Τρέχουν και δεν Φτάνουν στις Βρυξέλλες με τις Τιμές-Σοκ της Ηλεκτρικής Ενέργειας - Ποιές Λύσεις Προτείνει η Αγορά

Τρέχουν και δεν Φτάνουν στις Βρυξέλλες με τις Τιμές-Σοκ της Ηλεκτρικής Ενέργειας - Ποιές Λύσεις Προτείνει η Αγορά
του Αδάμ Αδαμόπουλου
Τρι, 21 Σεπτεμβρίου 2021 - 13:13

Η βιομηχανία και οι καταναλωτές θα πρέπει να αναμένουν τη διατήρηση υψηλών τιμών στην ενέργεια έως και τον Απρίλιο του 2022, υποστηρίζουν κορυφαία στελέχη της αγοράς. Το κόστος του φυσικού αερίου αυτή την περίοδο, αλλά και τους μήνες που έρχονται δεν συμβάλει στην αποκλιμάκωση των τιμών, τουλάχιστον έως και το α’ τρίμηνο του επόμενου έτους

Ήδη τα τιμολόγια λιανικής του καυσίμου για τον επόμενο μήνα,Οκτώβριο, παραπέμπουν σε αυξήσεις που φθάνουν  και στο 110% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο, πέρυσι. Ήτοι, οι τιμές βάσης κυμαίνονται πέριξ των 40 ευρώ ανά μεγαβατώρα, από 20 ευρώ τον Οκτώβριο του 2020. 

Καταναλωτές και βιομηχανικές επιχειρήσεις αισθάνονται ήδη την πίεση από τη δραματική αυτή  αλλαγή των δεδομένων της αγοράς, οι μικρότερες εταιρείες του τομέα της ενέργειας βλέπουν τον κίνδυνο του λουκέτου να πλησιάζει και οι κυβερνήσεις προσπαθούν με σειρά μέτρων να αναχαιτήσουν το κύμα δυσαρέσκειας που γεννά αυτή η κατάσταση στην αγορά, καθώς οι χρεώσεις έχουν πάρει την ανιούσα και κινούνται σε τριψήφια ποσοστά. Ακόμα χειρότερη είναι η εικόνα στη βιομηχανία, ιδίως για τις επιχειρήσεις της Υψηλής Τάσης που δεν είχαν συνάψει συμβάσεις με πάροχο. Το ράλι των τιμών χονδρεμπορικής ρεύματος επηρεάζει τη λειτουργία και ευρύτερα, τις προοπτικές των μεγάλων βιομηχανιών  που βρίσκονται ενώπιον του φάσματος μεγάλων αυξήσεων στις τιμές που πλήρωναν έως τώρα.  

Σε αυτό το δυσοίωνο περιβάλλον και ενώ ακούγονται ορισμένες φωνές που καλούν για ψυχραιμία, υποστηρίζοντας πως αυτή η κατάσταση είναι συγκυριακή, η προσοχή όλων στρέφεται στο άτυπο συμβούλιο υπουργών Ενέργειας που συγκαλείται αύριο Τετάρτη, 22/9, αλλά και στις επόμενες κινήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σε αυτή τη συνάντηση, οι υπουργοί των 27 χωρών-μελών της Ε.Ε. θα εξετάσουν τρόπους για μια παρέμβαση στο ανώτατο δυνατό επίπεδο που θα αποσκοπεί στη μείωση των τιμών στα χρηματιστήρια ρύπων, που παραμένουν, εν μέσω και καταγγελιών για χειραγώγηση, πάνω από τα 60 ευρώ ο τόνος. Ο προβληματισμός στις Βρυξέλλες μεγαλώνει αν προστεθεί στην όλη εξίωση και οι ολοένα και εντεινόμενες αντιδράσεις των ευρωσκεπτικιστών, για τις επιπτώσεις του European Green Deal. 

Η αδυναμία της Ευρώπης να ανταποκριθεί έγκαιρα στις απαιτήσεις που η διαμόρφωσε η ίδια, δηλαδή την ταχεία αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή με μαζική εγκατάσταση ΑΠΕ και κυρίως, να προωθήσει την τεχνολογία που θα χρησιμοποηθεί στην αποθήκευση της ενέργειας, όπως επίσης τις διαδυνδέσεις και τα δίκτυα που θα περιόριζαν την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο, όπως και ορισμένες άλλες αγκυλώσεις και στρεβλώσεις σε ρυθμιστικό επίπεδο και σε επίπεδο νοοτροπίας ορισμένων κρατών-μελών, καθυστερούν τη μετάβαση σε συνθήκες οικονομίας μηδενικού άνθρακα.

