Πλήρως Ασύμβατη η Κυβερνητική «Εχθρότητα» στις Έρευνες Υδρογονανθράκων με τη Στρατηγική του ΔΕΣΦΑ

Πλήρως Ασύμβατη η Κυβερνητική «Εχθρότητα» στις Έρευνες Υδρογονανθράκων με τη Στρατηγική του ΔΕΣΦΑ
του Κ.Ν. Σταμπολή
Παρ, 16 Απριλίου 2021 - 16:38

Θα πρέπει κάποτε να σοβαρευτούμε σε αυτή την χώρα και μάλιστα σε υψηλό κυβερνητικό επίπεδο και να σταματήσουμε να κοροϊδεύουμε πρώτα τους εαυτούς μας  και ακολούθως το εκλογικό σώμα. Η ακολουθούμενη σήμερα άκρως αντιφατική στάση της κυβέρνησης που από την μια μεριά αντιτίθεται στις έρευνες υδρογονανθράκων και από την άλλη υποστηρίζει την αυξημένη χρήση φυσικού εκπέμπει ένα μάλλον θαμπό έως και αρνητικό σήμα για την ενεργειακή της στρατηγική και τις επενδύσεις

Γιατί πως διαφορετικά μπορούμε να εξηγήσουμε την απόλυτα αντιφατική στάση της κυβέρνησης που από την μια πλευρά παινεύεται (και δικαίως) για την προώθηση του μεγαλεπήβολου 10 έτους προγράμματος του ΔΕΣΦΑ ύψους € 540 εκ. που μόλις εγκρίθηκε και από την άλλη οξύνει την εχθρική στάση που έχει υιοθετήσει,εδώ και καιρό, ως προς τις έρευνες υδρογονανθράκων.Και αυτό παρά το γεγονός ότι η ίδια η σημερινή κυβέρνηση τον Οκτώβριο 2019 κύρωσε με νόμο στην Βουλή σημαντικές  σε έκταση και ερευνητικό ενδιαφέρον παράκτιες  παραχωρήσεις σε Δυτική Ελλάδα και ΝΔ της Κρήτης με την συμμετοχή μεγάλων εταιρειών (ExxonMobil,Total, ΕΛΠΕ) 

Να σημειωθεί δε ότι μέχρι τις αρχές του τρέχοντος έτους η Ελλάδα είχε 13 ενεργές παραχωρήσεις (Β. Αιγαίο, Δυτική χερσαία Ελλάδα, Ιόνιο, Κυπαρισιακός, Λυβικό και ΝΔ της Κρήτης) με 5 συνολικά εταιρείες να τις μοιράζονται. Στις ανωτέρω τρεις θα πρέπει να προστεθούν οι Repsol και η Energean. Είναι η πρώτη φορά που η χώρα μας είχε συγκεντρώσει  τόσες πολλές παραχωρήσεις και μάλιστα με την συμμετοχή μεγάλων και καταξιωμένων εταιρειών. Όμως η κυβέρνηση παρασυρμένη από το όραμα της "πράσινης" ανάπτυξης και την προπαγάνδα των Βρυξελλών και θέλοντας να αποφύγει ρήξη με τις περιβαλλοντικές οργανώσεις ακτιβιστών (Greenpeace και WWF) έχει υιοθετήσει μια αδιάφορη ως και εχθρική στάση  απέναντι στις εταιρείες που βάσει πολύ αυστηρών συμβάσεων με το Ελληνικό Δημόσιο έχουν επενδύσει, και θα εξακολουθήσουν να επενδύουν, σημαντικά ποσά  με απώτερο στόχο την ανακάλυψη και εκμετάλλευση του σοβαρού υδρογανανθρακικού πλούτου που διαθέτει η χώρα μας.

