Τις τελευταίες δυο δεκαετίες του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα το Μπακού, η πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν, ήταν η αδιαφιλονίκητη πετρελαϊκή πρωτεύουσα του κόσμου, εξάγοντας αργό σε Ευρώπη και Ασία. Με το αζερικό πετρέλαιο να γίνεται η αφορμή για τα τεχνολογικά άλματα της εποχής, όπως η κατασκευή του πρώτου χερσαίου αγωγού (1877) στο Surakhany και αργότερα μέσω του Καυκάσου (1897) που ένωνε το Μπακού με το Μπατούμι στη Μαύρη Θάλασσα

τη ναυπήγηση του πρώτου πετρελαιοφόρου πλοίου για χρήση στην Κασπία (το Zoroastre), αλλά και στους ωκεανούς (βλέπε το τάνκερ Murex), καθώς και τη γέννηση της εταιρείας Shell που στηρίχθηκε στο αζέρικο πετρέλαιο για να κάνει τα πρώτα της βήματα στο διεθνή χώρο.

Το Αζερμπαϊτζάν, μετά τη δύσκολη περίοδο απόσχισης και απογαλακτισμού από την πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση και ως ανεξάρτητο κράτος έχει αναδειχθεί πλέον σε βασικό (αλλά όχι το μεγαλύτερο) παραγωγό πετρελαίου της Κασπίας και ασφαλώς ως ο μεγαλύτερος παραγωγός φυσικού αερίου της περιοχής, μετά το Ιράν. Σήμερα το Αζερμπαϊτζάν παράγει περί τα 880.000 βαρέλια την ημέρα -με πτωτική πορεία την τελευταία 10ετία- με το μεγαλύτερο μέρος να προέρχεται από το τεράστιο κοίτασμα της κεντρικής Κασπίας, το Azeri-Chirag- Guneshli (ACG). Χάρις στον αγωγό Μπακού- Τυφλίδα- Τσεϊχάν, μήκους 1.760 χλμ. που ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2006, το Αζερμπαϊτζάν εξάγει το σύνολο της παραγωγής του ACG στις διεθνείς αγορές. Ενώ οι προοπτικές αύξησης της πετρελαϊκής παραγωγής του Αζερμπαϊτζάν εμφανίζονται περιορισμένες, με νέα κοιτάσματα να μην ενεργοποιούνται πριν το 2025, η εικόνα είναι τελείως διαφορετική στο φυσικό αέριο όπου η παραγωγή παρουσιάζει σταθερή άνοδο μετά από μια δύσκολη περίοδο στασιμότητας πριν από 2-3 χρόνια.

Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής φυσικού αερίου του Αζερμπαϊτζάν προέρχεται από το γιγάντιο κοίτασμα Shah Deniz (χωρητικότητας 1,0 tcm ή 35,3 tcf), η δεύτερη φάση λειτουργίας του οποίου ξεκίνησε τον Ιούνιο 2018, με τη συνολική παραγωγή να προγραμματίζεται να φθάσει τα 16 bcm αερίου και 120.000 υγρών καταλοίπων μέχρι τα τέλη του 2020. Ήδη το Shah Deniz τροφοδοτεί την τουρκική αγορά με 6-8 bcm το χρόνο, ενώ από τα μέσα του επόμενου έτους το αζέρικο αέριο θα φθάσει στις ευρωπαϊκές αγορές μέσω του συστήματος αγωγών SCP-TANAP-TAP, το μήκος του οποίου φθάνει τα 2.700 χλμ και θεωρείται από τους μεγαλύτερους αγωγούς αερίου του κόσμου. Σε αντίθεση με το πετρέλαιο, οι προοπτικές αύξησης της παραγωγής αερίου του Αζερμπαϊτζάν εμφανίζονται ιδιαίτερα θετικές, με νέα βεβαιωμένα κοιτάσματα όπως το Absheron, το Umid-Babek και το Shafak-Asiman να έχουν προσελκύσει σημαντικό επενδυτικό ενδιαφέρον και να προορίζονται για παραγωγή πριν το 2030.

To τέρμιναλ Sangachal του Αζερμπαϊτζάν

 

Με συνολικά βεβαιωμένα αποθέματα της τάξης του 1,3 tcm ,που αντιστοιχούν στο 0,7 % του παγκόσμιου δυναμικού, το Αζερμπαϊτζάν δε θεωρείται η χώρα που θα λύσει το πρόβλημα της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης (με την Ανατ. Μεσόγειο να διαθέτει τρεις φορές περισσότερα κοιτάσματα). Όμως η εξαγωγική δυνατότητα του Αζερμπαϊτζάν, μέσω του αγωγού TANAP-TAP και των εκτενών εγκαταστάσεων διύλισης που διαθέτει (ιδίως στο τέρμιναλ Sangachal) θα αποτελέσει πολύ σύντομα σημείο αναφοράς για όλη την περιοχή της Κασπίας, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας εκμετάλλευσης του εξαγωγικού δυναμικού των γύρω χωρών. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας σταθμού για την ενεργειακή συνεργασία των χωρών της Κασπίας τον Αύγουστο του 2018, το Τουρκμενιστάν και το Ιράν ήδη ευρίσκονται σε διαπραγματεύσεις με το Μπακού για την αξιοποίηση του δικτύου του Αζερμπαϊτζάν για την εξαγωγή σοβαρών ποσοτήτων αερίου, μέσω Τουρκίας, προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Με το Αζερμπαϊτζάν και Τουρκμενιστάν να συζητούν ήδη τη μεταφορά περιορισμένων ποσοτήτων αερίου (3-5 bcm) μέσω σύνδεσης του υπάρχοντος υποθαλασσίου δικτύου αγωγών που διαθέτουν, και αύριο μέσω της κατασκευής του Trans Caspian Pipeline. Άρα το Αζερμπαϊτζάν προώρισται να παίξει ένα σημαντικό ρόλο ως ο κατ' εξοχήν κόμβος μεταφοράς και προώθησης φυσικού αερίου από την ευρύτερη περιοχή της Κασπίας προς τη Δύση.

