Καμπανάκι Κινδύνου για Τσουνάμι Ενεργειακών Κρίσεων στο Μέλλον εάν δεν Σοβαρευτεί η Ευρώπη

Καμπανάκι Κινδύνου για Τσουνάμι Ενεργειακών Κρίσεων στο Μέλλον εάν δεν Σοβαρευτεί η Ευρώπη
του Αδάμ Αδαμόπουλου
Τετ, 13 Οκτωβρίου 2021 - 12:13

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είδαν το φως το αληθινό. Για τους κορυφαίους εγχώριους επιχειρηματικούς ομίλους το κρυφτούλι με την «αδήριτη» πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί επί μακρόν. Μπορεί στην αρχή να υποτίμησαν τις πραγματικές διαστάσεις της ενεργειακής κρίσης και να βαυκαλίστηκαν με την ιδέα πως όλο αυτό αποτελεί 

ένα συγκυριακό φαινόμενο. Τα θεμελιώδη δεδομένα της αγοράς όμως, από τα οποία δεν μπορούν να κρυφτεί κανείς, υποχρέωσε τους μεγάλους παίκτες του εγχώριου επιχειρείν να δουν τη μεγάλη εικόνα και να ομονοήσουν στο πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αυτή η κρίση από τους θεσμικούς παράγοντες της Ευρώπης, δίχως να εκτροχιαστεί το τρένο της πράσινης ανάπτυξης. Ειδάλλως, προειδοποίησαν, παίζουν κορώνα-γράμματα με μια επανάληψη του φαινομένου στα χρόνια που έρχονται, σε μια σαφή ένδειξη ανησυχίας που ολοένα και εντείνεται. 

Ανησυχία που δεν έκρυψε χθες ο Ευάγγελος Μυτιληναίος αυτοπροσώπως και την οποία συμμερίζονται και οι άλλοι σημαντικοί παίκτες της αγοράς που πλέον το λένε ξεκάθαρα. Η Ευρώπη δεν είχε προετοιμαστεί για την απανθρακοποίηση και πορεύεται χωρίς σχέδιο στην πράσινη μετάβαση. Έπρεπε να έχουν προηγηθεί οι επενδύσεις και η εξασφάλιση του πληθυσμού για το πιο βασικό αγαθό που είναι η ενέργεια. Παρατηρείται υποεπένδυση σε υποδομές αερίου και δεν υπάρχει ακόμη η τεχνολογία για μεγάλης έκτασης αποθήκευση ενέργειας. Παράλληλα, η απολιγνιτοποίηση τρέχει με πολύ ταχύτερο ρυθμό από ό,τι έπρεπε και χωρίς να έχει προηγηθεί η απαιτούμενη προετοιμασία.

Είναι χαρακτηριστικό του κλίματος που επικρατεί το γεγονός ότι για ορισμένα στελέχη του ελληνικού ενεργειακού κλάδου, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με ντίζελ θα αποτελούσε πιο θετική εξέλιξη, αφού η χώρα, λένε, θα διέθετε στα χέρια της ένα απείρως πιο αποτελεσματικό εργαλείο από το φυσικό αέριο.

Για τους ίδιους είναι σαφές πως εάν δεν γίνει σωστή μελέτη, δεν ληφθούν άμεσα μέτρα και δεν υπάρξουν κανόνες και εξορθολογισμός των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, καθώς και αναπροσαρμογή της πολιτικής για το CO2, αυτή η κρίση θα είναι η πρώτη από μια σειρά πολλές άλλες που θα επακολουθήσουν, έως ότου ολοκληρωθεί το σχέδιο της πράσινης μετάβασης. «Δεν θα είναι παροδικό» λένε χαρακτηριστικά.

Αναφερόμενοι στο καυτό ζήτημα των ημερών, δηλαδή την εκρηκτική άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου λένε, πως αφού η Ευρώπη καθόρισε ότι το Green Deal θα πρέπει να περάσει από τη γέφυρα του αερίου, θα έπρεπε να κανονίσουν ώστε αυτή η γέφυρα να είναι μεγάλη. Και εδώ προκύπτουν σοβαρές ανακολουθίες. Όταν η Ε.Ε. πιέζει για την εφαρμογή των πράσινων πολιτικών της χωρίς να έχει εξασφαλίσει τις απαιτούμενες ποσότητες φθηνού φυσικού αερίου, ορθώνει από μόνη της ένα σοβαρό εμπόδιο για την υλοποίησή τους.

