Τις τελευταίες ημέρες, ιδίως μετά την συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο της Τουρκίας Ταγιπ Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη (13/3) και τις δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια που ακολούθησαν, έχει επανέλθει η συζήτηση περί συνεκμετάλλευσης των κοιτασμάτων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο με την γείτονα. Ενώ από πλευράς Μαξίμου δεν υπήρξε η παραμικρή δήλωση η ενημέρωση για το τι ελέχθη κατά την συνάντηση- γεύμα στον Βόσπορο, ο ΥΠΕΞ μιλώντας 

στην δημόσια τηλεόραση το περασμένο Σάββατο (19/3) αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών « αν γίνει κάτι απολύτως έκτακτο και πρέπει να εκφράσει την άποψη της η κοινωνία πριν γίνει η επιλογή, θα ήταν αντισυνταγματικό να μην ζητηθεί η άποψη της».

Με το «έκτακτο» να μην είναι τίποτε άλλο από την απόφαση της κυβέρνησης για την υπογραφή συνυποσχετικού με την Τουρκία για την παραπομπή της επίλυσης της διαφοράς για την ΑΟΖ σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, με πλέον πιθανό το διεθνές δικαστήριο της Χάγης το οποίο για αδιευκρίνιστους λόγους φαίνεται ότι προτιμά η Ελληνικά πλευρά έναντι του πλέον ειδικού και άμεσα υπαγόμενου στον ΟΗΕ, ναυτικού δικαστηρίου του Αμβούργου. Ακολουθώντας το δόγμα του συμβούλου εθνικής ασφαλείας ο οποίος τον Νοέμβριο του 2019 υποστήριζε την θέση πρώτα οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών και μετά συνεκμετάλλευση, ο Υπουργός Εξωτερικών δήλωσε επί λέξει: «Τί μπορούμε να συνεκμεταλλευτούμε εάν δεν έχουμε συμφωνήσει τί ανήκει που». 

Προφανώς ο κύριος Δένδιας αναφερόταν στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, θέμα που έχει παραμείνει εκκρεμές μετά την τμηματική οριοθέτηση της ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου -έχει μείνει εκτός οριοθέτησης η περιοχή του Καστελλορίζου! Σε σημείο της τοποθέτησής του και σε ερώτηση αν συμφωνεί με την συμμετοχή της Τουρκίας στον EastMed ή στο EastMed Gas Forum, ο Υπουργός Εξωτερικών δήλωσε: «Δεν έχουμε τάσεις αποκλεισμού της Τουρκίας από το διεθνές γίγνεσθαι». Σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες η συζήτηση για την συνεκμετάλλευση στην Κων/λη φαίνεται ότι έγινε! Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου σε συνέντευξη του στον Παύλο Τσίμα στο ραδιόφωνο του «Σκάι» στις 15 Μαρτίου δήλωσε; «Το θέμα της συνεκμετάλλευσης δεν συζητήθηκε εκτενώς». Άρα, το ζήτημα ετέθη! 

Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν θα υπάρξει στο μέλλον συνυποσχετικό αλλά τι θα περιέχει αυτό το συνυποσχετικό, γι’ αυτό άλλως τε και ο Υπουργός Εξωτερικών δήλωσε υπαινικτικά ότι θα ήταν αντισυνταγματικό να μη ζητηθεί η γνώμη του ελληνικού λαού εφ’ όσον προκύψει κάτι έκτακτο. 

Όμως η Ελλάδα βάσει των προβλέψεων του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, στο οποίο ομνύει, και εν γνώσει των μέχρι σήμερα γεωλογικών δεδομένων και των κοιτασμάτων στόχων που έχουν αναγνωρισθεί ως πιθανά εντός της ΑΟΖ της και εντός των 12 νμ , δεν έχει κανένα απολύτως λόγο να ομιλεί περί μοιράσματος των, δηλαδή συνεκμετάλλευσης με την Τουρκία, προκειμένου να την εξευμενίσει ώστε να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Θα πρέπει δε να αναφερθεί ότι η ιδέα και όρος της συνεκμετάλλευσης εισήχθη από την Τουρκία ευθύς μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου Γιλμάζ-Παπούλια(1988) και απέκτησε νέα δυναμική μετά το 2013 όταν ο ίδιος ο πρόεδρος Ερντογάν χρησιμοποιήσεις την φράση « καζάν-καζάν». 

