Tα βιοκαύσιμα δεύτερης γενιάς μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στη μείωση των εκπομπών άνθρακα στις μεταφορές, με τουλάχιστον 14% των καυσίμων που χρησιμοποιούνται για μεταφορικό έργο, θα πρέπει να προέρχονται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) έως το 2030

Αυτά αποφασίστηκαν από την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που ενέκρινε την προσωρινή συμφωνία με το Συμβούλιο, τον περασμένο Ιούνιο, για την ενεργειακή αποδοτικότητα, τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και τη διακυβέρνηση της Ενεργειακής Ένωσης, δηλαδή, τους τρεις σημαντικούς νομοθετικούς φακέλους που αποτελούν τμήμα του πακέτου Καθαρής Ενέργειας για όλους τους Ευρωπαίους.

Όπως σημειώνεται, όμως, τα βιοκαύσιμα πρώτης γενιάς, δεν θα λαμβάνονται υπόψη στους στόχους της Ε.Ε. για τις ΑΠΕ από το 2030 και εντεύθεν, κάτι που δημιουργεί  σοβαρό κίνδυνο έμμεσων αλλαγών χρήσεων γης.

Ο εισηγητής για την ενεργειακή απόδοση, Miroslav Poche του Σοσιαλιστικού κόμματος της Τσεχίας, δήλωσε: «Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης ωφελεί όλους τους Ευρωπαίους. Η συμφωνία που πετύχαμε είναι καλή για τους πολίτες, καθώς θα φέρει σημαντική μείωση στην κατανάλωση ενέργειας και, φυσικά, τους λογαριασμούς που πληρώνουν. Αλλά είναι επίσης και σπουδαίο νέο για την ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής βιομηχανίας, καθώς μειώνει το κόστος και δημιουργεί προϋποθέσεις για επενδύσεις.»

Επίσης, ο εισηγητής για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, José Blanco López, σοσιαλιστής βουλευτής από την Ισπανία, δήλωσε: «Μειώνουμε τα κίνητρα για επενδύσεις σε βιοκαύσιμα που βασίζονται σε εδώδιμα φυτά και ενθαρρύνουμε την παραγωγή εξελιγμένων βιοκαυσίμων. Καταφέραμε επίσης να ενισχύσουμε το δικαίωμα του καταναλωτή να παράγει ενέργεια ο ίδιος και συμπεριλάβαμε την απαίτηση του ΕΚ να απαγορευθούν μέχρι το 2026 οι χρεώσεις και τα τέλη στην αυτό-παραγόμενη ενέργεια.»

Εφόσον το Συμβούλιο εγκρίνει και επίσημα τη συμφωνία, οι νέοι κανόνες θα δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. και θα τεθούν σε ισχύ είκοσι ημέρες αφότου δημοσιευθούν. Όσον αφορά στον κανονισμό για τη διακυβέρνηση, θα εφαρμοστεί απευθείας σε όλα τα κράτη-μέλη, που θα πρέπει να ενσωματώσουν τα στοιχεία των άλλων δύο οδηγιών στην εθνική νομοθεσία τους, το αργότερο 18 μήνες μετά την έναρξη της ισχύος τους.