Τομή για τον Eνεργειακό Τομέα ο Προτεινόμενος Μακροπρόθεσμος Ενεργειακός Σχεδιασμός, Παρά τις Αδυναμίες του.

Αναμφίβολα, το κείμενο για τον προτεινόμενο εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό που ανακοινώθηκε την εβδομάδα που πέρασε από το ΥΠΕΝ, και τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, αποτελεί τομή για τον ενεργειακό τομέα της χώρας και έρχεται να καλύψει ένα σοβαρό κενό που υπήρχε έως σήμερα ως προς την σχεδίαση και υλοποίηση μιας συντεταγμένης ενεργειακής πολιτικής. Να θυμίσουμε ότι στο πρόσφατο παρελθόν υπήρξαν δυο παρόμοιες προσπάθειες πρώτα από την ΡΑΕ, την περίοδο 2002-2003. και αργότερα από τον βραχύβιο ΣΕΕΣ, το 2005-2006. Όμως, οι προτάσεις και στρατηγικές που εισηγήθηκαν οι ανωτέρω οργανισμοί, αν και ήσαν προς την σωστή κατεύθυνση, με στόχο την ενίσχυση της ενεργειακής αυτάρκειας της χώρας, όχι μόνο αγνοήθηκαν από τις τότε πολιτικές ηγεσίες αλλά και ανατράπηκαν (στην περίπτωση του ΣΕΕΣ) εν μια νυκτί, από αδικαιολόγητες και ωθούμενες από μικροπολιτικά συμφέροντα αποφάσεις των προϊσταμένων πολιτικών ηγεσιών.

energia.gr
Δευ, 19 Νοεμβρίου 2018 - 00:12

Eυτυχώς σήμερα η κατάσταση ως προς την χρησιμότητα, τον ρόλο και την εφαρμογή ενός εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού είναι τελείως διαφορετική και έχει εκλείψει οριστικά, ελπίζουμε, ο κίνδυνος να πάει «στράφι» μία σοβαρή προσπάθεια στην οποία συνέβαλλαν όλοι οι βασικοί ενεργειακοί φορείς της χώρας και μια ομάδα εμπειρογνωμόνων, που εργάσθηκαν με συνέπεια και επαγγελματισμό τους τελευταίους 10 μήνες, και συμμετείχαν στο ειδικά συσταθέν Εθνικό Συμβούλιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Και ο λόγος δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι σήμερα ο μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός - για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης-  αποτελεί, πλέον, δεσμευτική υποχρέωση για κάθε κυβέρνηση στο πλαίσιο της συμμετοχής μιας χώρας στην ΕΕ. Επιπλέον, υπάρχουν σαφείς στόχοι (οι γνωστοί 30-30-30) από  πλευράς Κομισιόν, τόσο ως προς την διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο, όσο και για την ενεργειακή αποδοτικότητα, τις μεταφορές και την μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου.

Εύλογα τίθεται το ερώτημα ως προς τί ένας ξεχωριστός ενεργειακός σχεδιασμός σε εθνικό επίπεδο,την στιγμή που υπάρχουν καλά επεξεργασμένοι και δεσμευτικοί Ευρωπαϊκοί  στόχοι; Η απάντηση έχει να κάνει με τις γεωγραφικές, μορφολογικές και ενεργειακές (ως προς τις εγχώρια απαντώμενες πηγές ενέργειας) ιδιαιτερότητες μιας χώρας και τις δυνατότητες που αυτή έχει να τις αξιοποιήσει κατάλληλα και να μεγιστοποιήσει τα οφέλη που αυτές μπορούν να προσφέρουν. Ως προς την οικονομία, την απασχόληση, το περιβάλλον και την ενεργειακή ασφάλεια. Όλα αυτά τα θέματα τα καλύπτει ο ανακοινωθείς  σχεδιασμός, ο οποίος, μάλιστα, διατυπώνει συγκεκριμένα σενάρια για το 2030, 2040 και 2050, προβλέποντας μεγιστοποίηση των ΑΠΕ στην τελική ενεργειακή κατανάλωση, μείωση της χρήσης λιγνίτη, στρατηγική χρήση του φυσικού αερίου, μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου στις μεταφορές και στον οικιακό τομέα και μηδενισμό στην ηλεκτροπαραγωγή (που θα επιτευχθεί χάριν της προγραμματισμένης  ηλεκτρικής διασύνδεσης του μεγαλύτερου αριθμού των νήσων). 

