένουν αλλού, ενώ το 60% περιγράφει με μελανά χρώματα το μέλλον της Τουρκίας. Επιπλέον μια άλλη έρευνα του τουρκικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος διαπιστώνει ότι την χώρα έχουν εγκαταλείψει 10.000 εκατομμυριούχοι τα τελευταία τρία χρόνια.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2019 της Κεντρικής Στατιστικής Υπηρεσίας, μεταξύ 2016 και 2019, περίπου 330.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν τη χώρα, οι μισοί εκ των οποίων είναι ηλικίας 20 έως 34 ετών. Μετά το 2019 αποφασίστηκε να σταματήσει η δημοσίευση των στοιχείων για τη μετανάστευση, αλλά οι αριθμοί συνεχίζουν να καλπάζουν. Σύμφωνα με έρευνες τα τελευταία δύο χρόνια, καθοριστικό ρόλο έχει παίξει η οικονομική κρίση – η απότομη πτώση της αγοραστικής δύναμης της τουρκικής λίρας έχει ωθήσει τους νέους ακαδημαϊκούς να αναζητήσουν το μέλλον τους στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος.

Το αίσθημα καταπίεσης και δίωξης ακαδημαϊκών και ερευνητών στα πανεπιστήμια λόγω της εκκαθαρίσεως, που ξεκίνησε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, απειλεί την ακαδημαϊκή ελευθερία και την προσωπική ελευθερία πολλών ανθρώπων. Καθηγητές και ερευνητές έχουν χάσει τις δουλειές τους, πολλές έρευνες έχασαν τον προϋπολογισμό τους και ορισμένα θέματα σπουδών απλώς απαγορεύτηκαν. Αν και η Τουρκία βρίσκεται φέτος στην 37η θέση στον δείκτη των καινοτόμων χωρών και οι προϋπολογισμοί έρευνας και ανάπτυξης υπολογίζονται πάνω από 4 δισεκατομμύρια δολάρια, περίπου το 70% του προϋπολογισμού προέρχεται από χρηματοοικονομικά ιδρύματα και επιχειρηματικές εταιρείες.

Είναι πλέον κοινή πεποίθηση ότι το χάσμα μεταξύ της πολιτικής που ασκεί ο Τούρκος Πρόεδρος και της νέας γενιάς είναι πλέον αγεφύρωτο με το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Αναπτύξεως να στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικώς στους ηλικιωμένους ψηφοφόρους, που είναι και οι μόνοι που ανταποκρίνονται στο αφήγημα Ερντογάν. Ένα αφήγημα που στηρίζεται στην οξεία πόλωση του εκλογικού σώματος μέσω της απειλής ενός μόνιμου εχθρού. Είτε πρόκειται για την Ελλάδα και την Κύπρο, είτε για την Γαλλία και τις ΗΠΑ, είτε για ολόκληρη την ΕΕ. Αυτό το παιχνίδι το γνωρίζει καλά ο έμπειρος Τούρκος Πρόεδρος και έχει ξεκινήσει να το χρησιμοποιεί ήδη από την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας. Στο στόχαστρο του βρέθηκε ήδη η Γαλλία και οι ΗΠΑ για την υποστήριξη που παρέχουν στην Ελλάδα. Μιλώντας σε εκδήλωση για τη νεολαία του κόμματός του, ο Ερντογάν κατήγγειλε ότι «ο Μακρόν είναι ανέντιμος και ασκεί ανέντιμη πολιτική. Πάει στην Ανατολική Μεσόγειο προσεγγίζει και συνάπτει σχέσεις με την Ελλάδα αγνοώντας την Τουρκία, ενώ με τη Ρωσία και με τον Πούτιν έχουμε έντιμη πολιτική και έντιμη σχέση μεταξύ μας». Όσον αφορά τις ΗΠΑ ανέφερε, «μας είχαν υποσχεθεί οι Αμερικανοί τα F-35, παρά την πληρωμή των 1,4 δισεκ. δολαρίων δεν μας τα έδωσαν, αφού δεν μας τα δίνετε θα υπάρχει κάποιο τίμημα» απείλησε. Προβοκάροντας ακόμα περισσότερο την Αμερική, προσκάλεσε μάλιστα το Ιράν να συμμετάσχει σε συνάντηση Τουρκίας, Ρωσίας και Συρίας, λέγοντας: «Μπορούμε να προσθέσουμε ακόμη και το Ιράν σε αυτό για την επίτευξη περιφερειακής ειρήνης», επεσήμανε χρησιμοποιώντας το γνωστό όπλο του εκβιασμού.

Ωστόσο, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο μεγαλύτερος αρωγός του Ερντογάν στις εκλογές δεν είναι τα επιτεύγματά του, ούτε και η τακτική του να εφευρίσκει παντού εχθρούς. Είναι η διχασμένη αντιπολίτευση, που ακόμη δεν έχει επιλέξει τον υποψήφιό της. Το "τραπέζι των έξι" από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δημοσίευσε τη Δευτέρα ένα προεκλογικό μανιφέστο με 75 κεφάλαια και 2.300 υποσχέσεις. Στο μανιφέστο αυτό δεν αναφέρονται ούτε οι Κούρδοι, ούτε και η μεσαία τάξη. Στο τρίτο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, το κουρδικό HDP, δεν επετράπη καν να συμμετάσχει. "Η συμμαχία κατά του Ερντογάν γίνεται μια συμμαχία που είναι καταδικασμένη να αποτύχει", παρατηρεί η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt. Επομένως δεν αποτελεί έκπληξη, ότι ο Ερντογάν κερδίζει ξανά έδαφος στις δημοσκοπήσεις.