Τρία είναι τα «ατού», της παραγωγής ενέργειας από βιομάζα: αποτελεί έναν από τους πυλώνες της κυκλικής οικονομίας, θεωρείται Ανανεώσιμη Πηγή Ενέργειας (ΑΠΕ) και αποτελεί έναν αποτελεματικό τρόπο καταπολέμησης της ενεργειακής ένδειας. Στην Ελλάδα, ωστόσο, η πρόοδος στον τομέα βιοαέριο – βιομάζα προχωρά με αργούς ρυθμούς. Σύμφωνα με στοιχεία του ΛΑΓΗΕ που δημοσιοποιήθηκαν τον Αύγουστο, παρατηρήθηκε μια μικρή αύξηση, κατά περίπου 3 μεγαβάτ, φθάνοντας τα 67,1 μεγαβάτ. Γεωγραφικά, την πρώτη θέση στην ενεργειακή εκμετάλλευση βιομάζας καταλαμβάνει η περιφέρεια Αττικής, με περίπου 50% της εγκατεστημένης ισχύος και ακολουθεί η Κεντρική Μακεδονία. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη, όσον αφορά στην κατανάλωση βιοκαυσίμων στον τομέα των μεταφορών

Σύμφωνα με στοιχεία του EurObserv’ER (Σεπτέμβριος 2018), η κατανάλωση βιοκαυσίμων στην Ευρώπη των 28 το 2017 αυξήθηκε κατά 9,2%, σε σύγκριση με το 2016, με τη συνολική ποσότητα που καταναλώθηκε στις μεταφορές να φτάνει τα  15.5 Mtoe. Στη συνολική παραγωγή βιοκαυσίμων, το βιοντίζελ καταλάμβανε το 80,7%, η βιοαιθανόλη το  18,4% και το βιοαέριο  0.9 %.

Στη χώρα μας το 2017 καταναλώθηκε μόνο βιοντίζελ (151.000 τόνοι ισοδύναμου πετρελαίου), κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 20η θέση της λίστας των ευρωπαϊκών χωρών. Στην πρώτη θέση είναι η Γαλλία, η Γερμανία και η Σουηδία.  Η Ευρώπη αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό βιοντίζελ στον κόσμο, ενώ μεγάλοι καταναλωτές είναι οι ΗΠΑ, η Βραζιλία και η Κίνα.

Μη ανταγωνιστικά τα ανανεώσιμα αέρια συγκριτικά με το φυσικό αέριο

Πάντως, σε πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Ενεργειακών Μελετών της Οξφόρδης, με τίτλο «Το μέλλον του αερίου», οι μελετητές επικεντρώνουν στα ανανεώσιμα αέρια. Ειδικότερα, όπως προβλέπουν, καθαρά από άποψη κόστους, διαφαίνεται ότι ακόμη και υπό ένα αισιόδοξο σενάριο, τα ανανεώσιμα αέρια δεν θα είναι ανταγωνιστικά με το φυσικό αέριο που προέρχεται από ορυκτά καύσιμα πριν από το 2050. Συνεπώς, η περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγής ανανεώσιμων αερίων θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές στήριξης, καθώς και από τις προσπάθειες περιορισμού των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για την επίτευξη των δεσμευτικών στόχων για το κλίμα που έχει θέσει ο ΟΗΕ.

Υποθέτοντας ότι θα συνεχιστούν οι προσπάθειες μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, οι μελετητές κρίνον ότι είναι πιθανό να συνεχιστεί και η ανάπτυξη βιομεθανίου, με την παραγωγή της ΕΕ να ξεπερνά τα 50 δισεκ. κυβικά μέτρα ετησίως έως το 2050 με κόστος 50-100 ευρώ / MWh.

Συνολικά, φαίνεται ότι υπάρχουν επαρκείς εναλλακτικές λύσεις για την παροχή ανανεώσιμων αερίων οι οποίες θα επιτρέψουν τη συνεχή χρήση της υφιστάμενης υποδομής φυσικού αερίου, ακόμη και όταν η χρήση φυσικού αερίου που προέρχεται από ορυκτά καύσιμα έχει καταστεί περιβαλλοντικά μη αποδεκτή.

 Η Κίνα διαθέτει εκατομμύρια πολύ μικρές μονάδες βιοαερίου σε αγροτικά νοικοκυριά, μια κληρονομιά της δεκαετίας του 1970, η οποία ωστόσο δεν είναι τόσο ενεργή στο σύγχρονο περιβάλλον ανάπτυξης του βιοαερίου. Στην Ευρώπη, η παραγωγή ανανεώσιμων αερίων από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 έως το 2014 σημείωσε ραγδαία αύξηση, αν και εξαιτίας της μεταβαλλόμενης νομοθεσίας ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε τα τελευταία χρόνια.  Έως το τέλος του 2016 λειτουργούσαν περίπου 17.000 εγκαταστάσεις βιοαερίου, εκ των οποίων περίπου 10.000 βρίσκονταν στη Γερμανία.

Οι περισσότερες μονάδες βιοαερίου χρησιμοποιούν αναερόβια χώνευση. Περίπου το 75% των ευρωπαϊκών εγκαταστάσεων, συνήθως βρίσκονται σε αγροκτήματα και χρησιμοποιούν είτε γεωργικά απόβλητα, είτε ενεργειακές καλλιέργειες. Από τις υπόλοιπες, περίπου τα δύο τρίτα χρησιμοποιούν απόβλητα και ένα τρίτο χωροθετείται σε χώρους υγειονομικής ταφής όπου συλλέγεται αέριο, το οποίο διαφορετικά θα εκλυόταν στην ατμόσφαιρα.

Το μεγαλύτερο μέρος του βιοαερίου χρησιμοποιείται τοπικά για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ή θερμότητας ή και για τα δύο. Οι μονάδες παραγωγής είναι συνήθως μικρές, με ηλεκτρική παραγωγική ικανότητα μεταξύ 1 και 2 μεγαβάτ (MW). Πρόκειται για την ίδια παραγωγική ικανότητα που έχει και μια ανεμογεννήτρια μεσαίου μεγέθους, όπως οι μονάδες βιοαερίου έχουν ένα πλεονέκτημα: ο χρόνος παραγωγής βιοαερίου μπορεί να ελεγχθεί.