Την περασμένη Τετάρτη διέρρευσε στον Τύπο η πληροφορία πως το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε συνεργασία με την ΔΕΗ πρόκειται να υπογράψει απόφαση για το άνοιγμα ενός νέου πεδίου στο ορυχείο Αχλάδας Φλώρινας, προκειμένου να διασφαλιστεί η τροφοδοσία της λιγνιτικής μονάδας Μελίτης 1. Απώτερος στόχος της κίνησης είναι, υποτίθεται, να κρατηθεί όρθιο το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας κατά τους χειμερινούς μήνες. Πηγή της ΔΕΗ με την οποία επικοινώνησε το energia.gr εξηγεί το γιατί

αυτή η πληροφορία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Το πρόβλημα με το ορυχείο της Αχλάδας, το οποίο δεν ανήκει στην ΔΕΗ, είναι -εάν υποτεθεί ότι πράγματι υπάρχει θέμα ανοίγματος νέου πεδίου - ο ιδιοκτήτης, ο οποίος εξακολουθεί να διαθέτει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του ορυχείου που παραμένει ανενεργό, μπορεί να καλύψει, πρώτα, ορισμένες σοβαρές υποχρεώσεις έναντι των κατοίκων των πέριξ οικισμών (απαλλοτριώσεις, πιθανές μετεγκαταστάσεις, καταβολή αποζημιώσεων κλπ), κάτι το οποίο, όπως έχει δείξει η πρότερη εμπειρία, είναι χρονοβόρο.    

Το υπόβαθρο της υπόθεσης

Για να λειτουργήσει ο σταθμός της Μελίτης, σχεδιάστηκε να τροφοδοτείται από τρία ορυχεία που βρίσκονται στην περιοχή της Φλώρινας. Το ένα είναι το ορυχείο της Βεύης που παραμένει κλειστό από το 2001 –ήταν ιδιοκτησίας Βαρβούτη και περιήλθε στον έλεγχο του ελληνικού δημοσίου που εξακολουθεί να κατέχει τα δικαιώματά του χωρίς να τα έχει παραχωρήσει έκτοτε- το δεύτερο είναι το περίφημο ορυχείο στην περιοχή Κλειδί που έχει κλείσει λόγω κατολίσθησης το 2005 και του οποίου η κατάσταση χαρακτηρίζεται ως μη αναστρέψιμη αφού δεν αποφασίστηκε να πραγματοποιηθούν εργασίες αποκατάστασης και το τρίτο και μικρότερο είναι της Αχλάδας.  

Όπως επισημαίνει η πηγή της ΔΕΗ με την οποία μιλήσαμε, σήμερα δεν υπάρχει καμία άλλη διαθέσιμη πηγή λιγνίτη, πλην του ορυχείου της Αχλάδας, από το οποίο και τροφοδοτείται με λιγνίτη η Μελίτη 1, με τη διαφορά πως η Αχλάδα, δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, από μόνη της να καλύψει τις ανάγκες ενός σταθμού όπως η Μελίτη. Για να λειτουργήσει ένα ορυχείo απαιτείται μεγάλη προετοιμασία. Χρειάζεται ενίσχυση, μηχανήματα και εργατικό δυναμικό. Χρειάζεται ακόμη να καταβληθούν απαλλοτριώσεις στους κατοίκους των οικισμών - σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για τους οικισμούς Αχλάδα και Σκοπός. Και αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους δεν προχωρά αυτή η υπόθεση, εξηγεί η πηγή μας. Με βάση τον μεταλλευτικό κανονισμό, η εξορυκτική δραστηριότητα βρίσκεται στα όρια που θα πρέπει ο ιδιοκτήτης του ορυχείου να πληρώσει για τη μετεγκατάσταση των κατοίκων τους. Εάν λοιπόν ο ιδιοκτήτης δεν έχει τα απαραίτητα κεφάλαια για να καλύψει αυτή τη δαπάνη, δεν μπορεί να προχωρήσει κανένα νέο έργο στην περιοχή.

