Δεν είναι απλά ένας παλαίμαχος ευρω-γραφειοκράτης που ανεδείχθη σε πρωθυπουργό της χώρας του μετά την «αποστρατεία» του. Τόσο με το σχέδιο ειρήνευσης για την Ουκρανία, που κατέθεσε στον ΟΗΕ, όσο και με την πιο πρόσφατη πρότασή του για σύσταση ενός αντι-OPEC (βλ. εδώ), που θα λειτουργεί ως ένα καρτέλ καταναλωτών πετρελαίου ώστε να συγκρατηθούν οι τιμές, ο Μάριο Ντράγκι δείχνει πως είναι «κάτι περισσότερο»

Σήμερα, που η ΕΕ μοιάζει να συνθλίβεται στις συμπληγάδες του ευρωατλαντισμού και της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία, με τις παραπάνω κινήσεις του ο Ντράγκι επιδιώκει να διασώσει όχι μόνο τον αυτόνομο ρόλο της Ευρώπης αλλά και αυτή την ίδια την στοιχειώδη της ευημερία, που σήμερα απειλείται θανάσιμα. Το σχέδιό του για την Ουκρανία απερρίφθη ουσιαστικά και από τις δύο πλευρές. Είναι άγνωστο ακόμη τι ευήκοα ώτα θα βρει η πρόταση για καρτέλ καταναλωτών πετρελαίου. Πάντως, η δραστηριότητά του - τωρινή ή μελλοντική - έχει κάποιο αποτέλεσμα, ο Ντράγκι ίσως να συγκαταλεχθεί στο μέλλον στις πιο σημαντικές προσωπικότητες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, μόνο και μόνο γιατί θα έχει συμβάλει στη διάσωσή της - ή, έστω, της αξιοπρέπειάς της. Αναμένουμε τη συνέχεια…

Ιταλός οικονομολόγος, ο Μάριο Ντράγκι διετέλεσε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2011-2019), ενώ από τις 13 Φεβρουαρίου 2021 είναι πρωθυπουργός της Ιταλίας.

Ο Μάριο Ντράγκι (Mario Draghi) γεννήθηκε στη Ρώμη στις 3 Σεπτεμβρίου 1947. Ο πατέρας του, Κάρλο Ντράγκι, ήταν στέλεχος της Τράπεζας της Ιταλίας και η μητέρα του, Τζίλντα Μαντσίνι, φαρμακοποιός. Όπως μάς πληροφορεί το sansimera.gr, το επώνυμό του στα ελληνικά σημαίνει «δράκος» (drago, γεν. draghi).

Ο Ντράγκι έχασε τους γονείς του σε νεαρή ηλικία και μεγάλωσε με την αδελφή του πατέρα του που ήταν καλόγρια, μαζί με τα άλλα δύο αδέλφια του.

Φοίτησε σε σχολείο Ιησουϊτών και σπούδασε οικονομικά στο ονομαστό Πανεπιστήμιο της Ρώμης «Λα Σαπιέντσα». Το 1976 έλαβε το διδακτορικό του από το φημισμένο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), υπό την καθοδήγηση του νομπελίστα συμπατριώτη του Φράνκο Μοντιλιάνι. Παράλληλα, εργάστηκε ως βοηθός ερευνών και ειδικός επιστήμονας στο ΜΙΤ, μαζί με τον πρώην πρωθυπουργό της Ελλάδας, Λουκά Παπαδήμο.

Από το 1984 έως το 1991 εργάστηκε στην Παγκόσμια Τράπεζα και στη συνέχεια έως το 2001 υπήρξε ανώτατο στέλεχος του Υπουργείο Οικονομικών της Ιταλίας. Ως γενικός γραμματέας του υπουργείου συνεισέφερε στην τιθάσευση του πληθωρισμού, που μάστιζε πάντα την Ιταλία. Από το 2002 έως το 2005 εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα και συγκεκριμένα στην αμερικανική επενδυτική τράπεζα Γκόλντμαν Σακς (Goldman Sacks).

Τον Δεκέμβριο του 2005 έγινε διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας και από εκεί πέρασε στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την 1η Νοεμβρίου 2011, διαδεχόμενος τον γάλλο Ζαν-Κλοντ Τρισέ. Οι Γερμανοί αρχικά ήταν δύσπιστοι με την επιλογή του. «Για τους Ιταλούς ο πληθωρισμός είναι τρόπος ζωής, όπως η σάλτσα ντομάτα στα μακαρόνια» έγραφε η Bild, δυσπιστώντας για την εκλογή του. Όμως, ο «Σούπερ Μάριο», όπως τον αποκαλούν, φρόντισε να τους διαψεύσει. Με το αυστηρό του ύφος και την παροιμιώδη αυτοπεποίθησή του έχει κατορθώσει να εμπνεύσει την εμπιστοσύνη στην Ευρωζώνη.

Οι επικριτές του τον κατηγορούν ότι ανήκει στο παγκόσμιο τραπεζικό ιερατείο, ως πρώην στέλεχος της Goldman Sachs και επίλεκτο μέλος της «Ομάδας των 30» (Group of Thirty), που ίδρυσε η οικογένεια Ροκφέλερ το 1978. Σύμφωνα με το ιταλικό περιοδικό «L' Espresso», ο Ντράγκι αυτοπροσδιορίζεται πολιτικά ως φιλελεύθερος σοσιαλιστής και δεν εντάσσει τον εαυτό του ούτε στη Δεξιά, ούτε στην Αριστερά. Ως πρόεδρος της ΕΚΤ συμμετείχε ενεργά στην ελληνική κρίση και στη σύνταξη και παρακολούθηση των μνημονίων ως το ⅓ της παλιάς τρόικας ή το ¼ του μετέπειτα κουαρτέτου.

Την 1η Νοεμβρίου 2019 παρέδωσε τα κλειδιά της ΕΚΤ στην διάδοχό του Κριστίν Λαγκάρντ. Στις 13 Φεβρουαρίου 2021, ο «Σούπερ Μάριο» ανέλαβε την διακυβέρνηση της Ιταλίας,εν μέσω της πανδημίας του covid-19, που έπληξε με ιδιαίτερη σφοδρότητα τόσο υγειονομικά όσο και οικονομικά την Ιταλία. Στο νέο κυβερνητικό σχήμα με πρωθυπουργό τον Μάριο Ντράγκι συμμετείχαν 23 υπουργοί, εκ των οποίων οκτώ μάνατζερ και τεχνοκράτες και 15 στελέχη των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.