Στα πλαίσια της φιλελεύθερης οικονομικής της φιλοσοφίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τον Νοέμβριο του 2016 την κατάργηση των ρυθμισμένων τιμών ηλεκτρικής ενέργειας που κινούνται κάτω της τιμής κόστους της παραγωγής.

Αυτό το έκανε για να μη στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός με εμπόδια εισόδου έναντι των νεοεισερχόμενων παραγωγών στην αγορά, αλλά και για να προσελκυστούν οι απαραίτητες ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες δεν γίνονται όταν οι εγκαθιδρυμένοι παραγωγοί επαναπαύονται στην προσοδοθηρία τους. Στην πρόταση νομοθεσίας για τον νέο σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρισμού, η Επιτροπή ενθάρρυνε τα κράτη μέλη της Ε.Ε. να ετοιμάσουν έναν οδικό χάρτη για τη σταδιακή εξάλειψη (phasing out) όλων των κρατικά ρυθμισμένων τιμών εντός πενταετίας από την ψήφιση της νομοθεσίας, με στόχο να διασφαλιστεί ότι οι τιμές προμήθειας θα απελευθερωθούν από κάθε δημόσια παρέμβαση.

Στην καθαρά φιλελεύθερη οπτική της Επιτροπής, αυτό το βήμα πρέπει να γίνει ακόμα και σε μία οικονομία δικτύων, όπως είναι η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς οι νέες τεχνολογίες επιτρέπουν πια στους καταναλωτές να μειώσουν τις τιμές που πληρώνουν με εναλλακτικά μέσα, όπως η τοποθέτηση φωτοβολταϊκών συστημάτων στην οροφή ή η ενεργειακή μόνωση των κατοικιών. Δεκατρία κράτη μέλη της Ε.Ε., μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, προβλέπουν ακόμα ρυθμισμένες τιμές ηλεκτρισμού στο δίκαιό τους, κυρίως ως δικλίδα ασφαλείας απέναντι σε τυχόν αλόγιστες αυξήσεις τιμών ικανές να οδηγήσουν σε ενεργειακή φτώχεια των νοικοκυριών. Αυτές οι ρυθμίσεις έχουν επιβιώσει από τη μεταπολεμική περίοδο, οπότε και οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας καθιερώθηκαν ως φυσικά μονοπώλια σε καθετοποιημένη μορφή. Το θέμα είναι εντόνως εριζόμενο: στην προηγούμενη προσπάθεια που έκανε η Επιτροπή να απελευθερώσει την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας το 2009, συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση μίας ομάδας κρατών μελών στην οποία πρωτοστατούσε η Γαλλία και υπαναχώρησε παρά την υποστήριξη των πιο φιλελεύθερων βόρειων και σκανδιναβικών χωρών της Ε.Ε.

Η ειρωνεία είναι πως η ρύθμιση των τιμών λιανικής σε πολύ χαμηλά επίπεδα πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα των ίδιων των άλλοτε μονοπωλιακών παρόχων, καθώς αυτοί δεν είναι ικανοί να μετακυλίσουν το κόστος των ρυθμίσεων για την προστασία του περιβάλλοντος στους καταναλωτές ούτε να αποκτήσουν ικανά περιθώρια για τον σχηματισμό επενδυτικών κεφαλαίων για την τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής. Παρά ταύτα, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ακολούθησε την Επιτροπή και ψήφισε τον οδικό χάρτη για εξάλειψη των ρυθμισμένων τιμών εντός πενταετίας, με τη δυνατότητα παράτασής τους για μια δεκαετία μόνο για τους πιο ευάλωτους καταναλωτές, τα κράτη μέλη στο Συμβούλιο διέγραψαν εντελώς κάθε πρόβλεψη χρονικού ορίζοντα. Είχε προηγηθεί η πτώση της κυβέρνησης Μπορίσοφ στη Βουλγαρία το 2013 εξαιτίας των λαϊκών αντιδράσεων κατά της απότομης αύξησης των τιμών από διαχειριστές των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Και τώρα έρχεται η εξέγερση των «κίτρινων γιλέκων» κατά της φορολόγησης των πετρελαιοειδών στη Γαλλία, η οποία πλήττει κυρίως τις λαϊκές τάξεις, και η άτακτη υποχώρηση του προέδρου Μακρόν μπροστά στα εκτεταμένα επεισόδια.

