Η ηλεκτρική ενέργεια βρίσκεται στην καρδιά της σύγχρονης ζωής και έτσι είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι η εξάρτησή μας από αυτή θα αυξάνεται και θα βαθαίνει. Ωστόσο, σε πολλές προηγμένες οικονομίες τα δεδομένα αποκαλύπτουν μια εκπληκτικά διαφορετική πραγματικότητα, υπογραμμίζουν οι ερευνητές του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA). Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά περίπου 70% από το 2000, ενώ μόνο το 2017 η παγκόσμια ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά 3% επιπλέον. 

Η αύξηση αυτή ήταν η μεγαλύτερη που σημειώθηκε για οποιοδήποτε άλλο βασικό καύσιμο, ωθώντας τη συνολική ζήτηση στις 22.200 τεραβατώρες (TWh). Η ηλεκτρική ενέργεια αντιπροσωπεύει σήμερα το 19% της συνολικής τελικής κατανάλωσης ενέργειας, σε σύγκριση με μόλις πάνω από 15% το 2000.

Ωστόσο, ενώ η αύξηση της ζήτησης σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν ισχυρή, παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των περιοχών. Συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στις προηγμένες οικονομίες έχει αρχίσει να σταθεροποιείται ή σε ορισμένες περιπτώσεις να μειώνεται. Ενδεικτικό αποτελεί ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκε σε 18 από τις 30 χώρες μέλη του IEA κατά την περίοδο 2010 - 2017. Αρκετοί παράγοντες μπορούν να εξηγήσουν αυτή την επιβράδυνση της ανάπτυξης, αλλά ο βασικός λόγος είναι η ενεργειακή απόδοση.

 

Οι αναπτυγμένες οικονομίες παρουσίασαν σειρά νέων πηγών που συντέλεσαν σε αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, όπως η ψηφιοποίηση και ο εξηλεκτρισμός της θερμότητας και της κινητικότητας. Ωστόσο, η εξοικονόμηση που προέκυψε από την ενεργειακή απόδοση υπερκάλυψε την αύξηση αυτή της ζήτησης. Τα μέτρα ενεργειακής αποδοτικότητας που εγκρίθηκαν από το 2000 εξοικονόμησαν περίπου 1.800 TWh το 2017, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 20% της συνολικής τρέχουσας χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας.

Ποσοστό υψηλότερο του 40% της επιβράδυνσης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας οφείλεται στην εφαρμογή τεχνολογιών ενεργειακής απόδοσης στη βιομηχανία, η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ευρεία επιβολή αυστηρών προτύπων για το κατώτατο όριο ενεργειακής απόδοσης των ηλεκτροκινητήρων. Στις κατοικίες, η συνολική κατανάλωση ενέργειας από ορισμένες κατηγορίες συσκευών έχει ήδη φθάσει το ανώτατο όριο. Για παράδειγμα, η χρήση ενέργειας από τα ψυγεία (το 98% των οποίων καλύπτεται από πρότυπα απόδοσης) είναι σήμερα πολύ χαμηλότερη από το μέγιστο που σημειώθηκε το 2009. Παράλληλα, έχει μειωθεί και η χρήση ενέργειας για φωτισμό. Χωρίς την εφαρμογή μέτρων ενίσχυσης της ενεργειακής απόδοσης, οι ερευνητές του IEA εκτιμούν ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στις προηγμένες οικονομίες θα είχε αυξηθεί κατά 1,6% ετησίως από το 2010, έναντι ρυθμού 0,3% που τελικά παρατηρήθηκε.

Παράλληλα, στη συγκράτηση του ρυθμού αύξησης της ζήτησης στις αναπτυγμένες οικονομίες συντέλεσαν και ορισμένες αλλαγές στην οικονομική δομή. Το 2000, το 53% περίπου της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας του βιομηχανικού τομέα προήλθε από τη βαριά βιομηχανία, ενώ το 2017 το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί σε λιγότερο από 45%. Παραδείγματος χάριν, οι προηγμένες οικονομίες αντιπροσωπεύουν σήμερα το 30% της παγκόσμιας παραγωγής χάλυβα και το 25% της παγκόσμιας παραγωγής αλουμινίου, έναντι μεριδίου 60% και στις δύο περιπτώσεις το 2000.