Βάσει τελευταίων στοιχείων από τις εταιρείες αλλά και από την ΕΔΕΥ (Έκθεση 2020) προκύπτει ότι η Ελλάδα διαθέτει πολύ αξιόλογες σε μέγεθος εκμεταλλεύσιμες ποσότητες υδρογονανθράκων της τάξης των 2,5 με 3,0 τρισεκ.κυβ.μέτρων αερίου και αντίστοιχες πετρελαίου σε υποθαλάσσια κυρίως κοιτάσματα. Αρκετά υψηλές ποσότητες που όχι μόνο θα καταστήσουν την χώρα ενεργειακά αυτάρκη αλλά θα αποτελέσουν βασική πηγή τροφοδοσίας για την Ευρώπη ενισχύοντας την ενεργειακή της ασφάλεια.Σήμερα, όμως αποτέλεσμα της αβελτηρίας της κυβέρνησης-αφού συστηματικά κωλυσιαργεί στη έκδοση  απαραίτητων εγκρίσεων και αδειών - ενώ παράλληλα χαϊδεύει κυριολεκτικά τις περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι εταιρείες όπως μας πληροφορούν "αντιμετωπίζουν ένα απόλυτα εχθρικό περιβάλλον". 

Για αυτό και έχει ξεκινήσει το ξήλωμα του επενδυτικού καμβά με την Ισπανική Repsol, εγγράφοντας ζημιές άνω των € 60 εκατ., να έχει ήδη αποχωρήσει  από όλες τις παραχωρήσεις της. Σύμφωνα με πληροφορίες μας πρόκειται σύντομα να ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες. Δηλαδή μία προσπάθεια που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2010 και μετά από πολύ κόπο και προσπάθειες από σειρά κυβερνήσεων πέτυχε στην προσέλκυση σοβαρού επενδυτικού ενδιαφέροντος (σε ένα τομέα που ως γνωστό επιβαρύνει την οικονομία με εκροές της τάξης των € 5,0 με € 7,0 δισεκ τον χρόνο),σήμερα τινάζεται κυριολεκτικά στον αέρα χάρη ιδεολογημάτων και εσφαλμένων εκτιμήσεων από το λεγόμενο "επιτελικό κράτος". 

Γιατί ασφαλώς και είναι εσφαλμένη η εκτίμηση του οικονομικού επιτελείου ότι τα Ελληνικά κοιτάσματα αποτελούν stranded assets και ότι η απόφαση για απολιγνιτοποίηση πρέπει υποχρεωτικά να σημάνει και το τέλος στην χρήση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Κάθε άλλο αφού η "ενεργειακή μετάβαση" θα είναι μια μακρόσυρτη υπόθεση αφού βάσει των προβλέψεων  όλων των σοβαρών οργανισμων και think tanks,τα ορυκτά καύσιμα θα εξακολουθούν και στα το 2050, βάσει και των πλέον ελπιδοφόρων και αισιόδοξων σεναρίων, να καλύπτουν πάνω απο το 60% των ενεργειακών αναγκών του πλανήτη. Στη δε Ευρώπη το φυσικό αέριο,με η χωρίς το υδρογόνο,θα εξακολουθήσει για πολλά χρόνια να αποτελεί βασικό καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή, την βιομηχανία και τον οικιακό τομέα. Για αυτό  και η Γερμανία,μεταξύ των  άλλων πολιτικών που προωθεί, δεν κάνει πίσω στην ολοκλήρωση του επίμαχου Nord Stream 2  ( Να θυμίσουμε ότι το NS1 λειτουργεί με επιτυχία ήδη απο το 2011).

Ορισμένοι θα παρατηρήσουν ότι το επενδυτικό πρόγραμμα του ΔΕΣΦΑ δεν έχει ουδεμία σχέση με τις έρευνες υδρογονανθράκων αφού οι εμπλεκόμενοι φορείς (ΔΕΣΦΑ,ΕΔΕΥ, ΥΠΑΝ) ούτε οι ίδιοι είναι αλλά ούτε μοιράζονται το ίδιο αντικείμενο και άρα ο ΔΕΣΦΑ μπορεί ανενόχλητος και έμπλεος αισιοδοξίας να προχωρήσει με γοργά και θαρραλέα βήματα μπροστά στην υλοποίηση του φιλόδοξου σχεδίου του που δεν είναι άλλο παρά η ολοκλήρωση του βασικού κορμού μεταφοράς αερίου σε όλη την χώρα. Ένα σχέδιο η υλοποίηση του οποίου θα εξελίσσεται καθώς θα αυξάνεται η κατανάλωση αερίου η οποία το 2020 σημείωσε ιστορικό ρεκόρ στα 63,1 MWh η 5,48 δισεκ.κυβ. μέτρα ενώ το 2025 βάσει σεναρίων του ΔΕΣΦΑ  εκτιμάται οτι αυτή θα φθάσει  τα 7,0 δισεκ. κυβ. μέτρα τον χρόνο, ενώ ανεξάρτητοι μελετητές την τοποθετούν ακόμα και στα 10,0 δισεκ.κυβ. μετρα σε 5 χρόνια από σήμερα. Γιατί καθώς θα προχωρά η απολογνιτοποίηση τόσο θα αυξάνεται η κατανάλωση αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή με το φυσικό αέριο να αποτελεί πλέον την μοναδική πηγή base load.

