Καθώς η Ελλάδα... Λαός και Κολωνάκι, αγκομαχά να βγει από τα αδιέξοδα που επιφύλαξε η ίδια για τον εαυτό της, με την σύμπραξη πρόθυμων, εξωχώριων κέντρων λήψης αποφάσεων(;), ας κάνουμε ένα μικρό ταξίδι μερικών δεκαετιών έως και μερικών αιώνων προς το ιστορικό οπίσω, για να δούμε πόθεν προέκυψαν όλα αυτά τα 

ζοφερά που καλείται του Έλληνος ο τράχηλος να υπομένει -και να υπομένει- και ξανά να του ζητούν να τραβήξει προς τη "δόξα", μπροστά! Η καταλυτική παράμετρος στις διακρατικές σχέσεις είναι, τελικά, το «ποιος χρωστάει σε ποιόν», όπως δείχνει χαρακτηριστικά και το παρακάτω απόσπασμα* το οποίο αναφέρεται στην χρηματοδότηση της ανέγερσης του Παλατιού του Όθωνα, το 1836

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

«Στον προϋπολογισμό του 1836 αναγράφτηκαν πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές για ν’ αρχίσει η ανοικοδόμηση. Αυτές ξοδεύτηκαν για να διαμορφωθεί ο χώρος και να μπούνε τα θεμέλια. Ο υπουργός των Οικονομικών γύρεψε από το Συμβούλιο της Επικρατείας να εγκρίνει το ίδιο ποσό για το 1837. Μα ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος. Ο Οθωνας, που στ’ αναμεταξύ είχε παντρευτεί, στην απελπισία του γύρεψε, στις 18 του Φλεβάρη 1837, δάνειο από τον πατέρα του 1.670.000 φιορίνια που ισοδυναμούσαν με 3.900.000 δραχμές. Στο γράμμα του παρακαλούσε τον Λουδοβίκο ν’ αποφασίσει το πιο γλήγορα «διότι άλλως», τούλεγε, «θα ευρεθώ υποχρεωμένος ν’ αναστείλω τας οικοδομικάς εργασίας, πράγμα το οποίον θα ήτο επιζήμιον δι’ εμέ και θα είχε δυσμενή απήχησιν επί της δημοσίας γνώμης».

Ο Λουδοβίκος σύντρεξε το γιό του και του δάνεισε τα χρήματα που του γύρεψε, με τούτον, όμως εδώ τον περίεργο τρόπο. Δεν τάδωσε από δικά του κι ούτε τα γύρεψε από την κυβέρνησή του, παρά τα πήρε, δίχως να ρωτήσει κανέναν, από χρήματα που σύμφωνα με τη συνθήκη της Βιέννης η Γαλλία είχε αποζημιώσει τη Γερμανική Ομοσπονδία κι αυτή του τα είχε εμπιστευτεί για να φτιάσει πάνω στο Ρήνο το κάστρο του Γέρμερσχάιμ.

Και τώρα θα ρωτήσεις: Το δάνειο αυτό το ξόφλησε ποτέ ο Οθωνας: Ο Οθωνας όχι, η Ελλάδα όμως ναι. Κι άκου να δεις πως γίνηκε. όταν το 1848 ο Λουδοβίκος εκθρονίστηκε, για τις χάρες της χορεύτριας Λόλας Μοντές, το θυμήθηκε, γιατί τόσο ο γιός του Μαξιμιλιανός που ανέβηκε στο θρόνο όσο κι η κυβέρνηση της Βαυαρίας του γύρευαν τα ξένα λεφτά που άρπαξε. «Ο υιός μου Βασιλεύς και η Κυβέρνησίς του», έγραφε στον Οθωνα στις 20 του Φλεβάρη 1849, «με πιέζουσι ν’ αποδώσω το δάνειον εις το δημόσιον ταμείον εκ της ιδίας μου περιουσίας (…) Εφ’ όσον ήσο απόλυτος Μονάρχης εγένετο το δάνειον, κατόρθωσε νυν τουλάχιστον να το αναγνωρίση η Βουλή και να καταβληθώσιν οι καθυστερούμενοι τρέχοντες τόκοι, εάν μή το κεφάλαιον. Είμαι πνιγμένος».

Τα οικονομικά όμως του τόπου είταν τότες χειρότερα από ποτέ. Όχι μονάχα κανείς ποια δε μας έδινε πενταράκι, παρά μας γύρευαν τους καθυστερημένους τόκους και τα χρεωλύσια από κείνο το περίφημο δάνειο των εξήντα εκατομμυρίων. Φτάνει να σου πω, για να δεις ποια είταν τα χάλια μας, πως ο προϋπολογισμός παρουσίασε έλλειμμα κείνον το χρόνο δυό εκατομμύρια δραχμές. Με κανέναν λοιπόν τρόπο δε μπορούσε να δεχτεί η Βουλή να ξοφλήσουμε ένα δάνειο, που γι’ αυτό το ελληνικό κράτος δεν είχε πάρει την παραμικρή υποχρέωση κι είταν, στο κάτω κάτω της γραφής, μια ιδιωτική υπόθεση ανάμεσα στον Λουδοβίκο και το γιό του. Τα χρήματα, καθώς είπανε, δεν πήγαν σ’ εθνικές ανάγκες, μα σε βασιλικές οικοδομές.

