Η ευρύτερη Μέση Ανατολή βρίσκεται σε περίοδο ανακατατάξεων. Πρόκειται για μια παρατεταμένη φάση αλλαγών και ανατροπών που ξεκίνησε με την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ, συνεχίστηκε με τη στροφή των ΗΠΑ προς την Ασία και κορυφώθηκε με το ξέσπασμα των αραβικών εξεγέρσεων, που υποστηρίχθηκε από την κυβέρνηση Ομπάμα. Στον απόηχο αυτών, και αφού μεσολάβησε η συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα,

 

γεγονός που επέτεινε την ήδη συνεχώς αυξανόμενη δυσπιστία των περισσότερων αραβικών ηγεσιών για την Ουάσιγκτον, προέκυψε η αντιπαράθεση ανάμεσα στο Κατάρ και στις υπόλοιπες μοναρχίες του Κόλπου, που τερματίστηκε μετά την αναγνώριση του Ισραήλ από Μπαχρέιν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σουδάν και Μαρόκο.

Την τελευταία εξέλιξη την πιστώνεται η κυβέρνηση Τραμπ, όπως άλλωστε ευμενώς δεκτή από τους παραδοσιακούς εταίρους των ΗΠΑ στην περιοχή έγινε και η αποχώρησή τους από τη συμφωνία με την Τεχεράνη. Ενώ η δυναμική της προσέγγισης Ισραήλ – αραβικών κρατών συνεχίζεται, οι ηγεσίες τους προβληματίζονται με την προσπάθεια εξεύρεσης κοινού παρονομαστή ανάμεσα σε Αμερικανούς και Ιρανούς. Ετσι και αλλιώς, η θέση της Ουάσιγκτον είναι εμφανώς εξασθενημένη, ακόμη και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όπου Αραβες και Ισραηλινοί τηρούν στάση αναμονής και ουδετερότητας. Αυτή εξηγείται εν μέρει από την αγωνία τους για την εκτόξευση των τιμών σε βασικά αγαθά και τον φόβο πως αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε κοινωνικές αναταράξεις, όπως και από την ισχυροποίηση των θέσεων της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή –είτε μέσω αμυντικών συμφωνιών είτε μέσω Συρίας–, αλλά στη βάση της έχει την αποστασιοποίησή τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις πολιτικές τους. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι ηγέτες των κρατών του Κόλπου απέφυγαν ακόμη και να συνομιλήσουν με τον πρόεδρο Μπάιντεν και τον περιοδεύοντα στην περιοχή υπουργό Εξωτερικών Μπλίνκεν, ενώ το Ισραήλ επιχείρησε για πρώτη φορά στην ιστορία του να αναπτύξει ρόλο διαμεσολαβητή. Ανεξάρτητα από τους τακτικούς υπολογισμούς (ρωσικό στοιχείο εντός Ισραήλ και κατανόηση OPEC με Μόσχα), η εδραιωμένη άποψη ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε αποδρομή από την περιοχή κλονίζει περαιτέρω την εμπιστοσύνη προς αυτές. Ομως, υπάρχει και κάτι βαθύτερο: οι περιφερειακοί δρώντες έχουν συσσωρεύσει οργή και απογοήτευση από τα λάθη των Αμερικανών της τελευταίας 20ετίας, ανησυχούν μετά την άγαρμπη φυγή από το Αφγανιστάν και εκτιμούν ότι πορευόμαστε προς έναν μεταδυτικό κόσμο, οπότε δεν επιθυμούν να ταυτιστούν με δυνάμεις που ακολουθούν καθοδική πορεία, διατηρώντας περισσότερες επιλογές στο τραπέζι.

Παρόμοια είναι η αντίληψη της τουρκικής ηγεσίας. Η Αγκυρα διαφημίζει κυρίως προς τις χώρες της Ανατολής τον μεγάλο βαθμό αυτονομίας στις αποφάσεις της (π.χ. μη συμμετοχή στις κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας, συμπλήρωση δρομολογίων αεροπορικών πτήσεων από και προς τη Ρωσία, πρόθεση φιλοξενίας Ρώσων ολιγαρχών) και μάλιστα ερμηνεύει αυτή τη συνθήκη ως μετεξέλιξή της σε παγκόσμια δύναμη. Ταυτόχρονα, ακολουθώντας τη γενικότερη τάση εξομάλυνσης, κλείνει ένα ένα τα μέτωπα με αραβικές χώρες και Ισραήλ, αν και η αλαζονική διάθεση του Ερντογάν καθώς και οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει στο παρελθόν τον εμποδίζουν απ’ το να κινηθεί με την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα που επιθυμεί. Ας κρατήσουμε, πάντως, ότι αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά ένας χαμαιλέοντας. Οταν δυσκολεύουν τα πράγματα για αυτόν, βάζει σε δεύτερη μοίρα ιδεολογία και θρησκεία. Σε αυτό το σημείο εντοπίζονται εμπόδια: η πολωτική και συχνά ακραία ρητορική του Ερντογάν, η ριζοσπαστικοποίηση μέρους της τουρκικής κοινωνίας και το εγχείρημα εγκαθίδρυσής της ως χώρας-προστάτη σουνιτών μουσουλμάνων και Αράβων, παγίωσε ένα κλίμα δυσπιστίας έναντί του. Το μεν Ισραήλ επειδή τον είχε δαιμονοποιήσει ώστε ο λόγος του να έχει απήχηση στους Αραβες, οι δε αραβικές ηγεσίες είχαν θορυβηθεί από την αξιοσημείωτη απήχηση του Τούρκου προέδρου στους πολίτες τους. Τώρα βέβαια που ο Ερντογάν επιχειρεί στροφή 180 μοιρών, οι μεν Αραβες τον βλέπουν ως έναν ακόμη ηγέτη που συμβιβάζεται με το Ισραήλ (γι’ αυτό προσπαθεί να ισορροπήσει για να μην απολέσει το ακροατήριό του), οι δε αρχηγοί κρατών ναι μεν ικανοποιούνται, μιας και είναι πλέον περισσότερο συνεννοήσιμος, αλλά δεν μπορούν ακόμη να τον εμπιστευθούν.

