Η Εκθετική Αύξηση του Κόστους των Πρώτων Υλών Υποσκάπτει το Μέλλον της Ηλιακής & Αιολικής Ενέργειας

Η Εκθετική Αύξηση του Κόστους των Πρώτων Υλών Υποσκάπτει το Μέλλον της Ηλιακής & Αιολικής Ενέργειας
του Αδάμ Αδαμόπουλου
Τετ, 19 Οκτωβρίου 2022 - 11:20

Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας κυριαρχούν ολοένα και περισσότερο στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Είναι χαρακτηριστικό ότι για σήμερα, Τετάρτη 19 Οκτωβρίου, οι ΑΠΕ κυριαρχούν με 33,8% με τα υπόλοιπα καύσιμα να έπονται (φυσικό αέριο 20,8%, λιγνίτης 10,8%, υδροηλεκτρικά 3,2% και εισαγωγές 26,4%). Στις 7 του μήνα, ημέρα Παρασκευή, η Ελλάδα κατέγραφε ένα ιστορικό ρεκόρ, καθώς η ανανεώσιμη ισχύς υπερκάλυψε για 5 ώρες την εγχώρια ζήτηση ηλεκτρικού ρεύματος. Και ενώ θα ανέμενε κανείς ότι όλα βαίνουν καλώς για την απρόσκοπτη και μαζική διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών στα ενεργειακά συστήματα των χωρών της Γηραιάς ηπείρου

το άλμα των τιμών της ενέργειας υποσκάπτει τα φιλόδοξα σχέδια για δημιουργία αξιόπιστης αλυσίδας εφοδιασμού χαμηλών εκπομπών CO2 και επικράτηση συνθηκών ουδετερότητας άνθρακα, καθώς οι κατασκευαστές ηλιακών συστημάτων και μπαταριών αποθήκευσης αντιμετωπίζουν ένα ολοένα και αυξανόμενο κόστος πρώτων υλών και υλικών.

Έρευνα της νορβηγικής Rystad Energy δείχνει ότι τουλάχιστον 35 GW ηλιακής ισχύος και περισσότερες από 2000 GWh παραγωγικής δυναμικότητας κυψελών μπαταριών κινδυνεύουν να τεθούν εκτός συστήματος, εκτός και εάν οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας επανέλθουν άμεσα σε «φυσιολογικά» επίπεδα. Ο ενεργοβόρος χαρακτήρας αυτών των διαδικασιών κατασκευής οδηγεί ορισμένους φορείς να κλείσουν προσωρινά ή και να εγκαταλείψουν τις εγκαταστάσεις παραγωγής, καθώς κλιμακώνεται το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Εάν οι τιμές δεν αντιστραφούν σύντομα, διακυβεύεται η επιτυχία των σχεδίων της Ε.Ε. να μειώσει την εξάρτηση από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, με την ενίσχυση της εγκατεστημένης δυναμικότητας παραγωγής από ΑΠΕ και τη χρήση ηλεκτρικών οχημάτων.

Όπως εξηγούν οι ειδικοί, οι υψηλές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, όχι μόνο αποτελούν σημαντική απειλή για τις ευρωπαϊκές πολιτικές απανθρακοποίησης της οικονομίας, αλλά θα μπορούσαν επίσης να επιφέρουν αυξημένη εξάρτηση από τις εισαγωγές, κάτι που οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών επιθυμούν να αποφύγουν. Η δημιουργία αξιόπιστης αλυσίδας εφοδιασμού, χαμηλών εκπομπών CO2, σε ενδοευρωπαϊκό επίπεδο, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να τηρηθούν οι στόχοι του REPowerEU.

Σημειώνουμε ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκαν σε πρωτοφανή επίπεδα τις τελευταίες εβδομάδες λόγω των απρογραμμάτιστων διακοπών λειτουργίας πυρηνικών και υδροηλεκτρικών σταθμών, της αυξημένης ζήτησης για ψύξη κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου, αλλά και των μειωμένων παραδόσεων φυσικού αερίου από την Ρωσία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μέσες χονδρεμπορικές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στην Γερμανία που θεωρείται ηγέτιδα δύναμη σε δυναμικότητα παραγωγής φωτοβολταϊκών και μπαταριών αποθήκευσης, υπερέβησαν τα 600 ευρώ/ MWh, και στην Γαλλία τα 700 ευρώ/ MWh.

Οι τιμές έχουν υποχωρήσει σημαντικά έκτοτε αν και εξακολουθούν να παραμένουν σε επίπεδα πολλαπλάσια εκείνων που ίσχυαν πριν από το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης -οι σημερινές τιμές στις ευρωπαϊκές αγορές επόμενης ημέρας (day- ahead prices) είναι για μεν την Γερμανία 168,45 ευρώ/MWh, την Γαλλία 159,01 ευρώ/MWh και την Ελλάδα 274,85 ευρώ/ MWh).

