Πως η Δυτική Μακεδονία και η Μεγαλόπολη Μπορούν να Γίνουν Πρότυπα Βιώσιμης Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάπτυξης

Πως η Δυτική Μακεδονία και η Μεγαλόπολη Μπορούν να Γίνουν Πρότυπα Βιώσιμης Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάπτυξης
Του Κωστή Μουσουρούλη*
Τρι, 15 Δεκεμβρίου 2020 - 08:46

Μέσα στο ζοφερό κλίμα που επικρατεί σε όλο τον πλανήτη λόγω της πανδημίας και, ενώ αναμένονται σοβαρές συνέπειες για τις οικονομίες και τις κοινωνίες, στις λιγνιτικές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης στην Αρκαδία συντελείται ένα έργο που στοχεύει στη δημιουργία ενός νέου προτύπου βιώσιμης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Πρόκειται για το Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης των περιοχών αυτών το οποίο έχει

ως αφετηρία το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα στο οποίο προβλέπονται οι βασικές κατευθύνσεις για την επίτευξη των ενεργειακών και κλιματικών στόχων της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων είναι και ο μηδενισμός του μεριδίου του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή έως το 2028, καθώς και το Σχέδιο Βιώσιμη Ευρώπη μέσω του οποίου ο νέος Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης θα παρέχει στήριξη σε περιοχές που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από ορυκτά καύσιμα ή από βιομηχανίες έντασης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (περιοχές μετάβασης).

Η νέα αυτή ενεργειακή και κλιματική πολιτική θα πρέπει να αξιολογείται λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας των λιγνιτικών μονάδων παραγωγής, σε ένα, από καιρό, διαμορφωμένο περιβάλλον στο οποίο η τιμολόγηση του άνθρακα, η προώθηση των ΑΠΕ και της Ενεργειακής Αποδοτικότητας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ε.Ε. σηματοδότησε την στροφή στην «πράσινη» ενέργεια προ 24 ετών, με την Ανακοίνωση της Πράσινης Βίβλου «Ενέργεια για το μέλλον: ΑΠΕ» και με τη θέσπιση της πρώτης δέσμης Οδηγιών για τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής αγοράς, ικανής να αντιμετωπίζει την κλιματική αλλαγή, μέσα από την ανάπτυξη των ΑΠΕ και την δημιουργία ενός μηχανισμού εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου. Η στροφή αυτή, όπως αναμενόταν, επηρέασε καταλυτικά τη λιγνιτική δραστηριότητα στην Ελλάδα.

Συγκεκριμένα, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 οι λιγνιτικές μονάδες λειτουργούσαν ως μονάδες βάσης με συντελεστή εκμετάλλευσης άνω του 90%, με την είσοδο μονάδων φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, από τo 2000 και μετά, η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας άρχισε να λειτουργεί με κριτήρια ένταξης των λιγνιτικών μονάδων στο μεταβλητό τους κόστος. Ακολούθως, το 2013, η κατάργηση των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπής κατέστησε την εξόρυξη λιγνίτη και την εξ αυτού παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έντονα ζημιογόνο, ενώ η αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων αυτών, το 2018, εκτίναξε το κόστος παραγωγής. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τη μείωση των τιμών φυσικού αερίου και της ζήτησης ενέργειας λόγω της οικονομικής κρίσης, συρρίκνωσε την λιγνιτική παραγωγή, με πρώτες συνέπειες τη σώρευση ανεργίας αλλά και την αδυναμία αδιάλειπτης τροφοδοσίας των τηλεθερμάνσεων. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώθηκε στα καθαρά κέρδη προ φόρων των μονάδων κατά την περίοδο 2015-2019, με το μέσο όρο ζημιών να αγγίζει τα 400 εκ. ευρώ, αλλά και στην απασχόληση στις τρεις Περιφερειακές Ενότητες στις οποίες βρίσκονται τα λιγνιτικά κέντρα της χώρας.

Ειδικότερα, στη Δυτική Μακεδονία και στο Λεκανοπέδιο της Μεγαλόπολης, η λιγνιτική δραστηριότητα ήταν επί δεκαετίες κυρίαρχη με αποτέλεσμα την σταδιακή εξασθένηση και την εγκατάλειψη άλλων παραγωγικών τομέων και κλάδων. Οι επιπτώσεις της πολυετούς αυτήες εστίασης στον λιγνίτη είναι εμφανείς σε όλα τα στατιστικά στοιχεία. Εξίσου σημαντικές επιπτώσεις προκάλεσε και η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού για τη συγκρότηση ενός νέου βιώσιμου και διαφοροποιημένου αναπτυξιακού προτύπου αλλά και η έλλειψη των απαραίτητων θεσμικών, οργανωτικών, αλλά και τεχνικών προϋποθέσεων για την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδιασμού.

