Η ώρα της αλήθειας έφτασε. Η Τζο Μπάιντεν ξεκινά σήμερα  την πρώτη του περιοδεία στην Ευρώπη ως πρόεδρος των ΗΠΑ για να παραστεί στις συνόδους της G7, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Στόχος του, όπως ο ίδιος έχει επισημάνει, η επαναπροσέγγιση με την ΕΕ, μετά από τέσσερα πολύ δύσκολα χρόνια. Υπενθυμίζεται ότι ο Τραμπ απέσυρε την χώρα από την συμφωνία για το κλίμα και το Ιράν και υπήρξε σφοδρότατος επικριτής της συνεισφοράς των Ευρωπαίων στο ΝΑΤΟ. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ήρθε σε ανοικτή ρήξη με το Βερολίνο, ενώ υπήρξε υποστηρικτής του Brexit! 

Ο καθείς λοιπόν αντιλαμβάνεται ότι το έργο του Μπάιντεν δεν είναι εύκολο. Οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με τους Ευρωπαίους δεν μπορούν να αποκατασταθούν εν μια νυκτί. Μπορούν ωστόσο να τεθούν οι βάσεις για να γίνει αυτό στο μέλλον.

 

Στις Βρυξέλλες πάντως τον αναμένουν μετά βαΐων και κλάδων. «Η Αμερική επέστρεψε» δήλωσε περιχαρής ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ. «Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ξανά ένα πολύ δυνατό σύμμαχο για να προωθήσουμε μια πολύπλευρη σχέση….μια μεγάλη διαφορά σε σχέση με την διακυβέρνηση Τραμπ», συμπλήρωσε. Στην ατζέντα των συζητήσεων βρίσκονται οι αλυσίδες προμήθειας των εμβολίων αλλά και η φορολόγηση των κολοσσών του διαδικτύου. Το περασμένο Σαββατοκύριακο οι υπουργοί Οικονομικών των G7  κατέληξαν σε μια ιστορική συμφωνία: τη φορολόγηση πολυεθνικών εταιριών και τεχνολογικών γιγάντων στις χώρες όπου κάνουν το μεγαλύτερο τζίρο. Η Google για παράδειγμα θα καταβάλλει φόρους στην χώρα που έχει τα μεγαλύτερα έσοδα από διαφημίσεις και όχι στην Ιρλανδία όπου είναι η έδρα της στην ΕΕ. Και η Amazon εκεί όπου διασφαλίζει τα μεγαλύτερα έσοδα και όχι στην έδρα της στο Λουξεμβούργο. Το ίδιο ισχύει και για τη γερμανική Volkswagen, η οποία πουλά τα περισσότερα οχήματά της στην κινεζική αγορά. Η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν ελπίζει ότι οι αμερικανικοί ψηφιακοί κολοσσοί θα πληρώνουν στο μέλλον περισσότερους φόρους στις ΗΠΑ, αλλά και ότι θα έχει μεγαλύτερα έσοδα από ευρωπαϊκές εταιρίες με σημαντική οικονομική δραστηριότητα στην Αμερική. Το μεγαλύτερο όμως στοίχημα είναι πως η παγκόσμια οικονομία θα επανέλθει  μετά την υγειονομική κρίση και κυρίως μετά τα μεγάλα έκτακτα κονδύλια που δαπανήθηκαν για να μην επέλθει ένα ακόμη παγκόσμιο κραχ.

Πέρα όμως από τα οικονομικά ζητήματα, στο επίκεντρο θα βρεθεί και η απάντηση των G7 στην απειλητική άνοδο της Κίνας και την αλαζονεία της Ρωσίας, ειδικά μετά την στήριξη που παρείχε στην κρατική αεροπειρατεία που ενορχήστρωσε το καθεστώς Λουκασένκο. Στις 15 Ιουνίου, ο Αμερικανός πρόεδρος θα παραστεί στη σύνοδο κορυφής ΗΠΑ-ΕΕ και στη συνέχεια θα αναχωρήσει για τη Γενεύη της Ελβετίας, όπου θα συναντηθεί στις 16 του μήνα με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν. Αν και τόσο το Κρεμλίνο όσο και ο Λευκός Οίκος έχουν μειώσει τις προσδοκίες για οποιοδήποτε απτό αποτέλεσμα, θα είναι η πρώτη φορά που οι δύο ηγέτες συναντώνται μετά την πρώτη μεγάλη κρίση που υπέστησαν οι σχέσεις τους νωρίτερα φέτος.  Μόσχα και Ουάσινγκτον ανακάλεσαν τους πρεσβευτές τους «για διαβουλεύσεις», αφού ο Τζο Μπάιντεν χαρακτήρισε τον Πούτιν «δολοφόνο». Στο στρατιωτικό πεδίο -στην Ουκρανία, τη Συρία και την Αρκτική μεταξύ άλλων - οι δύο χώρες αλληλοκατηγορούνται για στρατιωτικό επεκτατισμό. Το τέλος μιας σειράς συμφωνιών εγείρει φόβους για μια κούρσα εξοπλισμών.

Οι ΗΠΑ θέλουν να επιμείνουν στην πρόσφατη ανάπτυξη περίπου 100.000 Ρώσων στρατιωτών στα σύνορα με την Ουκρανία, η οποία είχε προκαλέσει ανησυχία για μια ακόμη ρωσική εισβολή στη χώρα, μετά την απώλεια της Κριμαίας το 2014.Η δε Μόσχα εκτιμά ότι τα στρατιωτικά γυμνάσια και η ανάπτυξη δυνάμεων από το ΝΑΤΟ και την ανατολική Ευρώπη αποτελούν τη μεγαλύτερη περιφερειακή απειλή.

Εξαιρετικά σημαντική ειδικά για τα ελληνικά συμφέροντα θα είναι και η συνάντηση του Μπάιντεν με τον Ταγίπ Ερντογάν στις 14 Ιουνίου στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ. Παρά την φαινομενικά αυστηρή στάση που τηρούν οι ΗΠΑ απέναντι στην Άγκυρα, είναι σαφές ότι ο Μπάιντεν δεν θέλει να διακόψει κάθε δεσμό με την Τουρκία και να την απομακρύνει από το άρμα της Δύσης.  

Ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Τζέικ Σάλιβαν ανέφερε προ ημερών  ότι οι δυο ηγέτες θα έχουν  μια εκτεταμένη συζήτηση, για ζητήματα που περιλαμβάνουν την Ανατολική Μεσόγειο, τη Συρία, το Αφγανιστάν, καθώς και τρόπους αντιμετώπισης ορισμένων διαφορών μεταξύ της Ουάσινγκτον και της Άγκυρας. Ο Ερντογάν πάντως σχεδιάζει να θέσει επί τάπητος το θέμα που τον «καίει», δηλαδή τις κυρώσεις των ΗΠΑ εναντίον της Τουρκίας για την προμήθεια του ρωσικού εξοπλιστικού συστήματος S-400, καθώς και θέματα που σχετίζονται με την Συρία και το Ισραήλ, δήλωσε ο εκπρόσωπος του Τούρκου Προέδρου στην τουρκική εφημερίδα Hurriyet. Αν και σε κανένα από αυτά τα τρία θέματα δεν υπάρχει σύγκλιση απόψεων, ΗΠΑ και Τουρκία έχουν αποδείξει και στο παρελθόν ότι μπορούν να βρουν τρόπους να συνεργασθούν. Ίδωμεν..