Έτσι, όπως τονίζουν στελέχη της αγοράς, από το μονοπώλιο του ΟPEC, η Ευρώπη έχει οδηγηθεί πλέον σε ένα ακόμη πιο ισχυρό μονοπώλιο, αυτό του φυσικού αερίου και παραμένει δέσμια της Ρωσίας, μιας και οι ΗΠΑ δεν έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση στην Ευρώπη. Πέραν της διάστασης του κόστους όμως, οι πολιτικές των Βρυξελλών  αποδεικνύεται ότι υπονομεύουν και την ενεργειακή ασφάλεια της ηπείρου. Παρά τη δαπάνη δισεκατομμυρίων προς την ανάπτυξη ΑΠΕ και υποδομών φυσικού αερίου, η Ευρώπη βασίζεται σήμερα, περισσότερο από ποτέ, στο φυσικό αέριο από την Ρωσία και τις χώρες της κεντρικής Ασίας. Σύντομα, η εξάρτηση αυτή θα επεκταθεί και σε αλλά προϊόντα ορυκτών καυσίμων. Πέραν λοιπόν του οικονομικού, υπάρχει και ένα μεγάλο, γεωστρατηγικό και πολιτικό κόστος για την Ευρώπη, τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι της αγοράς, σε μια σαφή κλιμάκωση των ανησυχιών τους για τα τεκταινόμενα. 

Κατά τους ίδιους κύκλους, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική πορεία προς την πράσινη μετάβαση όταν χειραγωγούνται οι τιμές των ρύπων από traders στα χρηματιστήρια, η Κίνα λειτουργεί διαρκώς νέα ανθρακορυχεία και η Γερμανία παραμένει ο μεγαλύτερος χρήστης άνθρακα. Για τους ανθρώπους της αγοράς, οι ευθύνες για τον ελλιπή σχεδιασμό βαραίνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως δεν παραλείπουν να τονίζουν πως είναι αναπόφευκτη και ηθικά επιβεβλημένη η πορεία προς την απανθρακοποίηση της οικονομίας.

Τονίζουν, ωστόσο, ότι η πολιτική της απανθρακοποίησης είναι οικονομικά αναπόφευκτη και ηθικά επιβεβλημένη, αλλά παρατηρούν συνάμα, πως ενώ σωστά ανελήφθη η πρωτοβουλία από την Ευρώπη, εν τούτοις δεν ελήφθη υπόψη πως η περιοχή ευθύνεται μόλις για το 8% των εκπομπών ρύπων σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα πρέπει η Ε.Ε. να παρασύρει και το υπόλοιπο 82% προς αυτή την κατεύθυνση, πράγμα που είναι πολύ δύσκολο, εάν αναλογιστεί κανείς τα θεσμικά ελλείμματα, και τις χρόνιες αγκυλώσεις των Βρυξελλών να επιλύσουν τα αμιγώς ευρωπαϊκά ζητήματα.

Όσον αφορά στην απόφαση της κυβέρνησης να επιταχύνει την απολιγνιτοποίηση υποστηρίζουν πως ήταν σωστή αφού και επέτρεψε στη χώρα να κερδίσει χρόνο αλλά και να βελτιώσει τη εικόνα της στο εξωτερικό, κάτι που απέφερε μεταξύ άλλων και τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού.

Υποστηρίζουν όμως πως η Ε.Ε. έχει χάσει το μέτρο και έχει αυτοπαγιδευτεί σε αυτό τον ατέρμονα κύκλο μιας αγοράς που ρυθμίζει ελεύθερα τις εκπομπές των ρύπων και καλούν να υπάρξει αποκλεισμός των traders από τη διαπραγμάτευση των τιμών του CO2. Όλες αυτές τις αποφάσεις, τις πληρώνει στο τέλος ο καταναλωτής τονίζουν  και προσθέτουν πως δεν γίνεται η αγορά να αυτορυθμιστεί, όπως είναι το πιστεύω πολλών Ευρωπαίων Επιτρόπων. Οι ίδιοι κύκλοι ασκούν κριτική και για τον τρόπο με τον οποίο εισήχθη το target model στην Ελλάδα.

