Η κυβέρνηση μέσα στο πανικό της μπροστά στην αναταραχή στις αγορές ενέργειας καταργεί την αγορά ηλεκτρισμού και γυρίζει τον κλάδο 22 χρόνια πίσω. Με μια πατερναλιστική λογική που είναι μοναδική μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ, πέραν των υπέρογκων επιδοτήσεων στην κατανάλωση (που γίνεται όπως έχουμε εξηγήσει σε προηγούμενα σημειώματα με λάθος τρόπο) αποφάσισε να φορολογήσει με συντελεστή δήμευσης τα υποτιθέμενα “υπερκέρδη” των επιχειρήσεων του κλάδου

Γιατί τα απέκτησαν χωρίς να προσπαθήσουν – είναι “ουρανοκατέβατα”. Λειτουργώντας σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, όπως είναι χαρακτηριστικό κάθε δημοκρατικής κυβέρνησης αλλά υπερβάλοντας κατά την γνώμη μας, αποφάσισε να “πετάξει το μωρό μαζί με τα απόνερα”.

Αυτό το κάνει σε δύο στάδια. Επιβάλει σε πρώτο στάδιο τον φόρο αναδρομικά (από τον Οκτώβριο του 21 μέχρι τον Ιούνιο του 22). Σε δεύτερο χρόνο προγραμματίζει από 1 Ιουλίου του 2022 να καταργήσει στην πράξη την χονδρική αγορά στην χώρα  μετατρέποντας τον φόρο σε δήμευση των κερδών πριν αυτά υπάρξουν. Η διαδικασία της αναδρομικής φορολόγησης έχει φθάσει στα όρια της γελιοποίησης γιατί κανείς δεν ξέρει ακριβώς ποια και πόσα είναι – αν και το 80% φαίνεται ότι αναλογεί στην Κρατική Επιχείρηση Ηλεκτρισμού την γνωστή και ως ΔΕΗ. Το επόμενο βήμα, η κατάργηση της αγοράς από 1/7 βρίσκεται την στιγμή που γράφεται το παρόν σε διαδικασία έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η σχολιασμός θα επικεντρωθεί στον μελλοντικό σχεδιασμό και όχι στην αναδρομική φορολόγηση γιατί η δεύτερη δεν αντέχει σοβαρή κριτική – στο μέλλον θα την θυμόμαστε ως ανέκδοτο*.

Υπάρχουν λοιπόν υπερκέρδη που προβλέπεται να έχουν οι παραγωγοί ρεύματος από 1η Ιουλίου και μετά; Η κυβέρνηση (και οι σύμβουλοί της) λένε “ναι”. Είναι η διαφορά ανάμεσα στην οριακή τιμή και το μεταβλητό τους κόστος. Η οριακή τιμή (που καθορίζεται από την ακριβότερη μονάδα που στην περίοδο αυτή είναι του φυσικού αερίου) είναι τα 240 ευρώ/μεγαβατώρα και η λιγνιτική μονάδα έχει μεταβλητό κόστος 140 ευρώ. Άρα ο ιδιοκτήτης της λιγνιτικής μονάδας έχει “υπερκέρδος” 100 ευρώ την μεγαβατώρα αν αμειφθεί σύμφωνα με την υπάρχουσα διαδικασία στην αγορά. Με το νέο σύστημα αυτό εκμηδενίζεται. Ο λιγνιτικός παραγωγός παίρνει μόνο τα 140 ευρώ. Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα για τον ιδιοκτήτη των Υδροηλεκτρικών σταθμών (και των ΑΠΕ που αμείβονται από την αγορά- για σκεφτείτε και αυτούς τους καημένους που έχουν μεταβλητό κόστος σχεδόν μηδενικό!!). Αντίθετα για τους παραγωγούς με φυσικό αέριο το πρόβλημα είναι πολύ μικρότερο γιατί το μεταβλητό τους κόστος απέχει ελάχιστα από την οριακή τιμή (αφού στην πράξη την καθορίζει)**.

Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι το “θύμα” της νέας διαδικασίας είναι σε συντριπτικό ποσοστό η Κρατική Επιχείρηση Ηλεκτρισμού και πολύ λιγότερο οι ιδιώτες ιδιοκτήτες των σταθμών παραγωγής με φυσικό αέριο. Αυτό ίσως έχει πολιτική σημασία, αλλά εδώ πρέπει να απαντηθεί το θεμελιώδες ερώτημα. Είναι αυτά “υπερκέρδη”; Όχι μόνο δεν είναι “υπερκέρδη” αλλά ο σωστός ορισμός τους είναι “συνεισφορά στα σταθερά κόστη και την απόδοση κεφαλαίου”. Καμία επιχείρηση δεν μπορεί να επιβιώσει για πολύ αν πουλά στο μεταβλητό της κόστος. Χρειάζεται συνεισφορά στα σταθερά της έξοδα (για την ΚΕΗ για παράδειγμα τις αποσβέσεις γύρω τα 650 εκατομμύρια ετησίως, τους τόκους των δανείων 200 εκατομμύρια ευρώ αλλά και την μισθοδοσία 730 εκατομμύρια). Και καμία δεν θα επενδύσει αν δεν έχει επαρκή απόδοση κεφαλαίου. Χωρίς τα επονομαζόμενα “υπερκέρδη” οι επιχειρήσεις δεν ζουν για πολύ – ακόμα και αν αυτές είναι κρατικές. Γιατί (εκτός του ότι έχουν ιδιώτες μετόχους) αν επιβιώσουν αυτό θα γίνει εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Δεν είναι τυχαίο ότι η μετοχή της ΚΕΗ έχει χάσει το 35% της αξίας της από τον Νοέμβριο που έγινε η πρόσφατη αύξηση κεφαλαίου. Την στιγμή που γράφεται το παρόν η χρηματιστηριακή αξία της ΚΕΗ (2,4 δισ. ευρώ) είναι μικρότερη από τα διαθέσιμα στο ταμείο της στις 31/12/21 (2,8 δισ. ευρώ). Οι επενδυτές μετάνιωσαν και θέλουν τα λεφτά τους πίσω.

Αυτό που κάνει συνεπώς η κυβέρνηση δημεύοντας τα υποτιθέμενα “υπερκέρδη” της ΚΕΗ είναι η αντιστροφή της πολιτικής στήριξης μιας από τις μεγαλύτερες επενδύσεις στην χώρα. Πως θα κάνουμε τώρα το Φωτοβολταϊκό στο Κόσοβο και τις ανεμογεννήτριες στο Τέξας; Στον πανικό της για να αντιμετωπίσει ένα πολιτικό πρόβλημα υπονομεύει το μέλλον (Αλλά και το παρόν. Μηδενίζει το κίνητρο της ΚΕΗ να παράγει με λιγνίτη και Υδροηλεκτρικά στρεβλώνοντας τον ανταγωνισμό εις βάρος της και εις βάρος των καταναλωτών)

Για γίνει κατανοητό το πόσο αντιφατική είναι αυτή η πολιτική και ποιους κινδύνους δημιουργεί για το μέλλον αρκεί κανείς να σκεφτεί ότι οι σύμβουλοι που (σύμφωνα με τον Τύπο) έπεισαν την κυβέρνηση να καταργήσει την αγορά είναι αυτοί που την σχεδίασαν πριν 20 χρόνια και ανησυχούν εδώ και καιρό για έλλειμα χρημάτων (the missing money). Δηλαδή την έλλειψη κινήτρων (δηλαδή αμοιβών για τους παραγωγούς αρκετά υψηλότερη από το μεταβλητό τους κόστος) στην αγορά για επενδύσεις σε δυναμικότητα του συστήματος. Αν υπήρχε πρόβλημα με το missing money, με τις σημερινές προτάσεις τους θα έχουμε non existent money, – καθόλου λεφτά – για όσο τουλάχιστον η αγορά δεν λειτουργεί.

Αυτό μας φέρνει στο επόμενο ερώτημα. Τι σημαίνει ακριβώς “ουρανοκατέβατα κέρδη”; Γίνεται τρομοκρατική επίθεση σε ανταγωνιστική χώρα και περισσότεροι του αναμενομένου τουρίστες επιλέγουν την Ελλάδα. Οι επιχειρηματίες του κλάδου έχουν αύξηση τζίρου και ίσως κερδών. Γίνεται πόλεμος στην Ουκρανία – κλείνουν διυλιστήρια εκεί και τα ελληνικά ευνοούνται. Με ποια λογική πρέπει να δημευθούν τα – μη αναμενόμενα υπό κανονικές συνθήκες – κέρδη τους; Οι επιχειρήσεις δεν έχουν χρονικό ορίζοντα τις επόμενες εκλογές. Ειδικά για επενδύσεις σε υποδομές ηλεκτροπαραγωγής είναι της τάξεως των 15 έως 20 χρόνων. Στο διάστημα αυτό θα υπάρξουν από εξωγενείς παράγοντες “ουρανοκατέβατα” κέρδη αλλά και “ουρανοκατέβατες” ζημίες. Με ποια λογική το κράτος δημεύει τα κέρδη***; (ίσως η μόνη λογική είναι αυτή της αναμενόμενης ανταπόδοσης. Θα επιδοτήσει και τις ζημιές, ή κάτι θα κάνει τέλος πάντων- η ιστορία της ελληνικής αγοράς ενέργειας βρίθει “διευκολύνσεων”).