Αξίζει να επισημανθεί ότι ο εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός δίδει ιδιαίτερη έμφαση στην βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, με άξονα αναφοράς τον οικιστικό τομέα, θέτοντας συγκεκριμένους στόχους για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων, τόσο των κατοικιών, όσο και δημοσίων κτιρίων. Έχουν ενδιαφέρον οι εκτιμήσεις του ΕΣΕΚ ως προς τις επενδύσεις που θα χρειασθούν, μέχρι το 2030, για τις ενεργειακές επεμβάσεις στον κτιριακό τομέα, οι οποίες θα ανέλθουν συνολικά στα 9,0 δισεκ.ευρώ. Με τις συνολικές προβλεπόμενες επενδύσεις για έργα υποδομών στον κλάδο του ηλεκτρισμού, για φ. αέριο και στις ΑΠΕ να φθάνουν τα €32 δισεκ. Ένα νούμερο, όμως, που δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τις απαραίτητες επενδύσεις στον στρατηγικό τομέα της διύλισης και εμπορίας πετρελαίου, αλλά ούτε στον χώρο της έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων. Ανεξάρτητες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι οι συνολικές ενεργειακές επενδύσεις στην Ελλάδα για την περίοδο 2019-2028 ευρίσκονται πλησιέστερα στα €50 δισεκ.

Είναι εμφανές ότι προκειμένου να μην δυσαρεστήσουν τις οικολογικές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, εκπρόσωποι των οποίων εντός και εκτός της κυβέρνησης, έχουν ταχθεί αναφανδόν κατά των ερευνών υδρογονανθράκων, οπουδήποτε στην χώρα, οι συντάκτες του ενεργειακού σχεδιασμού έχουν αφαιρέσει κάθε αναφορά ως προς τους στόχους παραγωγής, αν και υπάρχει λεπτομερής σχεδιασμός στο ΥΠΕΝ και στην ΕΔΕΥ για αυτό το θέμα. Για αυτό εξ’ άλλου, δεν είναι τυχαίο ότι ο όλος ενεργειακός  σχεδιασμός τείνει να υποβαθμίσει τον ρόλο του πετρελαίου  και φ. αερίου στην λειτουργία του ενεργειακού συστήματος  της χώρας, αγνοώντας επιδεικτικά το γεγονός ότι το 67% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης αντιστοιχεί στο εισαγόμενο, κατά 98%, πετρέλαιο και φ.αέριο. Και ασφαλώς οι ΑΠΕ, που κυριαρχούν στον όλο ενεργειακό σχεδιασμό, δεν μπορούν ούτε σε 5, σε 10 ή σε 20 χρόνια να υποκαταστήσουν το πετρέλαιο. Αυτή την αδήριτη πραγματικότητα επιλέγει να αγνοεί ο ανακοινωθείς ενεργειακός σχεδιασμός.

Όμως, θα ήταν απείρως προτιμότερο να λαμβάνονταν υπόψη, επί ίσοις όροις, η πετρελαϊκή παράμετρος του ενεργειακού συστήματος, με στόχο την διαχείριση του θέματος και όχι την εξαφάνισή του για λόγους "περιβαλλοντικής ορθότητας". Μέσα από αυτό το πρίσμα, θα έπρεπε ο "σχεδιασμός", να θέσει στόχους για αύξηση της εγχώριας πετρελαϊκής παραγωγής, έτσι ώστε μέχρι το 2030, η χώρα να μπορεί να καλύπτει τουλάχιστον το 50% της κατανάλωσης πετρελαίου και φ. αερίου από δικά της κοιτάσματα, τα οποία είναι γνωστά και υπάρχουν (π.χ. Πρίνος, Κατάκολο, Πατραϊκός). Σοβαρή, επίσης, παράλειψη του "ενεργειακού σχεδιασμού" είναι η (σκόπιμη?) παράλειψη να θέσει συγκεκριμένους στόχους για μείωση της υπέρμετρης ενεργειακής εξάρτησης της χώρας, η οποία το 2016 είχε φθάσει το 73,6%, πολύ υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι στο 54%. Άραγε, ποιες ιδεολογικές αγκυλώσεις απαγόρευσαν στους συντάκτες του "ενεργειακού  σχεδιασμού" από το να θέσουν ρεαλιστικούς στόχους ως προς την μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας; Κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ταυτόχρονη αύξηση της εγχώριας παραγωγής υδρογονανθράκων, την προώθηση των υγρών βιοκαυσίμων, την περαιτέρω ανάπτυξη και εκμετάλλευση των ΑΠΕ και την εφαρμογή μέτρων βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας σε κτίρια και εμπορικές επιχειρήσεις.

Ας ελπίσουμε ότι ως αποτέλεσμα της δημόσιας διαβούλευσης, η οποία τώρα ευρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, θα ληφθούν υπόψη και θα αποτυπωθούν στο τελικό κείμενο, που θα υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι ουσιαστικές παράμετροι, οι αγκυλώσεις και περιορισμοί που χαρακτηρίζουν το Ελληνικό ενεργειακό σύστημα. Γιατί μόνο αφού καταγραφούν και κατανοηθούν τα ανωτέρω μπορούν να τεθούν ρεαλιστικοί και μετρήσιμοι στόχοι.