Η τουρκική ηγεσία, διαπιστώνοντας την αποδυνάμωση πολλών εκ των μουσουλμανικών αδελφοτήτων εντός του αραβικού κόσμου με τις οποίες είχε συνδεθεί οργανικά, σπεύδει να λάβει τις αποστάσεις της για να «απελευθερωθεί» από αυτές προκειμένου να προσεγγίσει τους Αραβες ηγέτες. Εχει δώσει δείγματα γραφής με την απέλαση ηγετών των Αιγυπτίων Αδελφών Μουσουλμάνων, τη διακοπή λειτουργίας γραφείων τους στην Τουρκία, όπως και με τη μεταφορά της δίκης για την υπόθεση Κασόγκι στη Σαουδική Αραβία. Ορισμένα κράτη, όπως τα ΗΑΕ, έχουν αντιδράσει θετικά, υποβοηθώντας την Τουρκία όχι μόνο οικονομικά αλλά ακόμη και ανοίγοντάς της κανάλι με τους Κούρδους της Συρίας, κάποια άλλα είναι εμφανώς πιο επιφυλακτικά, όπως η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος, αναμένοντας να διαπιστώσουν αν η μεταμόρφωση Ερντογάν είναι πρόσκαιρη ή σταθερή επιλογή. Είναι πρόδηλο, πάντως, ότι η Αγκυρα επιχειρεί (τουλάχιστον σε επίπεδο εικόνας) να καταστεί μέρος της λύσης προβλημάτων αντί της διαιώνισής τους, προσεγγίζοντας ακόμη και τον Ασαντ, κάτι που θα θελήσει να εξαργυρώσει στη συνέχεια. Μην αποκλείσουμε λοιπόν να προτείνει λύσεις στην Ανατολική Μεσόγειο με επίκεντρο την ενέργεια, τώρα που η ασφάλεια τροφοδοσίας της Ε.Ε. έχει καταστεί προτεραιότητα.

 

(το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 26/4/2022)

 

* Λίγα λόγια για τον Δρ. Κωνσταντίνο Φίλη,  διευθυντή IGA και αναπληρωτή καθηγητή του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

Ο Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι ειδικός σε θέματα που αφορούν στο χώρο της Ρωσίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και στρατηγικός αναλυτής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας. Κατέχει Πτυχίο Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας, Μεταπτυχιακό στην Παγκόσμια Διακυβέρνηση και Διδακτορικό στη διαμόρφωση και άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, με έμφαση στη ρωσική κατά την πρώτη περίοδο Putin (2000-2004). Έχει διατελέσει Διευθυντής για θέματα Ρωσίας του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) του Παντείου Πανεπιστημίου και από το Νοέμβριο του 2004 ορίστηκε Επικεφαλής του Κέντρου Ρωσίας και Ευρασίας του ΙΔΙΣ, το οποίο μετονομάστηκε σε Κέντρο Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης τον Σεπτέμβριο του 2008.

Εξελέγη Ανώτερο Συνεργαζόμενο Μέλος (SAM) στο St. Antony’s College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (2007-2009) και παράλληλα υπήρξε Μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου του Ερευνητικού Ινστιτούτου Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών Σπουδών. Εν συνεχεία, αναλαμβάνει ερευνητής στο Κέντρο Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης (SEESOX) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (2008 – 2010). Σε αυτό το διάστημα ολοκληρώνει κύκλο αναλύσεων και διαλέξεων, με έμφαση στο ρόλο της Ρωσίας στην ΝΑ Ευρώπη, καθώς και γύρω από ζητήματα γεωπολιτικής της ενέργειας. Ενδιάμεσα τοποθετείται Επιστημονικός Διευθυντής στο Ινστιτούτο Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών (2009-2010).

Τον Ιούλιο του 2012 διορίστηκε από το ΔΣ του ΙΔΙΣ, Διευθυντής Ερευνητικών Προγραμμάτων του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Πάντειου Πανεπιστημίου. Διετέλεσε υπεύθυνος του προγράμματος Jean Monnet για την Εξωτερική Πολιτική της Ε.Ε. (2013 – 2014), Διευθυντής Ομάδας Διoίκησης Έργου του Υπουργείου Ενέργειας με έμφαση στην ενεργειακή διπλωματία (2013-2015) αλλά και μέλος ομάδας εργασίας του ΚΕΜΕΑ, επιφορτισμένης με την ανάλυση κινδύνων ριζοσαπστικοποίησης για την εθνική ασφάλεια.

Έχει συνεργαστεί με δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, καθώς και πολυεθνικές εταιρείες. Είναι διαλέκτης της Σχολής Διοίκησης Επιτελών Πολεμικού Ναυτικού, διδάσκει σε μεταπτυχιακά προγράμματα πανεπιστημίων και είναι μέλος του Ελληνοτουρκικού Φόρουμ καθώς και του Ελληνορωσικού Συνδέσμου.

Έχει σειρά επιστημονικών δημοσιεύσεων και σημαντικό αριθμό διαλέξεων στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων στα πανεπιστήμια Harvard, Oxford και London School of Economics, αλλά και τακτικές δημόσιες παρεμβάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό.