H ​​πρόκληση της απελευθέρωσης: Οι ενεργειακοί τομείς του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου στην Ελλάδα υφίστανται, τα τελευταία δέκα χρόνια, ριζικές μεταρρυθμίσεις με κατεύθυνση προς την πλήρη απελευθέρωσή τους, στη βάση του σχεδίου της ευρωπαϊκής ενεργειακής ενοποίησης. Στόχος είναι, τόσο η βιωσιμότητα του ενεργειακού συστήματος και η ασφάλεια του εφοδιασμού, όσο και η δημιουργία προϋποθέσεων για την ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών

Ηδη εδώ και μία δεκαετία αναγνωρίζεται το δικαίωμα επιλογής προμηθευτή για όλους τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας. Σήμερα δραστηριοποιούνται πάνω από 20 εταιρείες-εναλλακτικοί πάροχοι, εκ των οποίων μόνο τρεις αγγίζουν μερίδια αγοράς μεταξύ 3%-5% (στοιχεία ΛΑΓΗΕ Μάιος 2018).

Πλήρης απελευθέρωση έλαβε χώρα και στην αγορά του φυσικού αερίου στην Ελλάδα από τις αρχές του 2018, η οποία και οδήγησε, μέχρι στιγμής, στην αδειοδότηση 17 εταιρειών για την προμήθεια φυσικού αερίου.

Η απελευθέρωση της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας συνδέεται άμεσα με την υποχρεωτική πλέον μείωση του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ έως το 2020. Παρά τις σημαντικές δυσκολίες που συνδέονται με την προσαρμογή της ΔΕΗ και την εξασφάλιση των προϋποθέσεων μελλοντικής βιωσιμότητας της εταιρείας, ήδη προεξοφλείται μια δυναμική για τους εναλλακτικούς παρόχους. Συνεπώς, η στρατηγική στόχευση και η ανάπτυξη πελατοκεντρικών προσεγγίσεων και συνεργασιών αποκτούν ιδιαίτερη σημασία.

Ως συνέπεια, ο ανταγωνισμός στην Ελλάδα αναμένεται να ενισχυθεί στη βάση επιθετικότερων τιμολογιακών πολιτικών αλλά και να επεκταθεί σε νέα πεδία ακολουθώντας διεθνείς τάσεις. Πλέον, οι καταναλωτές απαιτούν περισσότερο συνειδητές επιλογές στη διαχείριση ενέργειας, αμφίδρομη επικοινωνία και διαλειτουργικότητα στις συναλλαγές τους. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Deloitte (Utility 2.0 – Wining over the next generation of utility customers), οι πάροχοι υπηρεσιών κοινής ωφελείας, ανταποκρινόμενοι στις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και στη διαφοροποίηση των καταναλωτικών προσδοκιών, αξιολογούν πλέον νέες ευκαιρίες και προκλήσεις στους κρίσιμους τομείς των νέων προϊόντων / υπηρεσιών, πλατφορμών επικοινωνίας και συνολικής ικανοποίησης του πελάτη (customer experience).

Η ευρωπαϊκή «ενεργειακή» εμπειρία

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η απελευθέρωση της αγοράς των ενεργειακών τομέων του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου έχει δρομολογηθεί νωρίτερα και ο αντίκτυπός της είναι πλέον μετρήσιμος, υποδεικνύοντας προοπτικές για την ελληνική αγορά.
Συγκεκριμένα, στις χώρες της Ε.Ε. η διαδικασία της απελευθέρωσης προσάρμοσε σταδιακά τις αγορές ηλεκτρισμού σε ένα αριθμό βασικών παρόχων (μερίδιο άνω του 5%), ο οποίος δεν ξεπερνάει τους τρεις με τέσσερις και με αθροιστικά μερίδια μεταξύ 70% και 95% (στοιχεία Eurostat).

Oι ιστορικά εδραιωμένοι και καθετοποιημένοι πάροχοι (incumbents) διατηρήσαν τη δεσπόζουσα θέση τους, αν και με χαμηλότερα μερίδια αγοράς, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις εναλλακτικοί πάροχοι ισχυροποίησαν την παρουσία τους. Η δραστηριοποίηση τόσο στην παραγωγή όσο και στην εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας προσέφερε σημαντικά πλεονεκτήματα για τις καθετοποιημένες εταιρείες προκειμένου να ισχυροποιήσουν τη θέση τους, καθώς μπόρεσαν να διαχειριστούν αποτελεσματικότερα τις ευκαιρίες και τους κινδύνους κατά μήκος της αλυσίδας αξίας. Τα παραδείγματα της Πορτογαλίας και της Γαλλίας είναι ενδεικτικά της δομής της ελληνικής αγοράς, με την ύπαρξη ενός αρχικά εδραιωμένου μονοπωλίου δραστηριοποιούμενου σε όλη τη χώρα.

Στην Πορτογαλία η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας περιόρισε σταδιακά το ποσοστό της κρατικής EDP από 82% το 2008 σε 45% το 2016. Σε αυτό συνετέλεσαν η σταδιακή κατάργηση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων, η σύζευξη των αγορών Πορτογαλίας - Ισπανίας μέσω του χρηματιστηρίου ενέργειας (OMIE) και η δραστηριοποίηση εταιρειών από τη γειτονική Ισπανία, οι οποίες απέσπασαν μερίδια περί το 15% η κάθε μία (Endesa, Iberdrola), αλλά και λοιπών εταιρειών με την παροχή συνδυασμένων ενεργειακών.

Στη Γαλλία, σε σχέση με την Πορτογαλία, η μείωση του μεριδίου του κρατικού μονοπωλίου της EDF ακολούθησε πιο αργούς ρυθμούς. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η ανταγωνιστικότητα της αγοράς δείχνει να ανακάμπτει, καθώς τα μερίδια της EDF βαίνουν μειούμενα (σήμερα αγγίζουν το 80%) ενώ οι δύο μεγαλύτεροι εναλλακτικοί πάροχοι, η Engie (βασικός προμηθευτής φυσικού αεριού στη Γαλλία) και η Direct Energie (εξαγοράστηκε από την Total το 2018), βελτίωσαν σημαντικά τα μερίδιά τους (10% και 7% αντίστοιχα) με προοπτικές περαιτέρω κλιμάκωσης. Στην ενίσχυση της θέσης των εναλλακτικών παρόχων συνετέλεσε η ρυθμιζόμενη πρόσβαση των τελευταίων σε φθηνή ενέργεια από τα πυρηνικά εργοστάσια της EDF αλλά και η σταδιακή κατάργηση των ρυθμιζόμενων χρεώσεων.

Ομοίως, η ευρωπαϊκή εμπειρία της διαδικασία απελευθέρωσης αναδεικνύει ότι οι αγορές φυσικού αερίου προσαρμόζονται συνήθως σε τρεις με τέσσερις βασικούς παρόχους με μερίδιο άνω του 5% και με αθροιστικό μερίδιο μεταξύ 65% και 75% (στοιχεία Eurostat).

Η δυνατότητα παροχής συνδυασμένων προϊόντων (ηλεκτρισμός και φυσικό αέριο) οδηγεί υφιστάμενους παρόχους στο να αξιοποιήσουν το ήδη υπάρχον πελατολόγιο για σταυροειδείς πωλήσεις. Ενδεικτικά, στην Ιταλία εταιρείες όπως η Enel και η Edison κατάφεραν να αποσπάσουν σημαντικά ποσοστά στην εμπορία φυσικού αερίου (10% έως 15%), προερχόμενες από την αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας. Στην Ιβηρική, εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας όπως η Endesa και η Gas Natural Fenosa δημιούργησαν σημαντικές θέσεις στην αγορά φυσικού αερίου.

Προοπτικές ελληνικής αγοράς ενέργειας

Σήμερα τα ποσοστά αλλαγής εκπροσώπησης ανά κατηγορία πελατών (supplier switching) στη λιανική αγορά ηλεκτρισμού στην Ελλάδα βρίσκονται κάτω του 2% (ΡΑΕ – Οκτώβριος 2017), ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα αντίστοιχα ποσοστά βρίσκονται κοντά στο 8% (στην Πορτογαλία αγγίζει το 25%) για τον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο. Επίσης, η διείσδυση του φυσικού αερίου στην Ελλάδα παραμένει κάτω του μέσου ευρωπαϊκού όρου (14,5% έναντι 23,3%), γεγονός που δημιουργεί επιπλέον ευκαιρίες, ιδιαίτερα μέσα από την προσφορά συνδυαστικών υπηρεσιών.

Σύμφωνα με το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (CEER), χώρες με υψηλότερη συσχέτιση τιμών χονδρικής και λιανικής συντηρούν υψηλότερο ανταγωνισμό, όπως αυτός αποτυπώνεται στη βελτίωση των ποσοστών αλλαγής εκπροσώπησης. Προς αυτή την κατεύθυνση στοχεύει να οδηγήσει η λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, μέσω του οποίου αναμένεται να ενισχυθούν η διαφάνεια, η ρευστότητα και η ευελιξία συναλλαγών, δημιουργώντας προϋποθέσεις για μεγαλύτερη διαφοροποίηση τιμών λιανικής προς όφελος του τελικού καταναλωτή.

Επιπλέον, σύμφωνα με το CEER, η αποδοτική και αποτελεσματική λειτουργία των αγορών εξαρτάται από τον βαθμό ικανοποίησης των αναγκών του καταναλωτή. Η είσοδος στην ψηφιακή εποχή και η ευκολία στην πρόσβαση των πληροφοριών έχουν αλλάξει τους καταναλωτές από παθητικούς αποδέκτες σε δραστήριους συμμετέχοντες στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών. Οι πάροχοι, για να παραμείνουν ανταγωνιστικοί, απαιτείται να κατανοήσουν τις νέες προτιμήσεις, να υιοθετήσουν καινοτομίες τιμολογιακών πολιτικών και συμπληρωματικών υπηρεσιών. Η αναγνώριση των ειδικών χαρακτηριστικών των καταναλωτών αναμένεται σταδιακά να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητας της ελληνικής αγοράς ενέργειας.

Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες της Deloitte και στη βάση τάσεων από το εξωτερικό, η πλειονότητα των οικιακών καταναλωτών ενδιαφέρεται για την αγορά συνδυασμένων προϊόντων και την ψηφιακή επικοινωνία με τον πάροχο. Σχεδόν το σύνολο των εμπορικών καταναλωτών θα ήθελε να βλέπει τον πάροχο και ως αξιόπιστο σύμβουλο, ενώ στην πλειονότητά τους είναι εξαιρετικά πρόθυμοι να πληρώσουν και για επιπλέον υπηρεσίες.

Τα επόμενα 2-3 έτη είναι ιδιαίτερα καθοριστικά για την πορεία της αγοράς, καθώς αναμένεται να επιβεβαιωθούν κρίσιμες παράμετροι του ενεργειακού σχεδιασμού της Ελλάδας. Σε αυτό το πλαίσιο, η εμπορία θα πρέπει να προσαρμόσει τον επιχειρηματικό της σχεδιασμό στη βάση μιας συνεκτικής προσέγγισης με επίκεντρο τον καταναλωτή και η οποία θα αναγνωρίζει εγκαίρως τάσεις και προοπτικές βελτιώνοντας διαρκώς την αξία προς τους καταναλωτές.

* Ο κ. Σωτήρης Μπατζιάς είναι Principal, Τομέας Στρατηγικής, Deloitte.

(Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)