Παρόλο που η παραγωγική ικανότητα ηλιακής ενέργειας στην Ευρώπη είναι μικρή σε παγκόσμια κλίμακα, αφού αποτελεί μόλις το 2% της συνολικής παραγωγικής ικανότητας ηλεκτροπαραγωγής, εν τούτοις, τυχόν διαταραχή λειτουργίας, ή και εγκατάλειψη της κατασκευής νέων έργων, θα είχε σημαντικές μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες. Θυμίζουμε ότι η Ε.Ε. έχει θέσει ως στόχο τα 20GW παραγωγικής δυναμικότητας έως το 2025, με άλλα 35GW να έχουν προγραματιστεί να υλοποιηθούν. Ωστόσο, πολλά από αυτά δεν έχουν εξασφαλίσει χρηματοδότηση κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο να ματαιωθούν σε περίπτωση που διατηρηθούν οι υψηλές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας.

Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Ευρώπη αναμένεται να αντιμετωπίσει σοβαρή έλλειψη σε φυσικό αέριο για τα επόμενα χρόνια, η προσέλκυση χρηματοδότησης και επενδύσεων σε νέα έργα ηλιακής ενέργειας θα μπορούσε να επιβραδυνθεί σοβαρά.

Τα ίδια ισχύουν και στον τομέα της κατασκευής μπαταριών αποθήκευσης, που είναι ζωτικής σημασίας για τη διείσδυση της ηλεκτροκίνησης. Η Ε.Ε. διαθέτει σήμερα περίπου 550 GWh δυναμικότητας, που αντιπροσωπεύει το 27% της παγκόσμιας λειτουργικής δυναμικότητας. Τα έργα που έχουν ανακοινωθεί ή βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης αναμένεται να αυξήσουν αυτή τη δυναμικότητα, στις 2,7 TWh, και να αναδείξουν την Ευρώπη σε παγκόσμιο ηγέτη. Όλα τούτα όμως διακυβεύονται από την αδυναμία των αυτοκινητοβιομηχανιών και των εταιρειών παραγωγής μπαταριών αποθήκευσης, να προμηθεύονται συσσωρευτές made in Europe.

Ήδη μετατέθηκε για το 2025 η ολοκλήρωση κατασκευής του γιγαντιαίου εργοστασίου παραγωγής μπαταριών στο Blyth του Ηνωμένου Βασιλείου που σχεδιάστηκε για να ενισχύσει κατά 30 GWh τις κατασκευαστικές δυνατότητες της ηπείρου, εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης του ενεργειακού κόστους. Όλα τούτα σημαίνουν πως η Κίνα με τις απείρως χαμηλότερες τιμές της ενέργειας μπορεί να απειλήσει τα ευρωπαϊκά σχέδια για ταχύτερη διείσδυση της τεχνολογίας στην αγορά.

Σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίζουν όμως και τα αιολικά project εξαιτίας του υψηλού  κόστους των υλικών, στον απόηχο της διπλής κρίσης του Covid-19 και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Οι συνεχείς διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού και το υψηλό κόστος των ανεμογεννητριών αποτρέπουν τις εταιρείες να επενδύσουν στην αιολική ενέργεια, καθώς αναζητούν φθηνότερες εναλλακτικές λύσεις.  Καθώς οι τιμές του χάλυβα και άλλων “κρίσιμων” υλικών συνεχίζουν να αυξάνονται, τα ηλιακά και αιολικά πάρκα αποδεικνύονται πιο ακριβά στην κατασκευή τους σε σύγκριση με τις αρχικές εκτιμήσεις.

Μια πιθανή καθυστέρηση στα σχέδια ανάπτυξης της αιολικής ενέργειας θα μπορούσε να έχει σημαντικές συνέπειες, επειδή θεωρείται η κορυφαία ανανεώσιμη πηγή ενέργειας παγκοσμίως, μετά την υδροηλεκτρική που αναμένεται να υποστηρίξει την παγκόσμια μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις καθαρές πηγές.

Την τελευταία δεκαετία, το μέλλον της τεχνολογίας έμοιαζε δεδομένο. Οι εταιρείες ενέργειας, οι κυβερνήσεις και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις πόνταραν πάνω της, καθώς εξαπλωνόταν με ολοένα και ταχύτερο ρυθμό. Άρκεσαν όμως οι δευτερογενείς επιπτώσεις της πανδημίας και της εισβολής στην Ουκρανία για να υποσκάψουν αυτή τη βεβαιότητα, καθώς οι εταιρείες αντιπαλεύουν την αύξηση του κόστους των υλικών και τη μείωση της κερδοφορίας τους.