Η Χίμαιρα της Πράσινης Ανάπτυξης

Έχουμε βαρεθεί να διαβάζουμε και να ακούμε περί πράσινης ανάπτυξης και πως αυτή, ως δια μαγείας, θα λύσει όλα μας τα προβλήματα. Υπονοώντας, για αυτούς που εμφανίζονται σήμερα διαπρύσιοι υποστηρικτές της, ότι η «πράσινη ανάπτυξη», μεταξύ άλλων, θα συμβάλλει απόλυτα και καταλυτικά στην αντιμετώπιση των τεράστιων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, τα οποία αίφνης δημιουργήθηκαν συνέπεια της κρίσης του κορωνοϊού. Το σύνθημα περί «πράσινης ανάπτυξης» έχει «ριχθεί» από πολύ υψηλά εδώ και ένα περίπου χρόνο, δηλαδή από τότε που ανέλαβε τα «ηνία» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η ομάδα της Γερμανίδας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του Ολλανδού Τίμερμανς υπό την υψηλή εποπτεία της Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ. 

energia.gr
Τετ, 29 Ιουλίου 2020 - 13:39

Η δε πολιτική αυτή προωθείται με συστηματικό, εάν όχι επιθετικό τρόπο, υπό το έωλο επιχείρημα της Κλιματικής Αλλαγής και της ύψιστης δήθεν ανάγκης αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου εδώ και τώρα.

Τελευταία, μάλιστα, έχει εργαλειοποιηθεί και η κρίση του κορωνοϊού για να ενισχύσει τα επιχειρήματα της Κομισιόν περί ταχείας μετάβασης σε ένα «πράσινο» μοντέλο ανάπτυξης. Τώρα τι σχέση μπορεί να έχει η κρίση του κορωνοϊού, που αποτελεί πρωτίστως ένα υγειονομικό θέμα, με την «πράσινη ανάπτυξη» θα μας το εξηγήσουν ασφαλώς, εν ευθέτω χρόνω, οι εγκέφαλοι των Βρυξελλών και αφού εν τω μεταξύ θα έχουν τινάξει την μπάνκα στον αέρα.

Η λογική της «πράσινης» στροφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει δύο σκέλη. Το πρώτο είναι ότι η ΕΕ νοιάζεται ειλικρινά για την διάσωση του πλανήτη από την επερχόμενη  καταστροφή ελέω Κλιματικής Αλλαγής και άρα είναι υποχρεωμένη να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για μείωση των εκπομπών και μάλιστα να τις μηδενίσει μέχρι το 2050! Στο δε πολύ λογικό ερώτημα γιατί την στιγμή που η ΕΕ έχει αναλογικά αλλά και σε απόλυτα νούμερα, σε σύγκριση με όλους τους άλλους μεγάλους ρυπαντές (δηλ. ΗΠΑ, Κίνα, Ινδία, Ρωσία) τις χαμηλότερες εκπομπές (η ΕΕ συμβάλλει συνολικά το 12,6% των παγκόσμιων ρύπων και, μάλιστα, με μειούμενους ρυθμούς), η συνήθης και μάλλον βλακώδης απάντηση είναι ότι «επιθυμεί» να ηγηθεί δια του παραδείγματος. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, συναινεί όπως όλες οι άλλες χώρες που δεν έχουν παρόμοιες παράλογες δεσμεύσεις να έχουν πλέον ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας και άρα να παράγουν και να εξάγουν πολύ φθηνότερα προϊόντα.

Το δεύτερο σκέλος της καινοφανούς αυτής ευρωπαϊκής λογικής είναι ότι υιοθετώντας και καλλιεργώντας το αφήγημα της «πράσινης ανάπτυξης», με έμφαση στην τεχνολογία, η Ευρώπη πολύ σύντομα, δηλ. μέσα στα επόμενα 5 χρόνια, θα διακριθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, αναπτύσσοντας και εξάγοντας τεχνολογικά προηγμένα «πράσινα» προϊόντα και τεχνογνωσία σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο, δημιουργώντας έτσι απασχόληση και εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας και βελτιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις οικονομίες των χωρών μελών της.

