Μια ενθαρρυντική είδηση για την αποτελεσματικότητα ενός εμβολίου που βρίσκεται στο στάδιο της κλινικής δοκιμής στις ΗΠΑ ήταν αρκετή για να εκτοξεύσει τη Δευτέρα τη χρηματιστηριακή αγορά της Γουόλ Στριτ. Την ίδια ώρα, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωνε στο Twitter ότι «το πετρέλαιο επέστρεψε», προφανώς αναφερόμενος στην άνοδο της τιμής του, καθώς το εσπευσμένο άνοιγμα της οικονομίας αυξάνει τη ζήτηση για το αγαπημένο του καύσιμο.

Στα θετικά συνυπολόγισαν οι επενδυτές και την εκτίμηση του κεντρικού τραπεζίτη των ΗΠΑ Τζερόμ Πάουελ ότι η οικονομία θα μπει στον δρόμο της ανάκαμψης το δεύτερο εξάμηνο του έτους, αγνοώντας τις σημαντικές προϋποθέσεις που έθεσε: να δοθεί νέα στήριξη στην οικονομία (ο ίδιος είπε ότι δεν υπάρχει όριο στο τι μπορεί να κάνει, αλλά χρειάζεται και το Κογκρέσο) και να αποτραπεί ένα νέο κύμα μετάδοσης, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκ νέου κλείσιμο της οικονομίας το φθινόπωρο. Και παρά τα θετικά μηνύματα από το πεδίο της ιατρικής έρευνας, το εμβόλιο δεν προβλέπεται να είναι ευρέως διαθέσιμο πριν από το τέλος του έτους.

Αυτές, ωστόσο, είναι λεπτομέρειες στις οποίες δεν δίνουν προσοχή οι αγορές, που κινούνται με βάση την κυρίαρχη διάθεση κάθε ημέρας. Σε αυτή τη συγκυρία, μικρής διάρκειας είναι όμως και ο πολιτικός χρόνος, ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου.

Η προεκλογική μάχη έχει τις δικές της επιπτώσεις στην οικονομία, καθώς ο πρόεδρος Τραμπ θα προσπαθήσει να στηρίξει την αγορά. Με τους νεκρούς από την πανδημία στις ΗΠΑ να έχουν ξεφύγει από τις πρόσφατα υψηλότερες προβλέψεις του και τα κρούσματα να ξεπερνούν το 1,5 εκατομμύριο, με τις επιχειρήσεις να ανακοινώνουν χιλιάδες απολύσεις σε καθημερινή βάση και το ποσοστό ανεργίας στο 14,7% τον Απρίλιο, ενώ το πραγματικό ποσοστό υπολογίζεται στο 20%, το χρηματιστήριο είναι ένα από τα λίγα πράγματα που μπορεί να επηρεάσει σε σχετικά άμεσο χρόνο.

Σε αντίθεση με τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι πέρασαν την περασμένη Παρασκευή ένα νομοσχέδιο για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας με ακόμη τρία τρισ. δολάρια, ο πρόεδρος Τραμπ εστιάζει στη χρηματιστηριακή αγορά, στην οποία έδινε έμφαση από την αρχή της θητείας του.

Οι Ρεπουμπλικανοί φαίνεται να τον ακολουθούν σε αυτή την επιλογή, καθώς δεν είναι διατεθειμένοι να στηρίξουν τη νομοθετική πρωτοβουλία των αντιπάλων τους, εκτιμώντας ότι βάζει σε επικίνδυνη τροχιά το δημόσιο χρέος. Και αν ο πρόεδρος δεν μπορεί να τονώσει άμεσα την αμερικανική οικονομία, μπορεί να κατευθύνει κεφάλαια σε αυτή εμμέσως, με μέτρα στήριξης των αμερικανικών επιχειρήσεων ή και με πολιτικές που αποθαρρύνουν άλλες επιλογές. Η προειδοποίησή του, για παράδειγμα, ότι μπορεί να απαγορεύσει στους Αμερικανούς θεσμικούς επενδυτές να τοποθετούνται στην κινεζική αγορά είναι ένας τρόπος να κρατήσει αυτά τα κεφάλαια στις ΗΠΑ.

Οσο και να προσπαθήσει να τονώσει την αγορά, όμως, είναι γεγονός ότι η πανδημία έχει οξύνει τις ανισότητες στις ΗΠΑ. Ο δημοσιογράφος του CNN Φαρίντ Ζακάρια περιέγραψε την περασμένη Κυριακή τα κοινωνικά χαρακτηριστικά όσων πλήττονται από το κλείσιμο της οικονομίας. Απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που ζουν στην καρδιά της Αμερικής και εργάζονται στον πρωτογενή ή στον δευτερογενή τομέα της οικονομίας έχουν λιγότερες δυνατότητες να εργασθούν από το σπίτι σε σχέση με τους πτυχιούχους που προσφέρουν τις υψηλά αμειβόμενες υπηρεσίες τους από τις ακτές. Είναι οι ίδιοι ψηφοφόροι που επέλεξαν τον πρόεδρο Τραμπ στις προηγούμενες εκλογές, και αυτούς προσπαθεί να ικανοποιήσει ανοίγοντας την οικονομία μια ώρα αρχύτερα.

Την ίδια ώρα, όμως, υπάρχουν πολλοί ακόμη που πλήττονται από την πανδημία. Είναι κυρίως οι Αφροαμερικανοί και οι Λατίνοι, που είτε έχουν ήδη χάσει τις δουλειές τους είτε εργάζονται στην πρώτη γραμμή, σε συνθήκες που ευνοούν τη διάδοση της νόσου.

Τα θύματα του κορωνοϊού στις ΗΠΑ είναι αναλογικά πολύ περισσότερα μεταξύ αυτών των μειονοτήτων, γεγονός που δημιουργεί τις συνθήκες για μια νέα μεγάλη κατηγορία απογοητευμένων ψηφοφόρων, τους οποίους επιχειρούν να προσελκύσουν οι Δημοκρατικοί, μεταξύ άλλων και με το τελευταίο τους νομοσχέδιο. 

Ακόμη και αν ο πρόεδρος Τραμπ καταφέρει να τονώσει το χρηματιστήριο, ακόμη και αν αυτό επιστρέψει στα υψηλά των αρχών του έτους, η Αμερική την επόμενη ημέρα των εκλογών θα συνεχίσει να έχει οξυμένες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες.

Το μεγάλο ερώτημα είναι πότε και πώς θα καταφέρει να ξεπεράσει τον πολιτικό διχασμό, ώστε να τις αντιμετωπίσει.

* Η κ. Κατερίνα Σώκου είναι Nonresident Senior Fellow στο Atlantic Council.

(Από την Καθημερινή)