Επομένως, ο «συμβιβασμός», αποτελούσε μια εκ των ων ουκ άνευ επιλογή. Η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, πιεζόμενη πανταχόθεν, εντός και εκτός των συνόρων, πρόσφερε στη βιομηχανία εκείνο που ζητούσε, συμπεριλαμβανομένων των εκπτώσεων που ίσχυαν από την προηγούμενη σύμβαση, για την περίοδο 2016-18, και σε αντάλλαγμα υποχρέωσε την ΒΙΟΧΑΛΚΟ να δεχτεί μια αύξηση του κόστους προμήθειας ρεύματος κατά 10%, όπως είχε θέσει, από πολλού, στο τραπέζι.
Άλλωστε, όπως εκμυστηρεύτηκε στο energia.gr. ανώτατο στέλεχος της βιομηχανίας, από τον Ιούνιο του 2017, η προτεραιότητά της ήταν η χρονική διάρκεια και όχι η τυχόν αύξηση του κόστους προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας: «Τα πέντε εργοστάσιά μας στην υψηλή τάση, καταναλώνουν 1,2 τεραβατώρες το χρόνο. Επομένως, ήταν πολύ μεγάλο το ρίσκο να μην υπογράψουμε μια συμφωνία που, σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται να έχει αρνητική επίπτωση στους ισολογισμούς μας», ήταν τα ακριβή λόγια του.
Η συναίνεση ανάμεσα σε δύο «γίγαντες» του ελληνικού επιχειρείν διευκολύνθηκε και από το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να παρατείνει το κρίσιμο μέτρο της διακοψιμότητας, χάρη στην οποία ο Όμιλος απαλλάσσεται από έναν οικονομικό βραχνά.
Έτσι, η ΔΕΗ πήρε εκείνο που ήθελε –ενδεχομένως…ό,τι ήθελε- και κλείνει ένα σημαντικό κεφάλαιο ενόψει των κρίσιμων εξελίξεων που την αναμένουν προσεχώς, και η ΒΙΟΧΑΛΚΟ κερδίζει πολύτιμο χρόνο, δείχνοντας παράλληλα το δρόμο για το …ηλεκτρικό μέλλον που επιφυλάσσεται και στους υπόλοιπους βιομηχανικούς πελάτες της Επιχείρησης.