Βασικό δε κριτήριο της «πράσινης» καταλληλότητας ενός προϊόντος ή βιομηχανικού συστήματος είναι κατά πόσο αυτό συμβάλλει στη μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου και στην διαδρομή για μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα σε βάθος χρόνου.

Εάν σε κάτι συνέβαλε η κρίση του κορωνοϊού στα σχέδια της Κομισιόν για την «πράσινη» στροφή της οικονομίας είναι ότι αυτή επέβαλε με το έτσι θέλω - και έχοντας μας όλους «έγκλειστους» τους τελευταίους μήνες - και με το κατάλληλο «μασάζ» στις κυβερνήσεις των χωρών μελών, την «πράσινη» περικεφαλαία στο σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης που ενεκρίθη tambour battant στην Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών την περασμένη εβδομάδα. Αφού για τα €390 δισ. που θα δοθούν υπό μορφή grants στις χώρες μέλη θα ισχύσουν αυστηροί όροι ως προς την εκταμίευση των κονδυλίων, οι οποίοι είναι άμεσα συνδεδεμένοι με «πράσινα» έργα και δράσεις.

Όμως, η προώθηση της «πράσινης» ατζέντας της Κομισιόν, που έχει πλήρως  υιοθετηθεί, χωρίς την παραμικρή αντίρρηση ή εναλλακτική πρόταση από την Ελληνική κυβέρνηση, δεν θα είναι αναίμακτη, αφού οι ανεπίσημοι, αλλά ουσιαστικοί, εκπρόσωποι της Κομισιόν στην Ελλάδα (βλέπε Greenpeace, WWF, Green Tank, κλπ.) εισηγούνται ολόκληρη γκάμα δράσεων που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει το κλείσιμο μεγάλων ρυπογόνων μονάδων (δηλ. διυλιστήρια, χαλυβουργίες, μεταλλουργίες, παραγωγή αλουμινίου, λιγνιτοπαραγωγή, κλπ.) και ασφαλώς τον άμεσο τερματισμό των ερευνών για υδρογονάνθρακες και τη μη αξιοποίηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που διαθέτει η χώρα. Τώρα, το πώς θα επιτευχθεί η «ενεργειακή μετάβαση» της χώρας χωρίς το ενδιάμεσο (για τα επόμενα 30 χρόνια τουλάχιστον) φυσικό αέριο δεν μας το εξηγούν. Προφανώς, μέσω της αθρόας εισαγωγής φ. αερίου, ηλεκτρισμού και ηλεκτρικών αυτοκινήτων (που, όμως, θα καταναλώνουν εισαγόμενη ενέργεια) και της παραγωγής υδρογόνου, που, όμως, είναι σε εμβρυακό επίπεδο ακόμα και για τις προηγμένες χώρες του Ευρωπαϊκού μπλοκ. Εδώ, όμως, έχει ευθύνες και η υπό της κυβέρνησης διορισθείσα Επιτροπή Πισσαρίδη, που λίγο πολύ εισηγείται τα ίδια πράγματα (δηλ. περί πλήρους ψηφιοποίησης και ολοσχερούς πράσινης ανάπτυξης) που εάν εισακουστούν θα οδηγήσουν στην περαιτέρω αποβιομηχάνιση της χώρας και στην αύξηση της ενεργειακής της εξάρτησης.

Εάν, τέλος, λάβουμε υπόψη ότι η επιχειρούμενη τώρα τεράστια διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της χώρας (κυρίως φωτοβολταϊκά και αιολικά) βασίζεται κατά 90% σε εισαγόμενα εξαρτήματα, θα πρέπει επιτέλους η κυβέρνηση να κοιταχτεί στον καθρέπτη και να αναρωτηθεί εάν η «πράσινη ανάπτυξη» με τους όρους που θέτει η Κομισιόν, που κατά βάση εξυπηρετούν τις βιομηχανοποιημένες χώρες του βορρά, έχει θέση στο νέο οικονομικό μοντέλο που πράγματι έχει ανάγκη η Ελλάδα και όπου ο ενεργειακός τομέας έχει ουσιαστικό ρόλο να παίξει (εδώ).