Οι Εταιρείες Εμπορίας Πετρελαιοειδών Απαιτούν Ίση Μεταχείριση- Ζητούν να Πληρώνουν Μειωμένο Μίσθωμα Λόγω Πανδημίας

Οι Εταιρείες Εμπορίας Πετρελαιοειδών Απαιτούν Ίση Μεταχείριση-  Ζητούν να Πληρώνουν Μειωμένο Μίσθωμα Λόγω Πανδημίας
του Αδάμ Αδαμόπουλου
Τετ, 10 Μαρτίου 2021 - 11:54

To Yπουργείο Οικονομικών, με απόφασή του, παρατείνει, την υποχρεωτική μείωση μισθώματος κατά 40% στις επαγγελματικές μισθώσεις, στο πλαίσιο των μέτρων που λαμβάνονται για την ελάφρυνση των επιπτώσεων στην αγορά, από την πανδημία του νέου κορονοϊού. Μάλιστα, διευρύνθηκε ο κατάλογος με τους ΚΑΔ των επιχειρήσεων που ωφελούνται από το μέτρο, για να περιλάβει ακόμη περισσότερες επιχειρήσεις που πλήγηκαν από την υγειονομική κρίση.

Όπως υποστηρίζουν πηγές του ΣΕΕΠΕ, παρά το γεγονός ότι το μέτρο διευρύνθηκε, εντούτοις ο κλάδος χονδρικού εμπορίου καυσίμων στον οποίο δραστηριοποιούνται, σε αντίθεση με τα πρατήρια λιανικής εμπορίας καυσίμων, εξακολουθεί να μένει έξω από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις κάτι που κατά τις ίδιες, συνιστά κατάφωρη αδικία και άνιση μεταχείριση, επειδή οι εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών λειτουργούν, σε μεγάλο βαθμό, μέσω μιας αλυσίδας συμβάσεων μίσθωσης και υπομίσθωσης, ή και παραχώρησης χρήσης.
Έτσι, ενώ στους πρατηριούχους έχει δοθεί το δικαίωμα να καταβάλλουν το 40% του μισθώματος προς τις εταιρείες, δεν έχει συμβεί το ίδιο στις εταιρείες.

Θυμίζουμε ότι αρχικά συνάπτονται συμβάσεις μεταξύ των ιδιοκτητών ακινήτων δηλαδή, οι εκμισθωτές, όπου στεγάζονται τα πρατήρια και των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών, ήτοι, οι μισθωτές. Εν συνεχεία συνάπτονται συμβάσεις ανάμεσα στις εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών, που μπαίζουν το ρόλο των υπεκμισθωτών και των εμπόρων λιανικής και των πρατηριούχων, που είναι οι υπομισθωτές.

Οι εταιρείες εμπορίας μισθώνουν οικόπεδα ή και έτοιμα πρατήρια από τους ιδιοκτήτες των ακινήτων, στα οποία επενδύουν σημαντικά κεφάλαια σε κτιριακό και μηχανολογικό εξοπλισμό και στη συνέχεια τα υπεκμισθώνουν στους πρατηριούχους.

Στο σημείο αυτό επισυμβαίνει, παρατηρούν μέλη του ΣΕΕΠΕ, η άδικη μεταχείριση καθώς η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι ενώ οι εταιρείες πετρελαιοειδών συνεχίζουν να καταβάλλουν στο ακέραιο το ποσό των μισθωμάτων προς τους ιδιοκτήτες των ακινήτων που χρησιμοποιούν, είναι υποχρεωμένες να αποδεχθούν τη μείωση του καταβαλλόμενου σε αυτές μισθώματος από την πλευρά των πρατηριούχων! Όπως υποστηρίζουν, η ίδια στρέβλωση και άνιση μεταχείριση παρατηρείται και στις περιπτώσεις των πρατηρίων καυσίμων που ιδιολειτουργούν, όπου οι εταιρίες υποχρεούνται να καταβάλλουν στο ακέραιο το ποσό των μισθωμάτων στους ιδιοκτήτες των ακινήτων.