Κατά συνέπεια, το σημερινό πολιτικό σκηνικό της Ευρώπης είναι μπλοκαρισμένο και ένας πολιτικός συμβιβασμός μεταξύ των παρεμβατιστών και των φιλελεύθερων διαφαίνεται επίπονος, καθώς κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν δείχνει έτοιμο να μετριάσει τις αντιλήψεις του. Πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε δύο εναλλακτικές συμβιβαστικές προτάσεις στο τραπέζι: είτε μια επταετή παράταση της ρύθμισης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας μόνο για τους ενεργειακά ευάλωτους καταναλωτές, είτε την αέναη διατήρηση των χαμηλών τιμών για όσα κράτη μέλη την επιθυμούν, υπό την προϋπόθεση ενός ενιαίου πανευρωπαϊκού ορισμού της κατηγορίας «ενεργειακή φτώχεια». Η Επιτροπή εμφανώς προτιμά την πρώτη από τις δύο λύσεις, καθώς θεωρεί ότι μια ενιαία ημερομηνία για το phasing out των ρυθμισμένων τιμών θα ολοκληρώσει ταχύτερα την ενιαία αγορά και θα επιτύχει προβλεψιμότητα για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο πεδίο αυτό. Σε κάθε περίπτωση, το βασικό αγκάθι για έναν συμβιβασμό είναι η πανευρωπαϊκή ρύθμιση της «ενεργειακής φτώχειας» επί τη βάσει ενός ή περισσοτέρων ενιαίων ποσοτικοποιημένων δεικτών, τη στιγμή που σήμερα οι διαφορές στη διαμόρφωση των τιμών από χώρα σε χώρα είναι τεράστιες. Έτσι, τα νοικοκυριά στην πλούσια Σουηδία δαπανούν μόνο το 3%, κατά μέσο όρο, του διαθέσιμου εισοδήματός τους σε λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ στη φτωχή Σλοβακία το 23%.

Η πηγή του μπλοκαρίσματος έγκειται, στην πραγματικότητα, στην ανυπαρξία μιας Κοινωνικής Ευρώπης. Πράγματι, οι Συνθήκες της Ε.Ε. προβλέπουν ότι η κοινωνική πολιτική ανήκει στη σφαίρα αρμοδιότητας των κρατών μελών. Αυτό σημαίνει ότι ένας δείκτης ενεργειακής φτώχειας δεν μπορεί να εναρμονιστεί πανευρωπαϊκά, καθώς κάποιες κυβερνήσεις θα φοβηθούν -και βάσιμα, όπως βλέπουμε από τα τελευταία γεγονότα στη Γαλλία- ότι έτσι ενδέχεται να σημειωθεί μια «φορολογική εξέγερση» ή ακόμα και ανεξέλεγκτες κοινωνικές αντιδράσεις, απέναντι στις οποίες δεν θα υπάρχει μέσο κατευνασμού. Αν απαλειφθεί από τη νομοθεσία η δυνατότητα ρύθμισης τιμών, έστω ως έσχατο μέσον, ο φόβος είναι ότι η πραγματοποίηση νέων επενδύσεων μπορεί να γίνει εις βάρος της πιο ευάλωτης μερίδας των καταναλωτών προκειμένου να προσαρμοστούν οι παραγωγοί πιο γρήγορα, με ενός είδους «θεραπεία σοκ», απέναντι στον ολοένα και πιο αυξημένο ανταγωνισμό. Αυτός ο ορατός κίνδυνος θα μπορούσε να εξαφανιστεί μόνο με μια φυγή προς τα εμπρός, δηλαδή με την παραχώρηση της αρμοδιότητας κοινωνικής προστασίας στην ίδια την Ε.Ε. και τη συνεπακόλουθη ψήφιση ενός προστατευτικού πλαισίου επιδότησης των ενεργειακά φτωχών με ευρωπαϊκούς πόρους. Με άλλα λόγια, όσο καθηλώνεται η πορεία προς μια ομοσπονδιοποίηση της Ε.Ε., τόσο η σύγκρουση μεταξύ της αγοράς και της κοινωνικής προστασίας θα οξύνεται, χωρίς ορατή υπέρβαση του αδιεξόδου.

 

* Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

 

(«ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ»)