Ποια είναι λοιπόν η λύση; Η επιδότηση της κατανάλωσης με ίσο ποσό για κάθε οικογένεια. Και μόνο αυτό. Είναι η πιο δίκαιη και αποτελεσματική λύση. Με την κατάργηση όλων των επιβαρύνσεων στους λογαριασμούς για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής (συμπεριλαμβανομένου του ΕΤΜΕΑΡ) όπως γίνεται μέχρι σήμερα. Και αν χρειαστεί επιπλέον επιδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό. Και όχι από την de facto κατάργηση της χονδρικής.

Ποιο είναι το πρόβλημα στην ρίζα του; Ότι το πολιτικό σύστημα μιας χώρας από τις φτωχότερες της Ευρώπης αποδεικνύεται ότι παράγει πολιτικές που τείνουν να μεγαλώσουν παρά να μειώσουν το χάσμα από τις πλουσιότερες. Παρ’ όλο που έχει το πλεονέκτημα να μαθαίνει τόσο από τις επιτυχίες όσο και τις αποτυχίες τους. Κακός οιωνός για το μέλλον.

Σημειώσεις

* Το ανέκδοτο είναι ότι, οι καθετοποιημένες εταιρείες στην προσπάθεια τους να μειώσουν την φορολογική υποχρέωση, μεγεθύνουν τις ζημίες τους στην λιανική – στοιχειοθετώντας έτσι πέραν κάθε αμφιβολίας πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού.

** Θα μπορούσε η κυβέρνηση να αλλάξει απλώς τον κανόνα στην αγορά και να αμείβονται οι παραγωγοί με το μεταβλητό τους κόστος με βάση μόνο τις δικές τους προσφορές; Ίσως αλλά τότε οι παραγωγοί θα είχαν κίνητρο να προσπαθήσουν να μαντέψουν την οριακή τιμή και να προσαρμόσουν τις προσφορές στους σε αυτήν. Όχι μόνο άνθρακες ο θησαυρός. αλλά και ισχυρό κίνητρο για μεταξύ τους συνεννόηση. Η οποία συνεννόηση θεσμοθετείται στην πράξη με την νέα διαδικασία διοικητικού καθορισμού του μεταβλητού κόστους (προβλέπεται να διασκεδάσουμε μέχρι να φθάσουμε στην ισορροπία!). Οι Βρετανοί είχαν την εντύπωση ότι με το να εμπιστευθούν τους “παίκτες” να είναι ειλικρινείς στις  προσφορές τους (το “pay as you bid”) θα διόρθωναν την δική τους αγορά πριν 20 χρόνια – με την ΝΕΤΑ. Αυτό απεδείχθη λάθος.

*** Μήπως όμως η αναδρομική φορολόγηση έχει κάποια πλεονεκτήματα; Οι Βρετανοί που ομολογουμένως είναι πρωτοπόροι στις καινοτομίες με καλά και κακά αποτελέσματα, επέβαλαν τέτοιο φόρο (με την νέα κυβέρνηση Blair – Brown τότε) στα “υπερκέρδη” των εταιριών διανομής ηλεκτρισμού που είχαν ιδιωτικοποιηθεί πριν δέκα χρόνια επί Θάτσερ. Η αναδρομική φορολόγηση είναι σύμφωνα με την συμβατική οικονομική ανάλυση αποτελεσματική γιατί δεν στρεβλώνει τα κίνητρα των οικονομικών παραγόντων – δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για αυτή. Είναι “sunk cost”. Με την προϋπόθεση ότι είναι πιστευτό ότι είναι εφάπαξ και δεν πρόκειται να επαναληφθεί χωρίς σημαντικό λόγο. Ειδικά στην Μ Βρετανία η δικαιολόγηση του “windfall tax” ήταν ότι τα υπερκέρδη οφείλονταν σε …λάθος υπολογισμό της προηγούμενης κυβέρνησης που υποεκτίμησε τα αναμενόμενα κέρδη των εταιρειών διανομής κατά πολύ (ή έκανε λάθος στον σχεδιασμό του ρυθμιστικού πλαισίου). Επειδή η νέα κυβέρνηση (και όλες οι επόμενες ) δεν θα είχαν την ευκαιρία να κάνουν το ίδιο λάθος, η δικαιολογία έγινε πιστευτή και η φορολόγηση είχε ευρεία θετική αποδοχή. Άλλωστε οι περισσότεροι από τους μετόχους που πλήρωσαν τον φόρο ήταν Αμερικανοί. Αν υπάρξει παρόμοιο πρόβλημα στη χώρα μας – πράγμα  που απευχόμαστε – οι μέτοχοι θα είναι Αυστραλοί.

(από allazorevma.gr)