— Το σκάσαμε λοιπόν κανόνι;

— Όχι και στάσου να δεις τι νόστιμα που μας ανάγκασαν οι γερμανοί να το πλερώσουμε.

Το 1867 πέθανε εξόριστος ο Οθωνας κι έπειτα από λίγο πέθανε κι ο Λουδοβίκος. Το δάνειο για το παλάτι είχε πια ολότελα ξεχαστεί. Κι όμως ο «σιδηρούς» καγκελάριος Μπίσμαρκ, έπειτα από την ένωση της Γερμανίας, το θυμήθηκε στην κατάλληλη ώρα. Όταν ύστερα από το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877 – 1878 ακολούθησαν η συνθήκη του Βερολίνου κι έπειτα οι διαπραγματεύσεις των μεγάλων Δυνάμεων για το Ελληνικό ζήτημα, που κατέληξαν στην παραχώρηση της Θεσσαλίας, ο Μπίσμαρκ ξέθαψε την υπόθεση του μυστικού δανείου ανάμεσα στους πεθαμένους πια από καιρό Λουδοβίκο και Οθωνα και μας ανάγκασε να το πλερώσουμε, το 1883, στους κληρονόμους του Λουδοβίκου, διαφορετικά δεν παίρναμε, λέει, μήτε σπιθαμή από την Τουρκιά!

Όπως αντιλαμβανόμαστε, μπορούν πολλά πράγματα να ξεχνάνε οι μεγάλοι, το...παραδάκι όμως δεν το λησμονάνε ποτέ.

(*Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο «ΟΘΩΝΑΣ – Η ΜΟΝΑΡΧΙΑ», του Δημήτρη Φωτιάδη, εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ, Αθήνα 1975, σελίδες 160 – 161.)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Στις 27 Φεβρουαρίου 1953 οι πιστωτές της Γερμανίας με πρωτοβουλία των ΗΠΑ συγκεντρώθηκαν στο Λονδίνο για να διευθετήσουν το χρέος της Γερμανίας και συγκεκριμένα αυτό της Δυτικής Γερμανίας. Το γερμανικό χρέος (προπολεμικό και μεταπολεμικό) ανερχόταν σε 32 δισεκατομμύρια μάρκα, χωρίς να υπολογίζονται οι πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις. Στους πιστωτές περιλαμβάνονταν χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, το Ιράν, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελβετία, η Γιουγκοσλαβία, η Νότιος Αφρική και η Ελλάδα. Η Σοβιετική Ένωση και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης δεν συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις.

Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν περίπου έξι μήνες και στις 8 Αυγούστου 1953 υπεγράφη η Συμφωνία του Λονδίνου για τα Γερμανικά Εξωτερικά Χρέη (London Agreement on German External Debts), που προέβλεπε «κούρεμα» κατά 60% και αποπληρωμή τους με μάρκα σε 30 χρόνια. Ένας σημαντικός όρος της συμφωνίας ήταν ότι αποπληρωμή θα γινόταν εφόσον η Δυτική Γερμανία είχε εμπορικό πλεόνασμα και η εξυπηρέτηση του χρέους δεν θα ξεπερνούσε το 3% των εσόδων της από το εξαγωγικό εμπόριο. Από ελληνικής πλευράς, τη συμφωνία υπέγραψε ο πρεσβευτής μας στο Λονδίνο, Λέων Β. Μελάς, και κυρώθηκε από τη Βουλή με το νόμο 3480/56 (ΦΕΚ 6/7.1.1956).

Το «κούρεμα» του γερμανικού χρέους, μαζί με το σχέδιο Μάρσαλ, βοήθησαν καθοριστικά στην οικονομική «απογείωση» της καθημαγμένης από τον πόλεμο Δυτικής Γερμανίας και τη βοήθησε να ενταχθεί ομαλά στους διεθνείς θεσμούς. Λόγω της οικονομικής της ανάπτυξης, η αποπληρωμή του χρέους ήταν εύκολη υπόθεση για τη Δυτική Γερμανία. Η τελευταία δόση του πληρώθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2010, όταν η Ελλάδα βρισκόταν, ήδη, στον αστερισμό του πρώτου μνημονίου. -ασχολίαστο!

ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΑΔΟΛΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΟΛΙΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΟΡΡΑ

Ο Ιούλιος Καίσαρας, ως ανθύπατος το 58 π.Χ. είχε συλλάβει το αμείλικτο σημάδι του γερμανικού γενετικού κώδικα":

«Οι φυλές αυτές θεωρούν μέγιστη δόξα να ρημάζουν τις γειτονικές περιοχές και να τις κάνουν μη κατοικήσιμες. Πιστεύουν ότι έτσι αποδεικνύουν την αξία τους, με το να διώχνουν τους γείτονές τους και κανείς να μην τολμά να πατήσει εκεί. Επίσης, πιστεύουν ότι με τον τρόπο αυτόν θα είναι πιο ασφαλείς, μια και απομακρύνουν τον κίνδυνο ξαφνικών εισβολών».

Ο Νίτσε θα θεωρήσει τη Γερμανία ως την «πιο αβαθή χώρα της Ευρώπης», εξηγώντας πως το ξόδεμα «για εξουσία, για τις πολιτικές ισχύος, για τα στρατιωτικά συμφέροντα, για τα οικονομικά, για το διεθνές εμπόριο, για τον κοινοβουλευτισμό» έδρασε εις βάρος του πολιτισμού. Και είναι αυτή ακριβώς η πολιτισμική στενότητα που θα αποτελεί μέχρι τις μέρες μας τροχοπέδη σε κάθε μορφή συνεννόησης με τον πολιτισμένο κόσμο, μέχρι την ενηλικίωση των γερμανικών φυλών.

"Οι ατελείς έννοιες των σύγχρονων διοικητικών συστημάτων που προέκυψαν προοδευτικά μέσα από τις αλχημείες και την ανολοκλήρωτη ζύμωση της πολιτικής παράδοσης των αρχαίων, στο μυαλό των αυτοαποκαλούμενων κληρονόμων της όχι μόνο δεν θα οικοδομήσει την «Αναγέννηση», αλλά θα υψώσει ένα αδιαπέραστο φράγμα αντίληψης ανάμεσα σε μια Ευρώπη «καρπού των εισβολών», κατά την έκφραση του Marc Block, και τους Ορθόδοξους κληρονόμους του ρωμαϊκού κράτους, δηλαδή τους Έλληνες.

Ζηλωτές μιας ιταμής σκληρότητας και μιας άχνουδης religio, βυθισμένης στον φόβο και στις δεισιδαιμονίες, τα γερμανικά φύλα που τον 1ο π.Χ. αιώνα διέσχιζαν τον Ρήνο και εισέβαλλαν στα εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας θα έφερναν μαζί τους και μια ιδιότυπη μορφή δεσποτισμού, προσαρμοσμένη στην ανασφαλή ιδιοσυγκρασία τους".

"Ταυτισμένοι με το διχαστικό δίπολο ανάμεσα σε μια κατακερματισμένη ανθρώπινη φύση, ευρισκόμενοι σε κατάσταση υπανάπτυξης και στην ανάγκη της αυτοπροστασίας και επιβιώσεώς τους θα αποκάλυπταν, μέσα από την ίδια τη συγκρότηση των κοινωνιών τους, το ένδυμα μιας εξίσου διεστραμμένης μορφής συλλογικότητας που, ειρήσθω εν παρόδω, τους επόμενους αιώνες, θα καθίστατο πρότυπο μοντέλο κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης, αλλά και υπό τον μανδύα της νεωτερικότητας δεσπόζον σύγχρονο πολιτικό σύστημα: το φέουδο.

Στην ταραγμένη γερμανική συνείδηση, η αίσθηση του δημόσιου συμφέροντος –όπως και η αντίληψη περί ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με την έννοια της τάξης πολιτών ίσων και ενωμένων στο κοινό έργο– δεν θα εκδηλωθεί. Μια παθογένεια που δεν θα εκλείψει ποτέ από τον κοινωνικοπολιτικό ορίζοντα, κληροδοτώντας στον σημερινό κόσμο τους νόμους ενός ανελέητου ανταγωνισμού, ενσαρκωμένους σε απολυταρχικές δομές κοινωνικής συγκρότησης και ανελέητες οικονομοκρατίες".

Ο στυγνός γερμανικός κόσμος, στον οποίο επικρατούν η πλεονεξία, και η φιλαργυρία σκιάζει ξανά - λες και δεν διάβηκαν ποτέ οι αιώνες - σαν φοβέρα την πατρίδα μας και όπως βρίσκει πάντα πρόθυμους να δώσουν όρκο υποταγής, συνεργάτες, μοιάζει να μας πατά ξανά στον αυχένα. Μας κυκλώνουν προαιώνιοι εχθροί που ουδέποτε ειρήνευσαν μαζί μας και τα δήθεν πανανθρώπινα μηνύματα περί συναδέλφωσης των λαών να τα ακούμε με σκεπτικισμό.