H διαταραχή της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου που ξεκίνησε με το ξέσπασμα της πανδημίας του νέου κορονοϊού και συνεχίζεται εξαιτίας της επιδείνωσης της γεωπολιτικής κρίσης στα σύνορα Ουκρανίας-Ρωσίας, αποτυπώνεται σαφώς στις κινήσεις των τιμών του αργού. Παρά τις προσδοκίες για εκτόνωση της κρίσης στην Ουκρανία, οι τιμές παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Σήμερα, η τιμή του μαύρου χρυσού κινήθηκε  πάνω από τα 95 δολάρια το βαρέλι και θεωρείται, από πολλούς αναλυτές, θέμα χρόνου να ξεπεράσει το φράγμα των 100 δολαρίων, εξαιτίας της στενότητας στην προσφορά.

 

Όπως εξηγεί ο ο διευθύνων σύμβουλος της Vitol, Ράσελ Χάρντι, στην περίπτωση που η τιμή φτάσει στα ή υπερβεί τα 100 δολάρια ανά βαρέλι, θα παρεμείνει σε αυτά τα επίπεδα για τουλάχιστον έξι με εννέα μήνες.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Bloomberg, ο Hardy υπογράμμισε ότι η αγορά θα γίνει πιο σφιχτή, με την ημερήσια κατανάλωση να αυξάνεται πολύ πάνω από τα προ του Covid επίπεδα μέχρι το τέλος του 2022.

«Ο αριθμός των 100 εκατομμυρίων βαρελιών πιθανότατα θα ξεπεραστεί φέτος. Η ζήτηση θα αυξηθεί στο δεύτερο ημίχρονο, εάν τα ταξίδια συνεχίσουν να επιστρέφουν στο κανονικό επίπεδο» συμπλήρωσε. Ο ίδιος αναμένει τη μεγαλύτερη άνοδο της ζήτησης να σημειωθεί στο β' εξάμηνο του έτους και να διαμορφωθεί σε 1-2 εκατ. βαρέλια περισσότερα σε σύγκριση με το 2019.

(Διακύμανση τιμής Brent, τριών τελευταίων συνεδριάσεων. Πηγή: FT.com)

Παράλληλα, καθώς ορισμένοι από τους πιο σημαντικούς stakeholders στην αγορά πετρελαίου συγκεντρώνονται στο Λονδίνο για τη Διεθνή Εβδομάδα Ενέργειας, ο κλάδος τους εξακολουθεί να παλεύει με τις συνέπειες της αρχικής πτώσης των τιμών της πανδημίας και καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια, ώστε οι προμήθειες ενεργειακών προϊόντων να συμβαδίσουν με τη ζήτηση που πυροδοτεί η εύρωστη οικονομική ανάκαμψη.

Αρκετά μέλη του OPEC+ δεν είναι σε θέση να αναδημιουργήσουν το σύνολο της παραγωγής της που διέκοψαν κατά το 2020, ενώ πολλές εταιρείες, από τις αμερικανικές γεωτρήσεις σχιστολιθικού πετρελαίου μέχρι τους κορυφαίους πετροχημικούς ομίλους, επικεντρώνονται τώρα, στο να προσφέρουν μετρητά στους μετόχους τους, αντί να αυξάνουν την παραγωγή.

Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να τροφοδοτούνται πληθωριστικές πιέσεις, κάτι που απειλεί να εκτροχιάσει την παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη και να δυσκολέψει ακόμη περισσότερο τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών ανά τον πλανήτη.