Τέλος, η ζήτηση ηλεκτρική ενέργειας από τους τομείς της θέρμανσης και της κινητικότητας αυξήθηκε μόνο κατά 350 TWh μεταξύ του 2000 και του 2017. Σήμερα, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα αντιπροσωπεύουν μόνο το 1,2% του συνόλου των πωλήσεων επιβατικών οχημάτων στις αναπτυγμένες οικονομίες, αντιστοιχώντας σε λιγότερο από το 0,5% του υπάρχοντος στόλου επιβατικών αυτοκινήτων. Από το 2000, μόνο το 7% των νοικοκυριών στις προηγμένες οικονομίες έχουν μετακινηθεί από τα ορυκτά καύσιμα (κυρίως το φυσικό αέριο) στην ηλεκτρική ενέργεια για τη θέρμανση χώρων και νερού. Παράλληλα, η χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας για την κάλυψη των αναγκών θερμότητας στο βιομηχανικό τομέα παραμένει πρακτικά μηδενική. Σε πολλές περιοχές, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας συγκριτικά με αυτή των ορυκτών καυσίμων περιορίζει την ανταγωνιστικότητά της πρώτης σε εφαρμογές θέρμανσης.

Όπως εκτιμά ο ΙΕΑ, ο ρυθμός του εξηλεκτρισμού διάφορων δραστηριοτήτων και οικονομικών τομέων αναμένεται στο άμεσο μέλλον να επιταχυνθεί κάπως στις προηγμένες οικονομίες. Ωστόσο, η αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας προβλέπεται να παραμείνει υποτονική σύμφωνα με το σενάριο υιοθέτησης Νέων Πολιτικών του IEA, καθώς οι βελτιώσεις στην ενεργειακή απόδοση θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν ως αντίβαρο για την αύξηση της ζήτησης για πολλούς τομείς τελικές χρήσεις. Επιπλέον, ο μικρότερος αριθμός αγορών οικιακών συσκευών (δεδομένου ότι τα περισσότερα νοικοκυριά στις προηγμένες οικονομίες διαθέτουν σήμερα τουλάχιστον μία από κάθε είδος μεγάλων οικιακών συσκευών όπως ψυγεία, πλυντήρια ρούχων και τηλεοράσεις) και η μετάβαση από τη βιομηχανία στον ενεργειακά λιγότερο δαπανηρό τομέα των υπηρεσιών αποτελούν παράγοντες που θα συντελέσουν στην επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας.

Κατά μέσο όρο, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στις προηγμένες οικονομίες αναμένεται να αυξηθεί μόλις κατά 0,7% ετησίως ως το 2040 σύμφωνα με το σενάριο υιοθέτησης Νέων Πολιτικών του IEA, με την αύξηση να αποδίδεται κυρίως στην ψηφιοποίηση και σε πολιτικές που ενθαρρύνουν τη χρήση ηλεκτρικών οχημάτων και θέρμανσης με τη χρήση ηλεκτρισμού. Χωρίς τις πολιτικές αυτές, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας εκτιμάται ότι θα συνέχιζε να παρουσιάζει εικόνα σταθεροποίησης ή και θα μειωνόταν σε πολλές προηγμένες οικονομίες.

 

Η μειούμενη τάση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στις αναπτυγμένες οικονομίες, όμως, επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες. Παραδείγματος χάριν, η αύξηση του πληθυσμού σε πολλές προηγμένες οικονομίες μόλις που υπερβαίνει την αύξηση στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, γεγονός που σημαίνει ότι περαιτέρω αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ δεν οδηγεί σε αύξηση της κατά κεφαλήν ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας.

 

Τέλος, παρά τη συγκρατημένη αύξηση στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στον ηλεκτρισμό και η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης άλλων καυσίμων σημαίνει ότι το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας στην τελική κατανάλωση ενέργειας των αναπτυγμένων οικονομιών προβλέπεται να αυξηθεί ως το 2040 στο 27% από 22% που είναι σήμερα.