Πρόκειται για την τουρκική ερμηνεία του αμερικανικού όρου «win-win», που χρησιμοποιείται στο παίγνιο αμοιβαίου οφέλους. Στόχος είναι μέσα από μια διαπραγμάτευση να βγουν ωφελημένα και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Στην προκειμένη περίπτωση ο Ερντογάν αναφερόταν στη συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων σε θαλάσσιες περιοχές μεταξύ των δύο χωρών. Η τουρκική ιδέα της συνεκμετάλλευσης είναι ακόμα παλαιότερη και ανάγεται στο 1975 όταν για πρώτη φορά η Άγκυρα υποστήριξε ότι η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου (τότε δεν υπήρχε καν η έννοια και ο όρος περί Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης – ΑΟΖ) μπορούσε να αποτελέσει ζώνη κοινής εκμεταλλεύσεως ανάμεσα στις δύο χώρες. 

Σύμφωνα με την τουρκική αντίληψη, συνεκμετάλλευση σημαίνει διανομή των ωφελημάτων εξ ημισείας μεταξύ των δύο χωρών και ουσιαστικά αποβλέπει στην υιοθέτηση καθεστώτος συνδιαχείρησης. Έτσι ενώ η Τουρκία δικαιούται ένα περιορισμένο τμήμα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, μέσα από καθεστώς συνεκμετάλλευσης ευελπιστεί ότι θα μπορέσει να ελέγξει το 50% ή σε κάθε περίπτωση ένα μεγάλο τμήμα της. Οπως παρατηρούν νομικοί κύκλοι με καλή γνώση του Διεθνούς Δικαίου, «με τη συνεκμετάλλευση δημιουργείται μια περιοχή συγκυριαρχίας των δύο χωρών». 

Ξεκινώντας από το 1976 και εντεύθεν όλες οι τουρκικές προτάσεις περί συνεκμετάλλευσης έχουν απορριφθεί από την Ελλάδα, εφόσον η Τουρκία δεν συναινούσε στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (και αργότερα ΑΟΖ) με βάση τις προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου –και τώρα της UNCLOS– και τη διεθνή πρακτική. Πάγια ελληνική θέση μέχρι πρότινος ήτο ότι πρώτα χαράσσονται τα όρια της ΑΟΖ, και στη συνέχεια εάν ανακαλυφθούν κοιτάσματα που βρίσκονται πάνω στο όριο, μία από τις λύσεις που προκρίνεται είναι και αυτή της συνεκμετάλλευσης. Εχει ενδιαφέρον ότι στην πρόσφατη ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία προβλέπεται σαφής όρος περί συνεκμετάλλευσης (σε περίπτωση που ανακαλυφθούν κοιτάσματα πάνω στη γραμμή οριοθέτησης), όπως και στην αντίστοιχη συμφωνία ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου. 

Τελευταία, ο Ερντογάν μέσω του αφηγήματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», έχει επαναφέρει την ιδέα περί συνεκμετάλλευσης υποστηρίζοντας ότι οι εκατέρωθεν διεκδικήσεις Ελλάδας – Τουρκίας δεν θα επιτρέψουν σε κανένα από τα δύο κράτη να προχωρήσει σε εκμετάλλευση και για αυτό έχει προτείνει «αντί να τρωγόμαστε να τα μοιράσουμε στο πλαίσιο της συνεκμετάλλευσης». Έχει φθάσει δε η Άγκυρα να υποστηρίζει ότι εφόσον υπάρξει συμφωνία για συνεκμετάλλευση παρέλκει η όποια συμφωνία οριοθέτησης και εμμέσως πλην σαφώς θεωρεί την Ελλάδα χώρα μειωμένης κυριαρχίας. Για αυτό η χρήση του όρου «συνεκμετάλλευση» από την Ελλάδα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή, διαφορετικά κινδυνεύουμε να παίξουμε το παιχνίδι της Τουρκίας και τις παράλογες και εν πολλοίς παράνομες απαιτήσεις που συστηματικά καλλιεργεί εις βάρος μας. 