Στη συνέχεια οι ίδιες πηγές σχολιάζουν πως ενώ η φιλοσοφία του μέτρου βαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση, εν τούτοις, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εξαίρεση προκαλεί σημαντικές στρεβλώσεις στην αγορά, που έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία της. Και συνεχίζουν: "Ενώ το Υπουργείο Οικονομικών δέχεται ότι η πτώση των πωλήσεων των πρατηριούχων είναι σημαντική, φαίνεται να αγνοεί πως η ζημιά που υφίστανται περνά αυτομάτως στις εταιρείες που τους προμηθεύουν με καύσιμα, δηλαδή στις εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική: Η μείωση των πωλήσεων καυσίμων το 2020 ανήλθε σε 22%, ενώ τα στοιχεία από τις πωλήσεις των πρώτων μηνών της νέας χρονιάς είναι ακόμη χειρότερα. Ενδεικτικά τον Ιανουάριο του 2021 η πτώση των πωλήσεων στα «λευκά προϊόντα» άγγιξε το 26%".

Ο ΣΕΕΠΕ θεωρεί πως η πανδημία βρίσκει τον κλάδο σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, γεγονός που προσδίδει απειλητικές διαστάσεις στη βιωσιμότητα των μικρότερων εταιρειών, κάτι που μπορεί να οδηγήσει την αγορά σε ακόμη υψηλότερη συγκέντρωση. Είναι χαρακτηριστικό, υποστηρίζουν στελέχη του Συνδέσμου, ότι ο ενεργειακός μετασχηματισμός, αποτελούσε ήδη πριν από την πανδημία, μια σημαντική πρόκληση, καθώς δημιουργούσε για τα μέλη του κλάδου νέες αυξημένες ανάγκες, όπως νέες επενδύσεις, αλλά και ανάπτυξη & διεύρυνση του χαρτοφυλακίου προϊόντων τους.

Παράλληλα, στο ήδη σημαντικό βάρος που καλούνταν να σηκώσουν, προστέθηκε από τις αρχές του χρόνου και η επιβολή του «πράσινου τέλους» στο πετρέλαιο κίνησης, που ανέρχεται σε 0,03 ευρώ ανά λίτρο, κάτι που αν συνυπολογιστεί απο κοινού με τον ΦΠΑ αγγίζει τα 0,04 ευρώ. Όλα τούτα συμβαίνουν, καθώς ο κλάδος των καυσίμων αποδύεται διαχρονικά σε επενδυτικά εγχειρήματα ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ και παρέχει απασχόληση σε χιλιάδες εργαζομένους.

Οι πηγές του ΣΕΕΠΕ παραπέμπουν στη μελέτη του ΙΟΒΕ, που αποτύπωσε σε αριθμούς την τεράστια συνεισφορά του κλάδου στα δημόσια έσοδα. Παρά την οριακή μείωση (0,9%) σε σύγκριση με το 2018, το 2019 ο κλάδος εισέφερε περισσότερα 3,7 δισ. ευρώ, ενώ ενισχυμένος ήταν και ο δείκτης της απασχόλησης, με τις άμεσες θέσεις να αυξάνονται κατά 15,4%. Παράλληλα, προσθέτουν, οι αμοιβές προσωπικού ανήλθαν σε 71,8 εκατ. ευρώ, ενώ οι εργοδοτικές εισφορές αυξήθηκαν κατά 1,2%, στα 18,8 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία για το 2019.

Τέλος, επισημαίνουν, αξιοσημείωτη είναι και η αύξηση των επενδύσεων απο πλευράς των εταιρειών του κλάδου, καθώς ανήλθαν, το 2019 σε περισσότερα από 86 εκατ. ευρώ, με ποσοστιαία άνοδο της τάξης του 18,5% έναντι του ακριβώς προηγούμενου έτους 2018, ενώ σημαντικό μέρος τους κατευθύνθηκε σε δράσεις για την προστασία του περιβάλλοντος.