Τελικά, δεν ήταν απλές «Κασσάνδρες» όσοι προέβλεπαν ότι η τιμή του πετρελαίου μπορεί να φθάσει και στα 100 δολάρια το βαρέλι! Στο κλείσιμο των συναλλαγών την περασμένη εβδομάδα, το Brent, το διεθνές benchmark, άγγιξε τα 91 δολάρια (90,97) ενώ η αμερικανική ποικιλία του Δυτικού Τέξας (WTI), τα 88 δολάρια το βαρέλι (87,69), για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια. Το πρόσφατο άλμα του αργού αποδίδεται μεν στην όξυνση των γεωπολιτικών εντάσεων για την Ουκρανία, όμως υπάρχει ένα ισχυρό υπόβαθρο που συντηρεί το αφήγημα των υψηλών τιμών και  αυτό δεν είναι άλλο από ορισμένα θεμελιώδη μεγέθη.

Υπ΄αυτή την έννοια εάν κάποιος έσπευδε να θεωρήσει τα 90 δολάρια το βαρέλι μια συγκυριακή τιμή, θα έσφαλλε οικτρά! Η βασικότερη αιτία πίσω από τα αυξημένα επίπεδα των τιμών του αργού είναι η μείωση της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας του OPEC+ εξαιτίας της χρόνιας υποεπένδυσης στον τομέα. Για την JP Morgan, μια τιμή του Brent ακόμη και στα 125 δολάρια το βαρέλι δεν θα αποτελούσε έκπληξη σε λίγο καιρό, εφόσον η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του διεθνούς καρτέλ έπεφτε στο 4% της συνολικής παραγωγικής ικανότητας έως το δ’ τρίμηνο του 2022.

Οι προειδοποιήσεις πέφτουν βροχηδόν. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) υποστηρίζει ότι η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του ΟPEC+ θα μπορούσε να μειωθεί κατά το ήμισυ, σε μόλις 2,6 εκατ. βαρέλια ημερησίως, στο β’ εξάμηνο του έτους, κάτι που, σε συνδυασμό με μια κατακόρυφη άνοδο της ζήτησης και μια μείωση της προσφοράς, θα προκαλέσει συνθήκες έντονης αστάθειας στις αγορές πετρελαίου για το τρέχον έτος.

(Διακύμανση τιμής Brent τελευταίας εβδομάδας. Πηγή: FT.com)

Αυτό το σκηνικό έχει στηθεί κατά βάση από τις πιέσεις μέρους των μετόχων των μεγάλων εταιρειών πετρελαίου που επιζητούν μια μεγαλύτερη στροφή προς τα πράσινα καύσιμα και στην περιβαλλοντική ενσυναίσθηση των διοικήσεών τους και αντιστοίχως, μεγαλύτερη αποστροφή των παραδοσιακών δραστηριοτήτων τους, ήτοι, έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, που για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, αντλείται ολοένα και λιγότερο πετρέλαιο από εκείνο που θα μπορούσε να εξορυχθεί.

Όλα τα παραπάνω, δημιουργούν ένα τοπίο που ευνοεί τη διατήρηση υψηλών τιμών στο πετρέλαιο. «Η αγορά πετρελαίου βαίνει προς μια  ταυτόχρονη πορεία που θα χαρακτηρίζεται από χαμηλά αποθέματα, χαμηλή πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και ακόμη πιο χαμηλό επίπεδο επενδύσεων», αναφέρουν αναλυτές της Morgan Stanley σε σημείωμα που επικαλείται η Wall Street Journal. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, τα 90 δολάρια το βαρέλι δεν αποτελούν παρά την αρχή μιας πολύ…ενδιαφέρουσας πορείας προς πιο ανώτερα στρώματα τιμών έως το ερχόμενο καλοκαίρι.

Ο ΙΕΑ παραδέχθηκε ότι η φυσική ζήτηση πετρελαίου αποδείχθηκε ισχυρότερη από ό,τι προέβλεπε στην τελευταία του έκθεση για την αγορά πετρελαίου. Με βάση αυτή την αναπάντεχη τροπή των γεγονότων, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας αναθεώρησε επί τα χείρω την πρόβλεψή του για τη ζήτηση πετρελαίου το 2022, κατά 200 χιλιάδες βαρέλια ημερησίως. Αλλά ακόμη και με αυτή τη νέα εκτίμηση, η ζήτηση πετρελαίου όχι μόνο θα επιστρέψει στα προ της πανδημίας επίπεδα, αλλά θα τα ξεπεράσει, για να ανέλθει στα 99,7 εκατ. βαρέλια ημερησίως έως το τέλος του 2022.

Παρά το γεγονός ότι οι πολύ υψηλές τιμές τείνουν να αποθαρρύνουν την κατανάλωση, εν τούτοις, ο αντίκτυπος του άλματος τιμών του πετρελαίου στη ζήτηση, θα αργήσει να εκδηλωθεί, που σημαίνει ότι θα καθυστερήσει να συμπιέσει τις τιμές προς τα κάτω. Σε μια χρονιά που αναμένεται ιδιαίτερα δύσκολη λόγω των πληθωριστικών πιέσεων που έχουν πυροδοτήσει οι υψηλές τιμές στην ενέργεια, το άλμα των τιμών του αργού δεν προοιωνίζεται ευοίωνο το μέλλον των κυβερνήσεων, των οικονομιών και των κοινωνιών.

Τέλος, αναλυτές της αγοράς και στελέχη εταιρειών προβλέπουν μια απότομη αύξηση και των τιμών των εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας και των μετάλλων, στο ενδεχόμενο κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης για την Ουκρανία. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει σοβαρές κυρώσεις στην Ρωσία που ήδη πασχίζει να αμβλύνει τις επιπτώσεις του ισχυρού πληθωρισμού που πληττει την οικονομία. Το ρούβλι έχει διολισθήσει σε ποσοστό άνω του 10% από το τέλος του περασμένου Οκτωβρίου, ενώ ο δείκτης τιμών καταναλωτή έχει σκαρφαλώσει στο 8,4%, έναντι του στόχου για 4% που είχε θέσει αρχικά η Κεντρική Τράπεζα της χώρας.

Σε έκθεση αναλυτών της αγοράς που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, αναφέρεται ότι οι γεωπολιτικές εντάσεις με την Ρωσία είναι πιθανό να επιφέρουν σοβαρές επιπτώσεις για την Ευρωζώνη, εφόσον η τροφοδοσία της ευρωπαϊκής αγοράς με ρωσικό φυσικό αέριο και αλουμίνιο,  χρησιμοποιηθεί ως αντίμετρα κατά των κυρώσεων.