Αλλά υπάρχει ένας ακόμα σοβαρός λόγος που η Ελλάδα δεν έχει κανένα απολύτως συμφέρον να χρησιμοποιεί σε αυτό το πρώιμο στάδιο τον όρο «συνεκμετάλλευση». Σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική στον χώρο του Oil&Gas, ο συγκεκριμένος τεχνικός όρος (production sharing) χρησιμοποιείται στην περίπτωση όπου δύο χώρες μοιράζονται (βάσει της μεταξύ των θαλάσσιας ή και χερσαίας οριοθέτησης) ένα ή και περισσότερα παραγωγικά κοιτάσματα τα οποία και εκμεταλλεύονται εμπορικά. 

Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το τεράστιο κοίτασμα φυσικού αερίου, γνωστό ως South Pars/North Dome, στον Περσικό Κόλπο, έκτασης 9.700 τετρ. χλμ., το οποίο μοιράζεται το Ιράν με το Κατάρ. Με το Ιράν να ελέγχει το 38,14% της έκτασης και το Κατάρ το υπόλοιπο 61,86%. Η κάθε χώρα έχει συστήσει τον δικό της ανεξάρτητο φορέα εκμετάλλευσης με τα παραγωγικά πηγάδια κάθε μιας να ευρίσκονται εντός του οριοθετημένου χώρου κάθε πλευράς. Υπάρχει δε συνεννόηση μεταξύ των δύο πλευρών με ανταλλαγή δεδομένων παραγωγής και χωρητικότητας (reserves) που αποβλέπει σε μια πλέον αποδοτική, μακροχρόνια και οικονομική εκμετάλλευση. Με το Ιράν να μοιράζεται επιπλέον 28 κοιτάσματα με άλλες χώρες της περιοχής (Ιράκ, Κουβέιτ, Εμιράτα, Σ. Αραβία). Ακόμα ένα γνωστό παράδειγμα συνεκμετάλλευσης αποτελεί το κοίτασμα Statfjard στη Βόρειο Θάλασσα, ένα από τα μεγαλύτερα παραγωγικά κοιτάσματα της περιοχής, το οποίο ακουμπάει στην οριοθέτηση μεταξύ του νορβηγικού και του βρετανικού τομέα. Εδώ η Νορβηγία ελέγχει το 85,47% της παραγωγής και η Βρετανία το υπόλοιπο.

Συμπερασματικά, όταν μιλάμε για συνεκμετάλλευση αναφερόμαστε πάντοτε σε πραγματικά, αποδεδειγμένα (proved) και παραγωγικά κοιτάσματα και όχι σε φανταστικά ή μέλλοντα να ανακαλυφθούν. Η όλη φιλολογία που έχει αναπτύξει η Τουρκία περί συνεκμετάλλευσης σκοπό έχει να παρασύρει την Ελλάδα σε έναν αδιέξοδο «διάλογο» βασισμένο σε εικασίες και σενάρια (ως προς την ύπαρξη ή μη κοιτασμάτων πετρελαίου ή φυσικού αερίου), υποχρεώνοντάς τη να δεχθεί a priori ισότιμους όρους παραγωγής και εκμετάλλευσης. Η Ελλάδα δεν έχει κανένα απολύτως συμφέρον να εμπλακεί σε μια τέτοια ατέρμονα και σκόπιμα αποπροσανατολιστική συζήτηση περί διαμοιρασμού υποθετικών κοιτασμάτων, και μάλιστα να συμπεριλάβει τον όρο στο κυοφορούμενο συνυποσχετικό, με την Τουρκία να αποβλέπει αποκλειστικά και μόνον στην παραχώρηση Ελληνικού θαλάσσιου χώρου.