Τις τελευταίες εβδομάδες σειρά άρθρων σε διεθνή ενημερωτικά μέσα και όχι μόνο, πηγαίνοντας κόντρα στην επικρατούσα πολιτική και κλιματική ορθότητα, επισημαίνουν τις σοβαρές δυσκολίες και τα προβλήματα που έχουν ενσκήψει, και αναμένεται να οξυνθούν, καθώς πολλές χώρες κινούνται μονοδιάστατα με στόχο την επίτευξη ανθρακικής ουδετερότητας (carbon neutrality) το συντομότερο δυνατό και πολύ πριν από το 2050 που είχε αρχικά τεθεί ως στόχος. Πέρα από τα προβλήματα και δυσλειτουργίες στην ενεργειακή αγορά που είναι πλέον εμφανή, τα οποία δημιουργεί η επιχειρούμενη σήμερα βεβιασμένη ενεργειακή μετάβαση με επίκεντρο τις ΑΠΕ, ελλοχεύουν πολλοί κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη

Έτσι, αρχίζει και γίνεται φανερό δια γυμνού οφθαλμού ότι η πορεία προς τα «καθαρά καύσιμα» φαίνεται να είναι απόλυτα ναρκοθετημένη αφού μοιραίως οι ακολουθούμενες σήμερα πολιτικές, με χτυπητό παράδειγμα την ΕΕ, οδηγούν μοιραία σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές. Που όμως αν επικρατήσουν νομοτελειακά θα οδηγήσουν σε οικονομική ύφεση και κοινωνική αναταραχή, όπως ακριβώς συνέβη στην Γαλλία τον Νοέμβριο του 2018 - και κράτησε όλο τον χειμώνα 2018/2019- με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων ( jejune vests).

Σήμερα όμως ομιλούμε για απείρως υψηλότερες επιβαρύνσεις όχι μόνο στο πετρέλαιο αλλά κυρίως στον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο.

Σε ότι αφορά το πετρέλαιο, η αύξηση στην φορολογία του οποίου και αποτέλεσε την αρχική αιτία του κινήματος των jejune vests, οι ανατιμήσεις είναι σχετικά μικρές, αλλά πολύ ορατές, αφού οι διεθνείς τιμές έχουν αυξηθεί σχεδόν 100% από τις αρχές του έτους, αλλά με μόνο μικρό μέρος να περνά στον καταναλωτή λόγω των πολύ υψηλών φόρων που εδώ και δεκαετίες έχουν επιβληθεί. Έτσι που μόνο το 20-25% της τιμής που πληρώνει ο καταναλωτής να αντιστοιχεί στο κόστος προμήθειας από τα διυλιστήρια.

Στις ΗΠΑ όπου οι φόροι αντιστοιχούν μόνο στο 15% της αξίας της βενζίνης στην αντλία οι τιμές έχουν εκτοξευθεί πάνω από τα $ 3,0 το γαλόνι (σε ορισμένες πολιτείες είναι ήδη πάνω από $3,5) δημιουργώντας πονοκέφαλο στην κυβέρνηση του Τζό Μπάιντεν ο οποίος έφθασε σε σημείο να εκλιπαρεί την Σαουδική Αραβία και τον OPEC να αυξήσουν την παραγωγή τους!

Στην περίπτωση του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα όπως δείχνει η εμπειρία στην Ευρώπη τις τελευταίες εβδομάδες που το ένα ρεκόρ ακρίβειας διαδέχεται το άλλο. Η δε Ελλάδα, υποχρεωμένη να εισάγει σχεδόν το 78% της ενέργειας που καταναλώνει (στοιχεία 2020), έχει πληγεί περισσότερο καθώς εχθές η τιμή του ηλεκτρισμού στο ΕΧΕ έσπασε κάθε ρεκόρ διαμορφούμενη στα 253 ευρώ/ MWh (από 233 ευρώ την Δευτέρα και πέντε φορές ποιο ακριβή από τον Ιανουάριο εφέτος), καθιστάμενη η ακριβότερη χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρισμού στην Ευρώπη. Βασική αιτία οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου που την περασμένη Δευτέρα ξεπέρασαν τα € 90/ ΜWh στο TTF της Ολλανδίας έχοντας αυξηθεί κατά 400% από τον περασμένο Ιανουάριο.

Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το σταθερά υψηλό ποσοστό που καταλαμβάνει το φυσικό αέριο στο μίγμα της ηλεκτροπαραγωγής στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα, και οφείλεται στην απανθρακοποίηση (απολιγνιτοποίηση στην περίπτωση της Ελλάδας) και στην αδυναμία των ηλεκτροπαραγωγών να βρουν εναλλακτικά καύσιμα, έχει συμβάλλει στην τεράστια αύξηση της ζήτησης και συνακολούθως στην εκτόξευση των τιμών.