Το energia.gr μίλησε για όλα αυτά με κορυφαίο στέλεχος μεγάλης ιδιωτικής εταιρείας ενέργειας. Για το ζήτημα των ευθυνών, υποστήριξε πως οι Βρυξέλλες ευθύνονται μόνο για το κομμάτι που αφορά στους ρύπους. «Οι ρύποι ανεβαίνουν για να υποστηριχθούν οι ΑΠΕ,αλλά εδώ τη διαφορά –σ.σ. το άλμα των τιμών του ρεύματος- δεν την έκαναν οι ρύποι, αλλά το κόστος του φ. αερίου που ακρίβυνε πάνω από 110% σε σχέση με τον Μάιο. Αυτό είναι το μεγάλο κόστος» είπε χαρακτηριστικά.

Περιγράφοντας τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να μειωθεί αυτό το κόστος, είπε πως αυτό μπορεί να γίνει είτε με τα διμερή συμβόλαια ΡΡΑ, είτε με το net metering, είτε με αντιστάθμιση κινδύνου (hedging), δηλαδή,  με αγορές συμβολαίων  forward ώστε να αποφύγει μια εταιρεία το ρίσκο που ενέχει η συναλλαγή επί τιμών σε ημερήσια βάση.

«Στη συγκυρία αυτή, η επιλογή της παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με ΑΠΕ θα ήταν η ιδανική, εφόσον είχε επιλυθεί το ζήτημα της μεγάλης κλίμακας αποθήκευσης. Η ενέργεια από τις ανανεώσιμες είναι πάρα πολύ φθηνή σε σχέση με όλα τα άλλα παραδοσιακά καύσιμα, επειδή ο παραγωγός εξασφαλίζει μια σταθερή τιμή και δεν εξαρτάται από τις διακυμάνσεις των τιμών στην αγορά. Για παράδειγμα, το κόστος μιας μεγαβατώρας από φωτοβολταϊκά κυμαίνεται στα 35-40 ευρώ και με την αποθήκευση μπορεί να ανέβει στα 50-60 ευρώ. Προς αυτά τα έργα πρέπει να πιέσει η Πολιτεία, για να απεξαρτηθούμε από τα εισαγόμενα καύσιμα», τόνισε.

Μιλώντας για τα πρόσφατα μέτρα που αακοίνωσε η κυβέρνηση για να υποστηριχθούν οι καταναλωτές, είπε πως οι επιδοτήσεις δεν αφορούν στην αγορά αλλά απλώς στο να διορθώσουν το κόστος του νοικοκυριού. «Όταν υλοποιηθούν τα μέτρα, το τρίμηνο Οκτώβριος-Δεκέμβριος, η αγορά μπορεί να είναι ψηλότερα, αλλά μπορεί να είναι και χαμηλότερα. Κανείς δεν το γνωρίζει. Ωστόσο, όπως δείχνουν οι κινήσεις στις forwards markets και στα χρηματιστηριακά προϊόντα που υποστηρίζουν αυτές οι τιμές, διαφαίνεται η αποκλιμάκωσή τους από το β’ τετράμηνο του επόμενου έτους, ενώ στο α’ τρίμηνο του 2022, οι τιμές φαίνεται να διατηρούνται ακόμα σε υψηλά επίπεδα. Πιστεύω πως όλο αυτό που συμβαίνει αυτή την περίοδο είναι συγκυριακό και θα ανακοπεί επειδή θα πέσει, νομοτελειακά, η ζήτηση. Δεν μπορεί να ανεβαίνουν εσσαεί οι τιμές» είπε.

Τέλος, σε ερώτησή μας για το εάν διαβλέπει κινήσεις διόρθωσης της αγοράς, με συγχωνεύσεις, εξαγορές ή λουκέτα μικρότερων εταιρειών, απάντησε πως απαιτούνται τεράστια κεφάλαια κίνησης, επειδή μια εταιρεία αγοράζει ενέργεια σε εβδομαδιαία βάση και την πληρώνεται από τους πελάτες της ύστερα από μερικούς μήνες. Όσον αφορά δε στην επικοικωνιακή πολιτική που ακολουθεί το Υπουργείο, αναφορικά με τα μέτρα ελάφρυνσης των καταναλωτών, υποστήριξε πως υπάρχει μια καταφανής προσπάθεια να χρησιμοποιθεί η ΔΕΗ ως μοχλός πίεσης των ιδιωτών παρόχων ώστε να επωφεληθεί η Δημόσια Επιχείρηση από τη φυγή πελατών από αυτούς.