Πολλές από τις μεγαλύτερες εταιρείες του πλανήτη -από τους τεχνολογικούς κολοσσούς της Silicon Valley έως τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες- υποστηρίζουν ότι η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να τις επηρεάσει σημαντικά μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, σύμφωνα 

με ανάλυση που δημοσιεύεται στην εφημερίδα The New York Times. Η σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, αποτελεί μια ευκαιρία για …απολογισμούς. Υπό την πίεση των μετόχων και των ρυθμιστικών αρχών, οι εταιρείες αποκαλύπτουν τις οικονομικές επιπτώσεις που μπορεί να αντιμετωπίσουν όσο ο πλανήτης θερμαίνεται και τα ακραία καιρικά φαινόμενα πολλαπλασιάζονται. Αφενός διαταράσσονται οι αλυσίδες εφοδιασμού των εταιρειών, ενώ οι ρυθμίσεις ελέω κλιματικής αλλαγής γίνονται ολοένα και αυστηρότερες αλλάζοντας ριζικά την αξία των επενδύσεων σε άνθρακα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Οι πρώτες εκτιμήσεις, σύμφωνα με την εφημερίδα The New York Times δείχνουν ότι μπορεί να διακυβευθούν τρισεκατομμύρια δολάρια.

Παρόλα αυτά, οι αναλυτές προειδοποιούν ότι πολλές εταιρείες εξακολουθούν να υστερούν στη …λογιστικοποίηση των πιθανών οικονομικών κινδύνων από την υπερθέρμανση του πλανήτη. Και ακόμη, όπως αναφέρει στην εφημερίδα ο Bruno Sarda, από τον διεθνή μη κερδοσκοπικό οργανισμό CDP ( Carbon Disclosure Project), οι αριθμοί που καταγράφουμε δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου.

Αναλύοντας τα στοιχεία για 215 από τις 500 κορυφαίες εταιρείες παγκοσμίως, το CDP διαπίστωσε ότι οι εν λόγω εταιρείες θα αντιμετωπίσουν ενδεχομένως περίπου περί το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια σε κόστος που σχετίζεται με την αλλαγή του κλίματος τις επόμενες δεκαετίες, εκτός εάν λάβουν προληπτικά μέτρα για την προετοιμασία τους. Με βάση τις εκτιμήσεις των ίδιων των εταιρειών, οι περισσότεροι από αυτούς τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους μπορεί να γίνουν εμφανείς στα επόμενα πέντε χρόνια.

Ουδέτερη η Φινλανδία από το 2035

Έναν από τους πιο φιλόδοξους στόχους έχει θέσει η Φινλανδία, η οποία σχεδιάζει να είναι ουδέτερη σε εκπομπές άνθρακα από το 2035. Ο ηγέτης των σοσιαλοδημοκρατών της χώρας κ. Αντι Ριν (που επικράτησε στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου) παρουσίασε τη Δευτέρα τους κλιματικούς στόχους, ως μέρος ενός πακέτου με αυξημένες δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας. Οι διαπραγματεύσεις για τον ορισμό του στόχου, μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, διήρκεσαν περίπου ένα δίμηνο. Η νέα κυβέρνηση αναμένεται να νομοθετήσει τον συγκεκριμένο στόχο και στη συνέχεια θα τον αναθεωρήσει το 2025.

Αντίστοιχες πολιτικές θεωρούνται αναγκαίες για κάθε κράτος στον πλανήτη. Μόνο στη Βρετανία, η μετάβαση σε μια "οικονομία μηδενικού άνθρακα" θα έσωζε 28.000 πρόωρους θανάτους κάθε χρόνο. Σύμφωνα με το επιστημονικό συμβουλευτικό συμβούλιο των ευρωπαϊκών ακαδημιών (European Academies’ Science Advisory Council - EASAC), τα ορυκτά καύσιμα προκαλούν 350.000 πρόωρους θανάτους ετησίως στην ΕΕ, εκ των οποίων 28.000 στη Βρετανία. Το νούμερο είναι εντυπωσιακό, καθώς, σύμφωνα με το συμβούλιο, συνολικά οι θάνατοι που αποδίδονται σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα εκτιμώνται σε περίπου 500,000 ετησίως. Η σταδιακή εξάλειψή τους θα απέτρεπε 3,6 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους ετησίως – ανά τον πλανήτη – που αποδίδονται σε καρδιοαναπνευστικά προβλήματα, στον καρκίνο του πνεύμονα και άλλες ασθένειες.

Στη Γερμανία, ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας έχει τεθεί για το 2050, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η καγκελάριος κυρία Άντζελα Μέρκελ σε εκδήλωση την περασμένη εβδομάδα στο Χάρβαρντ. Ωστόσο, όπως σχολιάζει ο αναλυτής Charles Lane της εφημερίδας “The Washington Post”, αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί όταν η Γερμανία έχει αποφασίσει (το 2011) να βάλει τέλος στην πυρηνική ενέργεια έως το 2022.

Μάλιστα, το EASAC, προκειμένου να γίνει κατανοητό το ευρύ φάσμα των επιπτώσεων της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην υγεία των παιδιών και των ενηλίκων, αναφέρει ότι επτά εκατομμύρια μωρά στην Ευρώπη ζουν σε περιοχές όπου η ατμοσφαιρική ρύπανση υπερβαίνει τα συνιστώμενα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας όρια. Η έκθεσή τους μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη του εγκεφάλου καθώς και τις γνωστικές του λειτουργίες. Σύμφωνα με τους επιστήμονες του EASAC, η δράση για τον περιορισμό της ρύπανσης μέσω της απανθρακοποίησης της οικονομίας πρέπει να θεωρηθεί προτεραιότητα για την αντιμετώπιση τόσο των επιταγών της ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής όσο και της δημόσιας υγείας.