Η αναθεώρηση των στόχων και των πολιτικών για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια κρίνεται ως μια απόφαση απαραίτητη, μετά και την πιο φιλόδοξη απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030.  Η μείωση τόσο των εκπομπών, όσο και η υλοποίηση της ευρωπαϊκής δέσμευσης για κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050 αποτελούν σημαντικούς στόχους. Καθοριστικής σημασίας θα είναι και η Σύνοδος της Γλασκώβης για το κλίμα, όπου αναμένεται να αποφασιστούν πιο φιλόδοξες δεσμεύσεις. Στα θετικά δεδομένα υπολογίζεται

πως τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα έχουν αρχίσει και επανέρχονται στην συμφωνία του Παρισιού, όπως εκτιμούν αναλυτές.

Στη χώρα μας η ενεργειακή εξοικονόμηση αποτελεί προτεραιότητα για το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Ο στόχος της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων συνδέεται και με το γεγονός πως όλα τα νέα κτίρια πρέπει να είναι NZEB. Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, το υφιστάμενο κτιριακό απόθεμα στην Ελλάδα περιλαμβάνει περίπου 4,1 εκατομμύρια κτίρια, η πλειοψηφία των  οποίων έχουν κατασκευαστεί πριν το 1980.

Στην έρευνα ομάδας του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών που απαρτίζεται από την κα Έλενα Γεωργοπούλου, κύρια ερευνήτρια, ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ, τον κ. Σεβαστιανό Μοιρασγεντή, Διευθυντή Ερευνών, ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ, τον κ. Γιάννη Σαραφίδη,  κύριο ερευνητή, ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ, τον καθηγητή κ. Δημήτρη Λάλα, εξωτερικό επιστημονικό Συνεργάτη του ΕΑΑ και τον κ. Νίκο Γάκη, εξωτερικό επιστημονικό συνεργάτη του ΕΑΑ, με τίτλο: «Βελτιώσεις μεγάλης κλίμακας της ενεργειακής απόδοσης στα ελληνικά κτίρια», εξάγονται μια σειρά κρίσιμα συμπεράσματα. Μεταξύ αυτών το γεγονός πως η «ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος θα απαιτήσει επαρκή δημόσια χρηματοδότηση και μόχλευση σημαντικών ιδιωτικών κεφαλαίων». Οι ερευνητές χαρακτηρίζουν ακόμα τα ποσά που προβλέπονται για κάθε κτίριο -με βάση τις εκτιμήσεις του ΕΣΕΚ- μικρά τα οποία και προσανατολίζονται για ήπιας μορφής παρεμβάσεις. Ειδικότερα, υιοθετούν ένα «πράσινο σενάριο», λαμβάνοντας υπόψη μια σειρά από παραμέτρους: όπως ότι μέχρι το 2050 όλα τα κτίρια που έχουν κατασκευαστεί πριν από 1980 θα έχουν ενεργειακά αναβαθμιστεί. Όλα τα νέα κτίρια μετά το 2030 θα είναι κτίρια σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης. Επίσης, το 2050 σχεδόν όλες οι ενεργειακές ανάγκες για τη θέρμανση χώρων θα καλύπτονται από αντλίες θερμότητας, θα εκτυλίσσεται η περεταίρω αξιοποίηση της βιομάζας και των αποβλήτων στους βιομηχανικούς κλάδους, ενώ θα έχουν ολοκληρωθεί όλες οι μεγάλες διασυνδέσεις μεταξύ της ηπειρωτικής χώρας και των μεγάλων νησιών. Με βάση τις παραπάνω παραμέτρους αναμένεται η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, σε σχέση με την υφιστάμενη κατανάλωση, σε όλους τους τομείς τελικής κατανάλωσης, εκτός της βιομηχανίας. Η μείωση της κατανάλωσης επιταχύνεται μετά το 2035. Επίσης, μετά το 2035 η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, ανά καύσιμο θα προέρχεται κυρίως από τη μείωση προϊόντων πετρελαίου στις κατοικίες, φτάνοντας το 50%, σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα, ενώ την ίδια περίοδο η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται κατά το ίδιο ποσοστό.

Η παράμετρος της ενεργειακής φτώχειας

Αξίζει να σημειωθεί πως δύο σημαντικοί παράγοντες που θα επηρεάσουν την πορεία της ενεργειακής εξοικονόμησης είναι η αναγκαία χρηματοδότηση των δράσεων, καθώς και ο παράγοντας της ενεργειακής φτώχειας. Οι ερευνητές διαπιστώνουν πως «υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη ενός ισχυρού rebound effect (της τάξης του 80%) στον τομέα στην Ελλάδα, δεδομένης και της πίεσης που έχουν δεχθεί τα νοικοκυριά τα προηγούμενα χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης, είναι πιθανό τα οφέλη από την υλοποίηση μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια να λαμβάνονται με τη μορφή βελτιωμένων ενεργειακών υπηρεσιών και να μην οδηγούν σε σημαντική μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης».

Πάντως, εξίσου ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως η πλειοψηφία των Ελλήνων ιδιοκτητών αν και θέλει να ανακαινίσει την οικία του δηλώνει πως αδυνατεί να το κάνει, σύμφωνα με έρευνα της Διεθνούς Ένωσης Ιδιοκτητών Ακινήτων. Ειδικότερα, το 86% των ερωτηθέντων θεωρούν σημαντικό να ανακαινίσουν τις ιδιοκτησίες τους και να τις κάνουν ενεργειακά αποδοτικότερες και βιώσιμες, και ότι το 65% των ερωτηθέντων θέλουν αλλά δεν μπορούν να ανακαινίσουν τις κατοικίες τους.