Καθώς αυξάνεται καθημερινά πλέον η τιμή του φυσικού αερίου, το πλήγμα που αναμένεται να δεχθεί το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της Ελλάδας, δηλ. το εμπορικό ισοζύγιο, θα είναι κατά πολύ ισχυρότερο από αυτό που προκάλεσαν οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και 1979

Να σημειώσουμε ότι την Τετάρτη το βράδυ η τιμή του μηνιαίου συμβολαίου στο TTF της Ολλανδίας, που αποτελεί το ευρωπαϊκό benchmark, ξεπέρασε το ψυχολογικό φράγμα των €300/MWh, και χθες (25/8) κινείτο στην περιοχή των €315-€320 την μεγαβατώρα. Δηλαδή μιλάμε για τριπλασιασμό της τιμής μέσα σε 10 εβδομάδες και 15πλασιασμό μέσα σε ένα χρόνο!

Αυτή είναι μια πρωτόγνωρη κατάσταση, αποτέλεσμα του ενεργειακού πολέμου που έχει κηρύξει η Ρωσία κατά της Ευρώπης, εργαλειοποιώντας πολύ αποτελεσματικά το φυσικό αέριο και αυξομειώνοντας κατά το δοκούν την ροή του προς την Γερμανία και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ένας πόλεμος, που μαίνεται παράλληλα με αυτόν που διεξάγεται στο πεδίο στην Ουκρανία, όπου η Ρωσία χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό και μη μέσο για να επιφέρει οικονομικά πλήγματα κατά της Ευρώπης, αποβλέποντας στην πλήρη αποδιοργάνωση της ενεργειακής αγοράς και εν τέλει στην πολιτική αποσταθεροποίηση των ευρωπαϊκών χωρών.

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Capital Economics, το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της Ελλάδας για το 2022 πρόκειται να «αυξηθεί κατά 4,3% του ΑΕΠ τουλάχιστον», όταν το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας ανήλθε το 2021 στο -5.9% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Εάν υποθέσουμε ότι το έλλειμα εφέτος θα συγκρατηθεί στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, και μάλιστα βελτιωθεί ελαφρώς λόγω των πολύ καλών τουριστικών εσόδων, μιλάμε για ένα συνολικό έλλειμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών λόγω υψηλών τιμών ενέργειας που εύκολα μπορεί να φθάσει η και να ξεπεράσει το 10% !

Η μόνη παρηγοριά είναι ότι και άλλα κράτη θα βρεθούν στην ίδια δυσχερή θέση. Για να υπολογίσει το μέγεθος του σοκ στο εμπορικό ισοζύγιο που θα προκύψει από το άλμα των τιμών της ενέργειας, ο οίκος λαμβάνει υπόψη τις ποσότητες πετρελαίου, φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού που εισάγει η Ελλάδα. Εκτός δε από τις υψηλές τιμές αερίου, τα μεγέθη του εμπορικού ισοζυγίου επηρεάζονται από τις επίσης υψηλές τιμές πετρελαίου, όπου μέχρι στιγμής το 2022 διαμορφώνονται στα $106 το βαρέλι για το Brent.

Η ανάλυση της Capital Economics επικεντρώνεται σε επτά χώρες της Ευρωζώνης - Γαλλία, Ολλανδία, Αυστρία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία - συν τις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο, λαμβάνοντας ως υπόθεση ότι η μέση τιμή αερίου για το τρέχον έτος θα διαμορφωθεί στα €200/ΜWh. Η έκθεση του εν λόγω οίκου καταλήγει παρατηρώντας ότι Ελλάδα και Ιταλία θα βιώσουν πολύ ισχυρότερους κλυδωνισμούς στην οικονομία τους σε σχέση με το 1973 και 1979. Με την υπόθεση για τις τιμές αερίου να έχει ήδη ξεπερασθεί από τις εξελίξεις, οι προειδοποιήσεις της Capital Economics κάθε άλλο παρά υπερβολικές μπορεί να θεωρηθούν.

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι το μέγεθος του σοκ στο εμπορικό ισοζύγιο από τις πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και 1979 κυμαινόταν μεταξύ 1.6% και 2.8% του ΑΕΠ στις χώρες που εξετάζονται. Σήμερα, λόγω των υψηλών τιμών της ενέργειας και ιδιαίτερα του φυσικού αερίου, τα ανωτέρω μεγέθη στις περισσότερες περιπτώσεις θα είναι διπλάσια ή και τριπλάσια. Σε ό,τι αφορά την τρέχουσα κατάσταση, η Γαλλία εμφανίζεται ως η χώρα της ευρωζώνης που θα αντιμετωπίσει τις μικρότερες επιπτώσεις στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών (1.9% του ΑΕΠ) και η Ιταλία τις μεγαλύτερες (4.4%).

Η Capital Economics υπογραμμίζει πάντως ότι, καθώς η τιμή του αερίου έχει αυξηθεί δραματικά και είναι άγνωστο πώς θα εξελιχθεί η όλη κατάσταση, είναι πολύ πιθανό οι εκτιμήσεις της να υποτιμούν σημαντικά το μέγεθος του σοκ στο εμπορικό ισοζύγιο. Τέλος, με τη σουρεαλιστική κατάσταση που επικρατεί πλέον στην ευρωπαϊκή αγορά αερίου είναι λογικό και επόμενο ότι θα υπάρξουν οδυνηρές επιπτώσεις στην οικονομία, με τον πληθωρισμό να τρέχει πάνω από το 10% και την δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης πολύ γρήγορα να εκτονώνεται. Με τα αυξημένα έσοδα από τον τουρισμό εφέτος να παραμένει η μόνη ελπίδα ότι το απρόσμενο ενεργειακό πλήγμα θα καταστεί πιο διαχειρίσιμο ενόψει της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης να συνεχίσει το πρόγραμμα επιδοτήσεων των λογαριασμών ενέργειας των φορολογουμένων.