Η ΔΕΗ έχει ήδη προχωρήσει στην αποδυνάμωση ορισμένων λιγνιτικών περιοχών από προσωπικό, μηχανήματα και συντηρήσεις οπότες δεν είναι εύκολο να διαθέσεις αμέσως μερικές εκατοντάδες χιλιάδες τόνους λιγνίτη.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις στελεχών της Επιχείρησης, το επόμενο διάστημα δεν αποκλείεται η ΔΕΗ, πολλές από τις εκτάσεις ανοικτών ορυχείων που της ανήκαν και έχει παραχωρήσει στο κράτος για κάθε χρήση και για τη Δίκαιη Μετάβαση, εκτός εκείνων που διατήρησε στην κατοχή της για να αναπτύξει το μεγάλο φωτοβολταϊκό πάρκο της, θα χρειαστεί να τις επαναποκτήσει επειδή δεν θα επαρκεί ο λιγνίτης για να καλύψει τις μελλοντικές ανάγκες της ηλεκτροπαραγωγής. Και τούτο επειδή, τα νέα δεδομένα της αγοράς ξεπέρασαν μακράν τους «επιπόλαιους» υπολογισμούς που έγιναν πέρυσι και πρόπερσυ όταν η ζήτηση ήταν χαμηλή και συμπαρέσυρε μαζί της τις τιμές.

Τώρα που η ζήτηση και οι τιμές του αερίου έχουν κάνει άλμα, τα εδάφη που περιέχουν λιγνίτη είναι βέβαιο ότι, αφού αλλάζουν χρήση, θα χρειαστεί να βγάλουν ξανά κάρβουνο. Επειδή όμως δεν ανήκουν πλέον στη δικαιοδοσία της ΔΕΗ, αφού τα έχει παραχωρήσει στο δημόσιο, θα πρέπει να τα πάρει πίσω, κάτι που σημαίνει πρόσθετο κόστος και επιπλέον προβλήματα με την Κομισιόν. Είναι όμως και η μόνη εφικτή λύση για να καλυφθούν τα φορτία βάσης που απαιτεί το εγχώριο ηλεκτρικό σύστημα επειδή «η κρίση αυτή, όπως είπε και η Λαγκάρντ, θα κρατήσει περισσίτερο από την κρίση του κορονοϊού», είπε χαρακτηριστικά ένας εξ αυτών.     

Για αρκετά στελέχη της ΔΕΗ και ευρύτερα της αγοράς, το κυριότερο ερώτημα είναι γιατί δεν προκρίνεται σήμερα η αύξηση της ισχύος των λιγνιτικών σταθμών που είναι πολύ φθηνότεροι αυτή την περίοδο, προκειμένου να έχουμε φθηνότερη ενέργεια. Πηγή της Επιχείρησης που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία της, εξηγεί πως αυτό συμβαίνει επειδή έχει αποφασιστεί η αποθεματοποίηση ποσοτήτων καυσίμου προκειμένου να χρησιμοποιηθούν το τρίμηνο, Δεκέμβριος, Ιανουάριος,Φεβρουάριος, έτσι ώστε να μπορέσουν οι λιγνιτικές μονάδες να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση που θα προκύψει λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών που αναμένονται.

Αυτός είναι ο λόγος που οι μονάδες δεν λειτουργούν στο φουλ και τα φορτία είναι χαμηλά, τόνισε. Διότι, συνέχισε, εάν λειτουργούσαν με πλήρη ισχύ δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στο κρίσιμο χρονικό διάστημα που προαφέρθηκε.  Προειδοποίησε δε για ζοφερές καταστάσεις που αναμένουν τους Έλληνες καταναλωτές στο μέλλον, εφόσον συνεχιστεί η κρίση τιμών στην ενέργεια. «Η τιμή των 285,24 ευρώ η μεγαβατώρα που καταγράφηκε χθες, δεν θα είναι η μικρότερη», είπε χαρακτηριστικά. (σ.σ. Σήμερα, χάρη στις αθρόες εισαγωγές ρεύματος από τη γειτονική Βουλγαρία, η μέση χονδρεμπορική τιμή στην Αγορά Επόμενης Ημέρας θα κινειθεί πτωτικά στην περιοχή των 250,22 ευρώ ανά μεγαβατώρα).

Σχολιάζοντας τέλος, την εκτόξευση και των τιμών των δικαιωμάτων ρύπων στην Ε.Ε., πάνω από τα 73 ευρώ ο τόνος, υποστήριξε πως αυτή η αύξηση έγινε ως αντίβαρο στις τιμές του φυσικού αερίου. Θυμίζουμε ότι το άλμα στις τιμές των ρύπων έγινε αμέσως μετά την ανακοίνωση της νέας τριμερούς κυβέρνησης συνασπισμού της Γερμανίας, ότι θα θέσει ελάχιστο όριο 60 ευρώ ο τόνος για τη χώρα, εφόσον η Κομισιόν δεν συμφωνήσει σε μια ελάχιστη τιμή για το ευρωπαϊκό σύστημα ρύπων (ETS).