Η Ενεργειακή Μετάβαση σε Ρευστό Περιβάλλον: Η Περίπτωση του Φυσικού Αερίου

Η Ενεργειακή Μετάβαση σε Ρευστό Περιβάλλον: Η Περίπτωση του Φυσικού Αερίου
Της Μαρίας Σπυράκη*
Δευ, 7 Δεκεμβρίου 2020 - 11:05

Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του 21ου αιώνα έγκειται στην αειφόρο παραγωγή και χρήση ενέργειας. Η παροχή αξιόπιστης, καθαρής, προσιτής ενέργειας για όλους εγείρει σύνθετα και σημαντικά τεχνικά, κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά, νομικά και ηθικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν ώστε να διασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη. Ο ελληνικός τομέας ηλεκτρικής ενέργειας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ορυκτά καύσιμα,

τα περισσότερα από τα οποία εισάγονται με πρώτο το φυσικό αέριο. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι φυσικό αέριο είναι μια ενεργειακή πηγτης οποίας η ζήτηση θα αυξάνεται ως το 2030 οπότε και θα αρχίσει να μειώνεται δραστικά. Ως εκ τούτου, το φυσικό αέριο είναι ουσιαστικά ένα καύσιμο μετάβασης στην νέα εποχή χωρίς ορυκτά καύσιμα, συμβάλλοντας στο στόχο να μειωθεί το ανθρακικό αποτύπωμα της Ένωσης κατά 55% τουλάχιστον το 2030 και να είναι μηδενικό το 2050.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της πορείας προς το ενεργειακό μείγμα με μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα, είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη την ασφάλεια των προμηθειών και την προσβασιμότητα στις τιμές.

Κανένα είδος και πολύ περισσότερο η ενέργεια δεν μπορεί να είναι ελκυστικό στην αγορά, εάν οι τιμές δεν είναι προσιτές, τόσο σε ό,τι αφορά τους καταναλωτές, όσο και σε ό,τι αφορά την βιομηχανία. Το φυσικό αέριο, με δεδομένες τις υπάρχουσες υποδομές αποθήκευσης στην ΕΕ, συμβάλει στην ασφάλεια των προμηθειών και στην συγκράτηση των τιμών ενέργειας. Για αυτό αντιμετωπίζεται ως μία ενδιάμεση κατάσταση από την πλειοψηφία των «παικτών» στις Βρυξέλλες.

Βεβαίως, η «ασημένια σφαίρα» για την απανθρακοποίηση της ενέργειας στην ΕΕ είναι το «πράσινο υδρογόνο». Το υδρογόνο έχει τη δυνατότητα να γίνει ένας από τους σημαντικότερους ενεργειακούς φορείς του 21ου αιώνα. Ωστόσο, δεν είναι δυνατή η παραγωγή ποσοτήτων που θα καλύψουν τη ζήτηση μέσω ολοκληρωμένης στρατηγικής μέχρι τέλος του 2030. Ενώ μειώνονται οι προσδοκίες και για τον ενδιάμεσο στόχο για το 2024. Η αρχική πρόβλεψη ήταν η παραγωγή «πράσινου υδρογόνου», δηλαδή του υδρογόνου που θα προερχόταν από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, να έφτανε τα 6GW το 2024 και τα 40GW το 2030. Δυστυχώς, η εικόνα που έχουμε από την μελέτη επιπτώσεων της Κομισιόν χαμηλώνει τον πήχη και αναφέρεται σε 11-12GW «πράσινου υδρογόνου» το 2030. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η στρατηγική για το υδρογόνο χρειάζεται σοβαρότατη επιτάχυνση στην υλοποίησης της.

Το βέβαιο είναι ότι για να προχωρήσουμε στην ενεργειακή μετάβαση χρειαζόμαστε πολύ μεγάλες ποσότητες υδρογόνου. Εκεί υπεισέρχεται το φυσικό αέριο, το οποίο μπορεί να δώσει «μπλε υδρογόνο». Παράλληλα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε συστήματα δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα για την δημιουργία μπλε υδρογόνου, αίτημα το οποίο προωθεί έντονα η βαριά Ευρωπαϊκή βιομηχανία. Αυτή η ανάγκη, δηλαδή να έχουμε μια τεχνολογία που παίρνει την ηλεκτρική ενέργεια και την μετατρέπει σε μία άλλη μορφή ενέργειας και την αποθηκεύει μέχρι τη χρήση της, πρέπει στο μεταβατικό στάδιο να περιλαμβάνει το φυσικό αέριο. Μόνο έτσι δε θα τεθεί θέμα ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού και προσιτής ηλεκτρικής ενέργειας, ειδικά για την βιομηχανία.

Ωστόσο, επενδύσεις για το φυσικό αέριο δεν πριμοδοτούνται πλέον στην ΕΕ. Η πολιτική δανεισμού της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΙB) αναφέρει ξεκάθαρα ότι η χρηματοδότηση επενδύσεων φυσικού αερίου σταματά το 2021. Ενώ ανάλογα είναι τα χαρακτηριστικά του θεσμικού πλαισίου που καθορίζει τη χρηματοδότηση στις βιώσιμες επενδύσεις, το λεγόμενο taxonomy. Ειδικότερα, το κοινό σύστημα ταξινόμησης των πράσινων επενδύσεων αναφέρει ότι το φυσικό αέριο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο πολύ περιορισμένης μετάβασης.

Σε αυτή την βάση, οι υπάρχοντες αγωγοί και τα νέα έργα αποθήκευσης φυσικού αερίου αντιμετωπίζουν το σοβαρό κίνδυνο να εξελιχθούν σε παρωχημένες υποδομές.

