Το ρητό «η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη» μπορεί να θεωρείται παλιομοδίτικο, αλλά μια έκθεση που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από το City University του Λονδίνου δίνει αρκετά στοιχεία που υποστηρίζουν αυτή τη... θεωρία, αναδεικνύοντας τις επιπτώσεις στην παραγωγικότητα - με την Ελλάδα να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταξύ επιλεγμένων χωρών του ΟΟΣΑ. Η έκθεση παρουσιάζει δεδομένα από περίπου 52.000 υπαλλήλους σε 38 διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μοντέλο εργασίας «ζω για να δουλεύω» μπορεί να παρεμποδίσει τις προοπτικές σταδιοδρομίας και να βλάψει την υγεία. Οι αναλυτές προτείνουν να αναλάβουμε την ευθύνη της δουλειάς μας

Αυτό ακούγεται σαν «κόντρα ρόλος». Παρ' όλα αυτά, υπάρχει μια παγιωμένη αντίληψη ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για σταδιοδρομία από τη σκληρή δουλειά για πολλές ώρες - όσο πιο σκληρά δουλεύουμε τόσο το καλύτερο. Η έρευνα του City σε ένα ευρύ φάσμα κριτηρίων κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα - ότι η σκληρή δουλειά δεν φέρνει πάντα ανταμοιβές. Οι άνθρωποι χρειάζονται τόσο σωματική όσο και ψυχική ξεκούραση μεταξύ των καθηκόντων τους, αλλιώς μπορεί να τους καταβάλει το άγχος και η κόπωση. Και αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα.

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η παραγωγικότητα μιας οικονομίας δεν αντανακλά κατ' ανάγκην τις ώρες που αφιερώνει στην εργασία το εργατικό δυναμικό της. Αυτό διαπιστώνεται αν διερευνηθεί πόσο παραγωγική είναι μία ώρα δουλειάς σε επιλεγμένες χώρες. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ μία ώρα εργασίας με όρους ΑΕΠ αντιστοιχεί σε μόλις 34,8 δολ. στην Ελλάδα, όταν στην Ιρλανδία αντιστοιχεί σε 95,5 δολ., στη Νορβηγία σε 77,9 δολ., στις ΗΠΑ σε 69,6 δολ. και στη Γερμανία σε 68 δολάρια. Ας σημειωθεί επίσης ότι οι Έλληνες είναι πρωταθλητές σε ώρες εργασίας στην Ευρώπη, με τον μέσο Έλληνα να αφιερώνει στη δουλειά 2.035 ώρες τον χρόνο, όταν οι Γερμανοί εργάζονται μόλις 1.363 ώρες και οι Αμερικανοί 1.783 ώρες τον χρόνο.

Πορίσματα μελέτης

Επομένως γίνεται κατανοητό ότι τα συμπεράσματα της μελέτης του City University έχουν ειδικό βάρος για την τοπική αγορά. Οι παράγοντες που εξετάστηκαν από τους ερευνητές στο πλαίσιο της μελέτης περιλαμβάνουν την πρόσβαση στην κατάρτιση, την αβεβαιότητα, την αναγνώριση, την ικανοποίηση, την ομαδική εργασία, τη διακριτική ευχέρεια των εργαζομένων και μια μακρά λίστα άλλων κριτηρίων. Οι συγγραφείς της έκθεσης επισημαίνουν ότι μπορεί να υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που παίζουν ρόλο. 

Κατά κοινή ομολογία οι εργαζόμενοι με υψηλές επιδόσεις προκαλούν την εύνοια των διευθυντών τους. Είναι ενδεικτικό όμως ότι όσοι αγωνίζονται και υπόκεινται σε μεγαλύτερη πίεση για να αυξήσουν τις επιδόσεις τους, παρ' όλα αυτά έχουν χαμηλότερες πιθανότητες να προοδεύσουν από άλλους. Η πραγματικότητα δηλαδή είναι συχνά πολύ πιο πολύπλοκη από ό,τι φαίνεται. 

Έτσι, τα πορίσματα της έκθεσης σταθμίστηκαν για να ληφθούν υπόψη μερικές από αυτές τις μεταβλητές και να περιοριστεί η επίδρασή τους στα συνολικά συμπεράσματα.

Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που εντοπίστηκαν ήταν η διακριτική ευχέρεια των εργαζομένων, δηλαδή η ευελιξία και η αυτονομία να επιλέξουν πότε θα ολοκληρωθεί μια εργασία.

Οι εργαζόμενοι με μεγαλύτερη διακριτική ευχέρεια αναφέρουν χαμηλότερα επίπεδα άγχους και αυξημένη ικανοποίηση από την εργασία. Αυτοί οι εργαζόμενοι αποδεικνύεται ότι τείνουν να συμμετέχουν και να δεσμεύονται περισσότερο, σύμφωνα με την έκθεση.

Μεγαλύτερα επίπεδα διακριτικής ευχέρειας μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην αποφυγή καταστάσεων διατάραξης της ισορροπίας εργασιακής - προσωπικής ζωής, ενώ διαπιστώνεται η σημασία που έχει για τους νεότερους εργαζόμενους το να είναι σε θέση να συνδυάσουν την εργασία και τις δεσμεύσεις στην προσωπική τους ζωή - κάτι που δεν προκαλεί έκπληξη μιας και αποτελεί τάση που επιβεβαιώνεται από πολλές μελέτες.

Ποιότητα και ποσότητα

Η έκθεση διαπίστωσε επίσης ότι τα υψηλότερα επίπεδα διακριτικής ευχέρειας των υπαλλήλων σχετίζονται με χαμηλότερο ποσοστό αναπλήρωσης των εργαζομένων, γεγονός που αποτελεί καλή είδηση για τους εργοδότες. Είναι επίσης ένας καλός δείκτης ευκαιριών επαγγελματικής εξέλιξης. Οι αυστηρές προθεσμίες και τα ανελαστικά χρονοδιαγράμματα έχουν νόημα όταν πρόκειται για ορόσημα διαχείρισης έργων. Μπορούν όμως να προσθέσουν μη παραγωγικό άγχος - ειδικά εάν η ανάγκη πλήρωσης μιας προθεσμίας αρχίζει να αντικαθιστά την επιθυμία για εργασία υψηλής ποιότητας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη εκπλήρωση και σε υψηλότερα επίπεδα άγχους και δυσαρέσκειας.

Σε ένα πιο ιδανικό περιβάλλον ο εργαζόμενος θα είναι σε θέση να ολοκληρώσει μια εργασία σε ένα υψηλότερο επίπεδο, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει υπερωρίες εργασίας, αλλά με μικρότερες επιβλαβείς επιπτώσεις στον ίδιο.

(naftemporiki.gr)