Είναι θλιβερό ωστόσο αναμενόμενο: την ώρα που η παγκόσμια ειρήνη κρίνεται στην ουκρανική κρίση, στην Ελλάδα ούτε ένα κοινοβουλευτικό κόμμα δεν αναδεικνύει το μείζον αυτό θέμα και τις επιπτώσεις του στον Ελληνισμό. Κανένα κόμμα της Βουλής δεν ρωτά την κυβέρνηση αν πρόκειται να συμμετέχει σε τυχόν πολεμικές ενέργειες εναντίον της Ρωσίας, τι ρόλο θα παίξουν οι βάσεις των ΗΠΑ, ποιος θα είναι ο ρόλος 

της Κύπρου και τελικά γιατί και η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να επεκταθεί κι άλλο προς Ανατολάς, όταν κανένας αντίπαλος στρατιωτικός συνασπισμός δεν υφίσταται. Βεβαίως, τι να αναμένει κανείς από μια ελίτ, η οποία έχει ταυτιστεί πλήρως με ξένα και όχι εθνικά-λαϊκά συμφέροντα;

Πέραν όμως των παραπάνω, τα οποία είναι απολύτως προφανή σε όποιον θέλει να τα δει, οι μέρες που διανύουμε κορυφώνουν το πέρασμα σε μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας. Αυτή μπορεί να έρθει με τρόπο ειρηνικό, μέσα από μια πετυχημένη διαπραγμάτευση ΗΠΑ-Ρωσίας ή μέσα από στρατιωτική σύγκρουση, της οποίας η ένταση αποτελεί αντικείμενο προβλέψεων, με υψηλό βαθμό επισφάλειας. Θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να συνειδητοποιήσουμε γιατί φτάσαμε μέχρι εδώ.

Στην πραγματικότητα έχουμε βρεθεί μέσα σε μια σταθερά κλιμακούμενη τάση προς έναν νέο ευρωπαϊκό και ίσως παγκόσμιο πόλεμο, εξαιτίας της 30ετούς κατευναστικής τακτικής της Ρωσίας και του ισχυρού ρόλου των ρωσικών νεοφιλελεύθερων-δυτικόδουλων ελίτ. Από το 1991 μέχρι και το 2011, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν είχαν κανέναν αντίπαλο. Μέχρι ενός σημείου μάλιστα, η Ρωσία εγκατέλειπε τους στενότερους συμμάχους της (Σερβία) ενώ ακόμα και μια δεκαετία μόλις πριν από σήμερα, αρνούνταν να υπερασπιστεί την Λιβύη από την επέμβαση του ΝΑΤΟ και να ασκήσει βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Είχε αναγκαστεί να ανεχτεί ακόμα και έναν τυχοδιώκτη-απατεώνα, τύπου Σαακασβίλι να επιτίθεται στους Ρώσους της Γεωργίας, προτού αποφασίσει να κινηθεί αποτελεσματικώς.

*(η συνέχεια στο slpress.gr)