Με στόχο τη δίκαιη αναπτυξιακή μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, τέθηκαν ως προτεραιότητες, η προάσπιση της απασχόλησης, η αντιστάθμιση των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων της απολιγνιτοποίησης και η διασφάλιση της ενεργειακής αυτάρκειας των περιοχών μετάβασης και της χώρας ευρύτερα, αναπτύσσοντας παράλληλα την τοπική οικονομία. Με πυξίδα τους άξονες αυτούς, αποφασίστηκε η κατάρτιση του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου των λιγνιτικών περιοχών και την κάλυψη των ελλειμμάτων του μέσα από την δημιουργία αξιών σε διαφορετικούς κλάδους και τομείς, αξιοποιώντας τα πολυποίκιλα συγκριτικά πλεονεκτήματα με τα οποία είναι προικισμένες και όλες τις διαθέσιμες πηγές χρηματοδότησης.

Για τις ανάγκες του έργου προσδιορίστηκαν με ακρίβεια και υλοποιήθηκαν οι απαραίτητες επιστημονικές μελέτες, τεχνικές επεξεργασίες καθώς και αναλύσεις της οικονομικής δραστηριότητας, των κοινωνικών συνθηκών και των ενεργειακών χαρακτηριστικών των περιοχών μετάβασης, των συνεπειών της απεξάρτησής τους από τον άνθρακα, των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν καθώς και των αναπτυξιακών αναγκών και των προοπτικών τους.

Το σχέδιο αυτό συνθέτουν πέντε πυλώνες ανάπτυξης, εναρμονισμένοι με τις «ομάδες στόχων πολιτικής» της Ε.Ε. για μία εξυπνότερη, πιο πράσινη, πιο συνδεδεμένη, πιο κοινωνική Ευρώπη και μια Ευρώπη πιο κοντά στον πολίτη: καθαρή ενέργεια, βιομηχανία, βιοτεχνία και εμπόριο, έξυπνη αγροτική παραγωγή, βιώσιμος τουρισμός, τεχνολογία και εκπαίδευση.

Οι πέντε αυτοί πυλώνες στηρίζουν τη μετάβαση σε ένα νέο οικονομικό πρότυπο το οποίο θα αναδεικνύει τις σύγχρονες και καθαρές μορφές ενέργειας, αλλά ταυτόχρονα θα είναι διαφοροποιημένο απελευθερώνοντας την αναπτυξιακή προοπτική περισσότερων κλάδων της οικονομίας. Οι πυλώνες αυτοί θα πρέπει να οικοδομηθούν σε γερά θεμέλια και να υποστηριχτούν από τολμηρές οριζόντιες δράσεις, όπως η ανάπτυξη φυσικών και ψηφιακών υποδομών, η κατάρτιση και η επανακατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού, η καθοδήγηση επιχειρηματικότητας, τα κίνητρα και οι εναλλακτικές χρήσεις γης. Τέλος, δεδομένης την ταχείας διείσδυσης της τεχνολογίας, ο ευρύτερος τεχνολογικός κλάδος θα πρέπει να αποτελέσει ανεξάρτητο πυλώνα ανάπτυξης και στις τοπικές οικονομίες και να διαπνέει και τους υπόλοιπους τομείς, μεταξύ άλλων τη βιομηχανία τελευταίας γενιάς ή τον πρωτογενή τομέα που αξιοποιεί τεχνολογικά εξελιγμένες τεχνικές παραγωγής.

Επιγραμματικά, η Δυτική Μακεδονία, με κύρια πλεονεκτήματα την εκπαίδευση και τον φυσικό πλούτο, μετατρέπεται σε καινοτόμο κέντρο παραγωγής και έρευνας καθαρής ενέργειας με διαφοροποιημένο οικονομικό μοντέλο. Η Μεγαλόπολη, με κύρια πλεονεκτήματα τον φυσικό πλούτο και τις υποδομές, εκσυγχρονίζει το ενεργειακό και βιομηχανικό της προφίλ, με στροφή στην καθαρή παραγωγή και με επανεκκίνηση της βαριάς βιομηχανίας στην περιοχή.

Το σχέδιο παρουσιάστηκε σε συνέντευξη τύπου στο πλαίσιο της οποίας δόθηκε στη δημοσιότητα μαζί με όλο το υποστηρικτικό υλικό, ενώ το ελληνικό κείμενο του σχεδίου, τέθηκε σε ευρύτατη θεσμική δημόσια διαβούλευση από τις 3 Οκτωβρίου έως τις 10 Νοεμβρίου 2020. Στόχος ήταν να λάβει χώρα ένας εποικοδομητικός διάλογος, ώστε να υπάρξουν σχόλια και προτάσεις, να εντοπιστούν πιθανά κενά, να συμπληρωθούν και να ενισχυθούν τα σημεία που χρήζουν βελτίωσης.