Το τελικό κόστος της μετάβασης αναγκαστικά θα το επωμιστεί ο καταναλωτής. Αυτό το κόστος δεν επιτρέπεται να φουσκώνει σαν αποτέλεσμα της κακής δομής της αγοράς δικαιωμάτων CO2 ή οποιασδήποτε άλλης κακής ή πλημμελούς πολιτικής και κανονιστικής παρέμβασης της ΕΕ. Για τους ίδιους κύκλους είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτή η σχέση μεταξύ κόστους μετάβασης και τεχνολογικής ανάπτυξης. Μια σταδιακή μετάβαση εναρμονισμένη με άλλες δυτικές οικονομίες θα επιτρέψει, λένε, την ανάπτυξη τεχνολογιών που μειώνουν το κόστος της μετάβασης αυτής. Μια δραστική και μονομερής μετάβαση στην Ευρώπη θα πιέσει την Ευρωπαϊκή βιομηχανία να πάρει αποφάσεις που μελλοντικά μπορεί να αποδειχθούν πολύ πιο κοστοβόρες για αυτήν και την Ευρώπη συνολικά. Για παράδειγμα, είναι δεδομένο ότι  η πρόσφατη εκτόξευση των τιμών της ενέργειας είναι εν μέρη αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών της Ένωσης. Εάν αυτή η κρίση δεν αντιμετωπιστεί σύντομα, θα οδηγήσει σε μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές αναταράξεις όλη την Ευρώπη. 

Oι ίδιοι κύκλοι θεωρούν πως πρέπει να επιβληθούν φόροι στα κέρδη που αποκόμισαν οι εταιρείες ενέργειας από το άλμα των χονδρεμπορικών τιμών του ρεύματος, όπως έπραξε ήδη η Ισπανία και να σταματήσουν οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας  να αντανακλούν το ράλι των τιμών στην spot αγορά. Η διόρθωση των στρεβλώσεων δεν είναι εύκολη υπόθεση και σίγουρα δεν θα πρέπει να σημαίνει μείωση της προσπάθειας διάσωσης και προστασίας του περιβάλλοντος. Αλλά ο σκοπός οποιασδήποτε πολιτικής θα πρέπει να είναι η μεγαλύτερη εφικτή αποτελεσματικότητα με το δυνατόν λιγότερο κόστος, υποστηρίζουν στελέχη της αγοράς.

Την ίδια ώρα που διατυπώνονται όλες αυτές οι ενστάσεις και ένα πνεύμα αμφισβήτησης που διαπερνά μεγάλα τμήματα του ενεργειακού -και όχι μόνο - κλάδου, παρατηρούνται κάποιες τάσεις αποκλιμάκωσης των τιμών του φυσικού αερίου στο ολλανδικό hub TTF, από τα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας. Από το ρεκόρ των 116,02 ευρώ ανά μεγαβατώρα στις 5 Οκτωβρίου για συμβόλαιο παράδοσης στις 28 του μήνα, χθες 12/10 διαμορφώθηκε σε 88,11 ευρώ ανά μεγαβατώρα και τα συμβόλαια παράδοσης Νοεμβρίου στα 87,2 ευρώ.

Όπως υποστηρίζουν στελέχη της αγοράς η ανάσχεση του ράλι των τιμών αποδίδεται στην αύξηση των παραδόσεων φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στην Ευρώπη τις τελευταίες ημέρες. Εν τούτοις, παρά την ορατή βελτίωση σε επίπεδο τιμών, ακόμη αν σταθεροποιηθεί το εύρος διακύμανσής τους δεν παύει να κινείται απείρως υψηλότερα πέρυσι τον Οκτώβριο, όταν η τιμή του TTF για συμβόλαια Νοεμβρίου διαμορφώνονταν εγγύς των 14,5 ευρώ ανά μεγαβατώρα.

Όσον αφορά για τα συμβόλαια παράδοσης Δεκεμβρίου αυτά κυμαίνονται στην περιοχή των 84,4 ανά μεγαβατώρα. Κύκλοι της αγοράς επισημαίνουν ότι η αποκλιμάκωση του κόστους θα αρχίσει να γίνεται αισθητή από τον Φεβρουάριο του επομένου έτους, με αιχμή τον ερχόμενο Απρίλιο, όταν προβλέπεται ότι η τιμή θα κινηθεί πέριξ των 43 ευρώ ανά μεγαβατώρα, από μόλις 20 ευρώ την αντίστοιχη χρονική περίοδο το 2020.