Η αρνητική στάση του κ. Σαμαρά, φυσικά, ήταν εξαιρετικά ήπια αν συγκριθεί με αυτή του Αλέξη Τσίπρα. Ο κ. Τσίπρας, ως αρχηγός της αντιπολίτευσης, χαρακτήριζε τις μνημονιακές πολιτικές απολύτως καταστροφικές για τη χώρα και ασκούσε δριμύτατη κριτική στην ίδια την κ. Μέρκελ, ως τη βασική υπεύθυνη για την «ανθρωπιστική κρίση» στην Ελλάδα. Επαγγελλόταν έναν άλλο δρόμο – παραμονή στο ευρώ χωρίς λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις και άλλα δυσάρεστα.
Η εναλλακτική οδός δοκιμάστηκε στο πρώτο μισό του 2015 – οδηγώντας τις σχέσεις των δύο ηγετών στα όρια της ρήξης, και την Ελλάδα μία ανάσα από την άβυσσο. Εκτοτε, με απαρχή την άνευ όρων παράδοση του κ. Τσίπρα και με κρίσιμα ενδιάμεσα ορόσημα την προσφυγική κρίση και τη συμφωνία των Πρεσπών, ο Ελληνας πρωθυπουργός έχει εξελιχθεί σε στενό πολιτικό σύμμαχο της καγκελαρίου στο αυξανόμενα αφιλόξενο ευρωπαϊκό στερέωμα. Αλλά ο βασικός αντίπαλός του, παρότι πολιτικά συγγενής της κ. Μέρκελ και με κεντρώο ταμπεραμέντο, στέκεται ξανά απέναντι – αυτή τη φορά στο ονοματολογικό, στην επίλυση του οποίου δίνει μεγάλη σημασία το Βερολίνο.
Σε μία επίσκεψη στην οποία, μεταξύ άλλων, θα χαιρετίσει τη «μεγάλη πρόοδο» (όπως δήλωσε στην «Κ») που έχει σημειώσει η Ελλάδα με την έξοδο από τα μνημόνια, θα μπορούσε να συγχωρεθεί στην καγκελάριο η σκέψη ότι το εγχώριο πολιτικό σύστημα δεν έμαθε από τα λάθη του: η απουσία συναίνεσης που παρέτεινε την κρίση απειλεί σήμερα να δυναμιτίσει την ανάκαμψη. Από την άλλη πλευρά, η εμμονή της, για δικούς της μικροπολιτικούς λόγους, σε μία δρακόντεια οικονομική θεραπεία ανεπαρκώς προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες, συνέβαλε κι αυτή σημαντικά στον μακρύ ελληνικό χειμώνα.
(του Γιάννη Παλαιολόγου από την εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)