Όσο περνούν οι μέρες βαραίνει το κλίμα μεταξύ βιομηχανίας – ΔΕΗ. Μια διαπραγμάτευση που είθισται να γίνεται κάθε δύο χρόνια για τα βιομηχανικά τιμολόγια ρεύματος σήμερα αποκτά νέα διάσταση, λόγω και του κορωνοϊου. Πατώντας στις δυσκολίες από τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία, στη διαλυμένη παραγωγική βάση και στα υψηλά ποσοστά ανεργίας, η βιομηχανία αντιλαμβάνεται ως «casus belli» την απαίτηση της ΔΕΗ να αυξήσει έως και 40% το βιομηχανικό ρεύμα.  Από την πλευρά τους, στελέχη της ΔΕΗ σε σχετική ερώτηση επαναλαμβάνουν ότι «η ΔΕΗ δεν μπορεί να πουλά κάτω του κόστους της» δίχως να σχολιάζουν τις αντιδράσεις της βιομηχανίας.

 

Ο κλάδος βρίσκεται σε αναταραχή, καθώς ακόμη δεν έχει βρεθεί γραμμή επικοινωνίας των δύο πλευρών, με τη ΔΕΗ να έχει στείλει στις ενεργοβόρες βιομηχανίες «τελεσίγραφο»  που λήγει στο τέλος Φεβρουαρίου  ζητώντας ριζικές αλλαγές στην τιμολόγηση. Ο πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας κ. Αντώνης Κοντολέων, σε δηλώσεις του στο «Βήμα της Κυριακής»  ανέφερε ότι η διαπραγμάτευση οδηγείται σε αδιέξοδο. «Θεωρούμε αναγκαία παρέμβαση της κυβέρνησης σε αυτό το κρίσιμο μεταβατικό διάστημα για την αγορά. Δίχως να θέλουμε να είμαστε μάντεις κακών, φοβάμαι ότι θα δούμε για μια ακόμη φορά να σβήνουν φουγάρα στα εργοστάσια, με απόλυτη ευθύνη του κρατικού μονοπωλίου», είπε χαρακτηριστικά. 

Ήδη το ζήτημα απασχολεί τον νέο υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Κώστα Σκρέκα. Όπως  επισημαίνει στέλεχος του υπουργείου, στις προτεραιότητες της νέας πολιτικής ηγεσίας είναι να βρεθεί λύση που θα ικανοποιεί όλες τις πλευρές, υπογραμμίζοντας ότι σύντομα θα οριστεί συνάντηση με τους εκπροσώπους των ενεργοβόρων βιομηχανιών. Η άμεση ανάγκη για μια  …συναινετική βεντάλια προβάλει και από το γεγονός ότι, ο  κύκλος επισκέψεων στα υπουργεία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη θα ξεκινήσει τις επόμενες ημέρες με πρώτο σταθμό το ΥΠΕΝ. Δεν είναι άνευ σημασίας και το ότι ο κ. Σκρέκας, ως τομεάρχης ενέργειας της ΝΔ, εμφανιζόταν να στηρίζει την εφαρμογή μιας βιομηχανικής πολιτικής που θα ενισχύει επιχειρήσεις και εργαζόμενους ως προϋπόθεση εξόδου από τη βαθιά ύφεση.  

Πάντως, παράγοντες που βρίσκονται κοντά στις διαπραγματεύσεις επιμένουν ότι το ζήτημα δεν αναμένεται να έχει κλείσει έως τα τέλη Φεβρουαρίου και θυμίζουν ότι πριν την υπογραφή των προηγούμενων συμβάσεων το 2019 (τις οποίες ορισμένες βιομηχανίες δεν τις δέχθηκαν ποτέ) είχαν προηγηθεί συζητήσεις για τουλάχιστον 1,5 έτος, δίχως να λείπουν οι αντιπαραθέσεις και τα αδιέξοδα. 

Η μετωπική σύγκρουση βιομηχανίας - ∆ΕΗ για τα τιμολόγια ρεύματος πυροδοτήθηκε από επιστολή της ΔΕΗ που ζητά νέες αυξημένες τιμές και θέτει περιοριστικούς όρους καταργώντας τόσο τις χαμηλές χρεώσεις στη νυχτερινή ζώνη (αξιοποιούνται κυρίως από τις χαλυβουργίες και τις τσιμεντοβιομηχανίες) όσο και τις εκπτώσεις όγκου (25% σήμερα, συν 8% για ορισμένες βιομηχανίες) ενώ προτείνει και ρήτρα take or pay επί της μηνιαίας κατανάλωσης. Επίσης, εισάγει ρήτρα προσαύξησης συνδεδεμένη με το συνολικό κόστος της αγοράς εξισορρόπησης την οποία ωστόσο, όπως καταγγέλλει η βιομηχανία,  ελέγχει και διαμορφώνει ως κυρίαρχος παίκτης της αγοράς η ΔΕΗ, γεγονός που δεν αποκλείεται να ανοίξει και τον δρόμο των προσφυγών. Παράλληλα, ανησυχία προκαλεί η πρόταση για εισαγωγή χρεώσεων σε περίπτωση διαφοροποίησης της καταναλωτικής συμπεριφοράς.  

Η βιομηχανία ζητά να συνεχιστεί η εφαρμογή των προηγούμενων συμβάσεων που έληξαν στο τέλος του 2020 και χαρακτηρίζει τους νέους όρους ως καταχρηστικούς. Όπως αναφέρουν εκπρόσωποι των ενεργοβόρων βιομηχανιών η ΔΕΗ δεν είναι μόνον προμηθευτής, αλλά και ο μεγαλύτερος παραγωγός διαμορφώνοντας τις χονδρεμπορικές τιμές του ρεύματος. Από την πλευρά της, η δημόσια επιχείρηση υποστηρίζει ότι ως προμηθευτής αγοράζει ενέργεια από την αγορά για να καλύψει τους πελάτες της, καθώς το ρεύμα της παραγωγής της δεν επαρκεί, και δεν μπορεί να ζημιώνεται πουλώντας κάτω του κόστους. 

Το «τελεσίγραφο» της ΔΕΗ έχουν λάβει 8 ενεργοβόρες εταιρείες (που διαθέτουν συνολικά 15 εργοστάσια ή μονάδες παραγωγής): Βιοχάλκο, τσιμεντοβιομηχανία «Τιτάν», ΕΛΠΕ, χαρτοβιομηχανία ΜΕΛ, «Αλουμίνιον της Ελλάδος», Motor Oil, ΛΑΡΚΟ και Μάνεσης (Χαλυβουργία Ελλάδας). Η συνολική κατανάλωση τους ανέρχεται σε περίπου 5.500 GWh ετησίως, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 15% της συνολικής ετήσιας κατανάλωσης της χώρας και την οποία δεν μπορεί να καλύψει άλλος προμηθευτής ρεύματος στην Ελλάδα, πλην της ΔΕΗ. Όπως αναφέρει ο κ. Κοντολέων, στην ΕΕ, ακόμη και στη γειτονική Βουλγαρία, οι βιομηχανικοί καταναλωτές προμηθεύονται περίπου το 60% της ενέργειας από την αγορά με διμερή συμβόλαια και σταθερές τιμές για κάποια χρόνια και το υπόλοιπο από την spot αγορά σε τρέχουσες τιμές, ενώ στην Ελλάδα δεν υπάρχει ακόμη αυτή η δυνατότητα.