Το μεγάλο στοίχημα, είναι η προσέλκυση επενδύσεων. Έχει σχεδιαστεί συγκεκριμένη δέσμη κινήτρων, η οποία θα λάβει τη μορφή ειδικού καθεστώτος ενίσχυσης για τις λιγνιτικές περιοχές, όπου απαιτούνται σημαντικές διαρθρωτικές μεταβολές για τη διαφοροποίηση της παραγωγικής οικονομίας. Οι σχετικές διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται ήδη με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επιπλέον, αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποτελούν οι Κατευθυντήριες Γραμμές Περιφερειακών Ενισχύσεων για την περίοδο 2022-2027, όπου σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής, τα ποσοστά ενίσχυσης θα είναι ιδιαίτερα αυξημένα σε σχέση με τα υφιστάμενα.

Παράλληλα, καταρτίζονται προτάσεις και σχέδια για την υλοποίηση ενός εκτεταμένου προγράμματος δημοσίων έργων, με έμφαση στις υποδομές, τα οποία θα αναμορφώσουν τις επηρεαζόμενες περιοχές και τα οποία αποτελούν σημαντικό προαπαιτούμενο για την υλοποίησή των εμβληματικών επενδύσεων. Τα συγκεκριμένα έργα αναμένεται να δημιουργήσουν μεγάλο αριθμό θέσεων εργασίας, ενώ θα επιλεγούν με κριτήριο τη σκοπιμότητα και την οικονομική βιωσιμότητα τους, ώστε να επιφέρουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα σε όρους επενδύσεων και απασχόλησης.

Ειδική μνεία αξίζει να γίνει στη ρήτρα δίκαιης μετάβασης, η οποία αποφασίστηκε να διατρέχει όλες τις αναπτυξιακές δράσεις του κράτους, ως επιπλέον κίνητρο ή προτεραιότητα. 

Για να εξελιχθούν οι υπό μετάβαση περιοχές σε πρότυπα βιώσιμης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και για τις άλλες ελληνικές περιφέρειες, αυτά τα βήματα πρέπει να πραγματοποιηθούν από κοινού με τις τοπικές κοινωνίες.

 

*Λίγα Λόγια για τον κ. Κωστή Μουσουρούλη 

Φοίτησε στη Λεόντειο Σχολή και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακών τίτλων στην Ευρωπαϊκή Οικονομία (Licence Spéciale) και στις Διεθνείς Σχέσεις (Maîtrise) από το Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών (ULB) και διαθέτει Certificat στη Δημόσια Διοίκηση από το Solvay Brussels School of Economics & Management. Ομιλεί γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά και ισπανικά.

Το 2004 κλήθηκε να αναλάβει τη Γενική Γραμματεία Επενδύσεων και Ανάπτυξης του Υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών και στη συνέχεια, το 2007, ορίστηκε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Ανάπτυξης, αρμόδιος για τον τομέα της Ενέργειας.  Το 2007 η Κυβέρνηση τον όρισε ως εκπρόσωπο της Ελλάδας στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Διετέλεσε Μέλος σε Συμβούλια και Επιτροπές που σχετίζονται με την ενεργειακή πολιτική, όπως στο Διοικητικό Συμβούλιο της Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου (ΔΕΠΑ), στο Συμβούλιο Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής (ΣΕΕΣ), καθώς και στην Επιτροπή Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών.  Ο Κωστής Μουσουρούλης εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής στις Εθνικές Εκλογές του 2009 με τη Νέα Δημοκρατία στο Νομό Χίου. Στις Αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010 εξελέγη Δημοτικός Σύμβουλος του ενιαίου Δήμου Χίου.

Το 2011, ο τότε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Αντώνης Σαμαράς του ανέθεσε τον Τομέα Πολιτικής Ευθύνης Περιφερειακής Πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας. Το 2012, ανέλαβε καθήκοντα Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος. Στις Εθνικές Εκλογές του 2012, επανεξελέγη βουλευτής Χίου και στη συνέχεια διορίσθηκε Υπουργός Ναυτιλίας.

Στις 28 Αυγούστου 2015, κατά τον διορισμό της Υπηρεσιακής Κυβέρνησης Βασιλικής Θάνου από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο, ανέλαβε Αναπληρωτής Υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας μέχρι τη διενέργεια εκλογών στις 20 Σεπτεμβρίου 2015.  Στις 13 Φεβρουαρίου 2020 η Διυπουργική Επιτροπή για την απολιγνιτοποίηση επέλεξε τον Κωσταντίνο Μουσουρούλη ως Συντονιστή του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης των περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης.

 

Διαβάστε ακόμα