Όμως με τέτοια υψηλή κατανάλωση και με διασυνδετηρίους  αγωγούς με Βουλγαρία και Β. Μακεδονία σε λειτουργία, και άρα με εξαγωγική δυνατότητα, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να θέλει να αναπτύξει και να αξιοποιήσει τα δικά της εγχώρια κοιτάσματα.

Στην περίπτωση της Ελλάδας αλλά και για πολλές Ευρωπαϊκές χώρες η κατανάλωση αερίου  τις επόμενες δύο δεκαετίες δεν πρόκειται να μειωθεί, όπως πιστοποιούν σωρεία μελετών και προβλέψεων έγκυρων οργανισμών, αλλά αντιθέτως πρόκειται να αυξηθεί ενώ προβλέπεται supply gap -μεταξύ εγχώριας παραγωγής και εισαγωγών ρης τάξης των 80-100 δισεκ. κυβ. μέτρα κατ’ έτος μετά το 2025/26. Άρα η Ελλάδα αν μπορέσει να αναπτύξει τα κοιτάσματα της ( όπως ακριβώς έπραξε το Ισραήλ) θα έχει την δυνατότητα να αναδειχθεί σε ένα υπολογίσιμο προμηθευτή της Ευρωπαϊκής αγοράς.

Θα πρέπει λοιπόν η κυβέρνηση να επανεξετάσει με μεγάλη προσοχή τα στοιχεία των καταναλώσεων, να ακούσει προσεκτικά αυτά που θα τις πουν ιθύνοντες των ΔΕΣΦΑ και ΔΕΠΑ, να καταλάβει επιτέλους ότι η επιθυμητή (και κερδοφόρος για αυτήν) πράσινη ανάπτυξη δεν σημαίνει εγκατάλειψη του αερίου (ιδιαίτερα αφού αυτό θα αποτελέσει την βάση για την ανάπτυξη του υδρογόνου) και να κάνει στροφή 180 μοιρών πριν είναι πολύ αργά και αποχωρήσουν και οι υπόλοιπες πετρελαϊκές απο τις δύσκολα δημοπρατηθείσες και αποκτηθείσες παραχωρήσεις. Εξάλλου όπως έχουμε ήδη επισημάνει από την στήλη η Ελλάδα προσπαθώντας να ξεπεράσει τα δεινά  της 10 έτους οικονομικής κρίσης και κακοδαιμονίας δεν έχει την πολυτέλεια να απορρίπτει επενδύσεις και μάλιστα για ιδεολογικούς λόγους, κατατάσσοντας τες σε καλές και κακές. Η χώρα χρειάζεται επειγόντως επενδύσεις, απόκτηση τεχνολογικού know-how και δημιουργία νέων και καλά αμειβομένων θέσεων εργασίας. Αυτές δεν θα δημιουργηθούν μόνο μέσα απο την πράσινη ανάπτυξη και τον τουρισμό  αλλά θα χρειαστούν επενδύσεις στην βιομηχανία και στο φυσικό αέριο.

Τέλος, ας μην ξεχνάμε τον κομβικό ρόλο που διαδραματίζουν οι έρευνες υδρογονανθράκων στον καθορισμό θαλασσίων ζωνών και της ΑΟΖ, και άρα στη προάσπιση του εθνικού χώρου. Εάν οι εταιρείες αποχωρήσουν άπο τις θαλάσσιες παραχωρήσεις αποδυναμώνεται σοβαρά η διαπραγματευτική θέση της χώρας. Ας μην ξεχνάει και αυτή την ιδιαίτερη κρίσιμη  παράμετρο η κυβέρνηση.