Καθώς το ράλι των τιμών φ. αερίου έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνονται οι προσφορές των μονάδων φυσικού αερίου στην καθημερινή αγορά, που όμως διαμορφώνουν την μέση χονδρεμπορική τιμή. Με το ποσοστό του φ. αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα να κινείται σταθερά άνω του 50% τους τελευταίους μήνες (το υπόλοιπο καλύπτεται από τους λιγνίτες, τα υδροηλεκτρικά, τις εισαγωγές και τις ΑΠΕ).

Αλγεινή δε εντύπωση προξενεί η εμμονή των ιθυνόντων στην Ε. Επιτροπή στις δεσμεύσεις τους, ως προς τους παράλογα υψηλούς στόχους που έχουν θέσει για κάλυψη του 65% της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ στην Ευρώπη μέχρι το 2030, ανεξαρτήτως κόστους. Με αλλά λόγια το μήνυμα που στέλνεται ξεκάθαρα στους καταναλωτές, οικιακούς και βιομηχανικούς, είναι ότι η μετάβαση σε καθεστώς καθαρών καυσίμων θα έχει υψηλό κόστος το οποίο θα πρέπει να επωμισθούν όλοι ανεξαιρέτως. Ναι μεν επιδοτήσεις και μικρό διευκολύνσεις μπορεί να απαλύνουν τον πόνο τώρα στην αρχή αλλά είναι φανερό ότι το καθεστώς αυτό δεν θα έχει διάρκεια. Γιατί δεν είναι δυνατό από τη μια πλευρά να αυξάνεις σκόπιμα το ενεργειακό κόστος (αφού η κολοσσιαία αύξηση του κόστους των εκπομπών ελέγχεται απόλυτα από την ΕΕ) και από την άλλη να εισάγεις επιδοτήσεις για να αποφύγεις την πτώχευση εκατομμυρίων πολιτών.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι πολύ υψηλές τιμές ενέργειας που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν είναι παρά ένα συγκυριακό φαινόμενο και άρα δεν πρέπει να ανησυχούμε και άρα δεν μπορούν να επηρεάσουν τους στόχους και τα σχέδια για την ενεργειακή μετάβαση. Έχουμε ήδη δώσει την απάντηση μας σε αυτή την άποψη μέσα από την στήλη (εδώ) για αυτό και θα αρκεστούμε να παρατηρήσουμε ότι όταν προσπαθείς να εφαρμόσεις βεβιασμένες πολιτικές αγνοώντας τα θεμελιώδη των αγορών και την καθημερινή λειτουργία τους, έχεις φαινόμενα όπως το σημερινό όπου αίφνης ανακαλύπτεις ότι οι προμηθευτές ενέργειας προκειμένου να εξασφαλίσουν τις απαιτούμενες ποσότητες ανεβάζουν τις τιμές. Και γιατί συμβαίνει αυτό;

Γιατί λόγω των λαθεμένων επιλογών σου (ως ΕΕ και εθνικών κυβερνήσεων) τους έχεις στερήσει την πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές, δηλ. άνθρακα/λιγνίτη, πυρηνική ενέργεια ,φυσικό αέριο από υπογείως αποθήκες. Με τις ΑΠΕ, λόγω ασυνέχειας στην παραγωγή τους (στοχαστικότητας), να μην μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς τα φορτία βάσης που εξασφαλίζουν οι ανωτέρω συμβατικές μορφές ενέργειας.

Ναι μεν όλοι μας μπορεί να επιθυμούμε διακαώς την μετάβαση σε ένα καθεστώς καθαρών καυσίμων και μηδενικών εκπομπών και ένα απόλυτα καθαρό περιβάλλον, όμως ο δρόμος που θα μας οδηγήσει εκεί, το γνωστό roadmap, δεν είναι ξεκάθαρος και ασφαλώς δεν είναι μονοδιάστατος. Η πορεία προς την ενεργειακή Εδέμ είναι ιδιαίτερα εύθραυστη όπως δείχνει η σημερινή εμπειρία και αν δεν προχωρήσουμε εγκαίρως σε επαναχάραξη θα βρεθούμε πολύ σύντομα σε καθεστώς ενεργειακής πενίας και απόλυτης ένδειας. Άραγε είναι αυτό τόσο απαραίτητο προκειμένου να αποφύγουμε την διαφαινόμενη υπερθέρμανση που κάθε άλλο παρά βέβαιη η καταστροφική μπορεί να αποδειχθεί.