 

Έχει ξεκινήσει η ανάπτυξη των ΑΠΕ

Την στιγμή κατά την οποία η κυβέρνηση Αλίεφ, με βασικό όχημα την κρατική εταιρεία υδρογονανθράκων Socar, προωθεί την περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα Oil & Gas, το Υπουργείο Ενέργειας καταβάλει παράλληλα προσπάθειες για την αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) κυρίως στην ηλεκτροπαραγωγή. Βασικός φορέας σχεδιασμού και επίβλεψης του τομέα των ΑΠΕ είναι το State Agency for Alternative and Renewable Energy Sources (το αντίστοιχο ΚΑΠΕ) που ιδρύθηκε το 2009, ενώ το State Company for Alternative and RES, που ξεκίνησε το 2012, αποτελεί τον επιχειρηματικό βραχίονα και συμμετέχει σε κοινοπραξίες με ιδιωτικές εταιρείες στην κατασκευή και εκμετάλλευση μονάδων ΑΠΕ. Η σημερινή συνολική εγκατεστημένη ισχύς μονάδων ΑΠΕ στο Αζερμπαϊτζάν δεν ξεπερνά τα 300 MW και αποτελείται από υδροηλεκτρικά (137 MW), αιολικά (80 MW), φωτοβολταϊκά (40 MW) και βιομάζα (38 MW).

Όμως η επόμενη τριετία φαίνεται ότι θα είναι καθοριστική για την ανάπτυξη του κλάδου των ΑΠΕ αφού, όπως μας πληροφόρησε ο υφυπουργός Ενέργειας του Αζερμπαιτζάν, κ. Elnur Soltanov, κατά τη διάρκεια πρόσφατης επίσκεψής μας στο Μπακού, έχουν ήδη αδειοδοτηθεί αιολικές και φωτοβολταϊκές μονάδες συνολικής ισχύος 850 MW. Με τα 450 MW να αφορούν αιολικά πάρκα, τα 150 MW φωτοβολταϊκά, τα 220 MW υδροηλεκτρικά και 30 MW βιομάζα. Με δεδομένο ότι η συνολική ισχύς του διασυνδεδεμένου ηλεκτρικού συστήματος του Αζερμπαϊτζάν φθάνει σήμερα τα 7.200 MW, η προβλεπόμενη αύξηση της δυναμικότητας των ΑΠΕ δεν πρόκειται να δημιουργήσει κάποιο σοβαρό πρόβλημα στην ευστάθεια του δικτύου. Ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπόψη ότι το 80% του συστήματος αποτελείται από θερμικές μονάδες (φυσικό αέριο και μαζούτ) και το υπόλοιπο από υδροηλεκτρικά και άλλες ΑΠΕ.

Μια περαιτέρω και σε μεγάλη κλίμακα ανάπτυξη των ΑΠΕ τα επόμενα χρόνια θα απαιτήσει τη ριζική επανασχεδίαση του ηλεκτρικού συστήματος με την προσθήκη ευέλικτων θερμικών μονάδων, αλλά και τη μεγαλύτερη χρήση αποθήκευσης μέσω αντλησιοταμίευσης και ηλεκτρικών μπαταριών, μας πληροφορεί ο κ. Soltanov. Στα άμεσα σχέδια περιλαμβάνεται και η ανάπτυξη ενός θαλάσσιου αιολικού πάρκου στην Κασπία, ισχύος 200 MW, το οποίο και θα αποτελέσει το πρώτο βήμα, σύμφωνα με τον κ. Soltanov, για την αξιοποίηση του πραγματικά τεράστιου αιολικού δυναμικού (offshore) που διαθέτει η περιοχή και μπορεί να καταστήσει το Αζερμπαϊτζάν την κυρίαρχο ηλεκτροπαραγωγό δύναμη της Κασπίας με δυνατότητες εξαγωγών στα όμορα κράτη.

Συμπερασματικά, το Αζερμπαϊτζάν, αν και δεν κατέχει τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου της Κασπίας ( προηγούνται το Καζακστάν στο πετρέλαιο και το Τουρκμενιστάν και Ιράν στο φυσικό αέριο), εντούτοις έχει καταφέρει να αναδειχθεί ως το βασικό ενεργειακό και εμπορικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής χάρις στην δημιουργία μεγάλων υποδομών για την μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου στις δυτικές αγορές, μέσω Τουρκίας. Τώρα, βάσει προγράμματος, αναπτύσσει και τις ΑΠΕ, αποβλέποντας κυρίως στην εκμετάλλευση του τεράστιου αιολικού δυναμικού που αποδεδειγμένα διαθέτει η Κασπία. Με τη σωστή διαχείριση και την αξιοποίηση όλων των ενεργειακών πόρων που διαθέτει το Αζερμπαϊτζάν, η κυβέρνηση Αλίεφ φιλοδοξεί να καταστήσει τη χώρα το ενεργειακό δυναμό (energy power house) της περιοχής.