Επομένως, είναι απαραίτητο να δούμε την αναβάθμιση των υφιστάμενων αγωγών ούτως ώστε στην αμέσως επόμενη δεκαετία να μπορούν να φιλοξενήσουν μεγαλύτερη αναλογία μείγματος σε ποσότητες υδρογόνου - φυσικού αερίου. Μέχρι τώρα το ανεκτό όριο συνολικά στην Ευρώπη δεν ξεπερνά το 15% σε υδρογόνο. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει η πορεία της 4ης λίστας των Σχεδίων Κοινού Ενδιαφέροντος (PCI) και τα έργα που περιλαμβάνοντα σε αυτή, όπως είναι το FSRU στην Αλεξανδρούπολη και η αποθήκη στην Καβάλα. Το κύριο ερώτημα ελληνικού ενδιαφέροντος είναι εάν τα προαναφερθέντα έργα θα περιλαμβάνονται στην 5η λίστα, δεδομένου ότι γίνεται μια μεγάλη συζήτηση για την αναθεώρηση των κριτηρίων PCI με στόχο τον περιορισμό των έργων που σχετίζονται με το φυσικό αέριο. Υπενθυμίζω ότι τα PCI χρηματοδοτούνται από κοινοτικά κονδύλια και κυρίως από τον χρηματοδοτικό μηχανισμό "Συνδέοντας την Ευρώπη" (Connecting Europe Facility), που είναι ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα εργαλεία που έχει Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να υποστηρίξει τις υποδομές.

Είμαστε λοιπόν στο σημείο, που οφείλουμε να εστιάσουμε στις υποδομές και στον τρόπο αναβάθμισης τους ώστε να μπορέσουν να φιλοξενήσουν το αέριο της νέας εποχής, που είναι το υδρογόνο και τα ανανεώσιμα αέρια. Για να κατασκευάσουμε νέες υποδομές αποκλειστικά για το υδρογόνο χρειαζόμαστε κατ’ αρχήν 6.800 χλμ. νέου αγωγού. Ένα τέτοιο έργο είναι πραγματικά οικονομικά δυσβάσταχτο για την Ευρωπαϊκή Ένωση σε αυτή την εποχή.

Ως εκ τούτου το φυσικό αέριο μπορεί να λειτουργεί συμπληρωματικά στη στρατηγική για τα ανανεώσιμα αέρια και το υδρογόνο μέχρι την πλήρη απανθρακοποίηση του ενεργειακού μας μείγματος. Απαραίτητες προϋποθέσεις για να επιτύχουμε την ομαλή και πλήρη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι η διευκόλυνση των επενδύσεων και η σταθερή και στιβαρή δανειακή πολιτική. Κυρίως χρειάζεται μια πολιτική προσέγγιση της μετάβασης που θα έχει τα πόδια της στο έδαφος.

Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο τα Κράτη-Μέλη να προχωρήσουν στη χάραξη εθνικής στρατηγικής για το υδρογόνο που θα συνδυαστεί με την ομαλή μετάβαση. Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η γερμανική στρατηγική σε σχέση με το υδρογόνο, καθώς βλέπει συνολικά την Ευρώπη ως ένα πεδίο παροχής και διακίνησης ενέργειας με εγγύηση σταθερότητας. Η γερμανική στρατηγική για το υδρογόνο θέτει τους όρους της συμπληρωματικότητας που χρειάζεται το πεδίο αυτό προκειμένου η Ευρώπη να έχει επάρκεια και να προηγηθεί σε σχέση με τις τρίτες χώρες στην παραγωγή υδρογόνου.

Καθώς βρισκόμαστε στο 2021 και λείπουν πολλά κομμάτια του παζλ στον ευρωπαϊκό αλλά και στον εθνικό σχεδιασμό της άμεσης μετάβασης σε βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας, θα ήθελα να καταλήξω σε δύο συμπεράσματα:

  • Το πρώτο είναι σε ότι αφορά την τεχνολογία και την ομαλή μετάβαση. Είναι απαραίτητο να επιταχύνουμε, αθροίζοντας χρηματοδότηση και από τους κοινοτικούς πόρους και τους δανειακούς πόρους που έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση και από τον ιδιωτικό τομέα ώστε να διευκολύνουμε την ανάπτυξη της παραγωγής ικανών ποσοτήτων «πράσινου υδρογόνου» και μπαταριών καθώς και την ενδιάμεση χρήση φυσικού αερίου για την παραγωγή «μπλε υδρογόνου».
  • Το δεύτερο που πρέπει επειγόντως και ταυτόχρονα να δούμε είναι πως μπορούμε να εξελίξουμε τις υπάρχουσες υποδομές φυσικού αερίου, αγωγούς και συστήματα αποθήκευσης, ώστε να περάσουμε στην επόμενη ημέρα ομαλά και χωρίς να επενδύουμε χρήματα των ευρωπαίων φορολογουμένων σε μελλοντικά παρωχημένες υποδομές.

 

*Λίγα λόγια για την κα. Μαρία Σπυράκη, Ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας

Έλαβε το Βραβείο του Ευρωβουλευτή της χρονιάς το 2019 για τη Βιομηχανία, την Έρευνα και την Καινοτομία. Είναι ευρωβουλευτής για 2η φορά με την Νέα Δημοκρατία - ΕΛΚ. Είναι μέλος των ITRE, ENVI και Αντιμετώπισης του Καρκίνου.

Διαβάστε ακόμα