Παρά τη νέα ελάφρυνση του επίσημου χρέους, το επιτόκιο δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου σε βάθος δεκαετίας κινείται στην περιοχή του 4,4% σήμερα, επίπεδο-ρεκόρ στην ευρωζώνη, πολύ πάνω από το αντίστοιχο πορτογαλικό (1,8%) ή το ισπανικό (1,4%), κάτι που σημαίνει ότι η πρόσβαση στις αγορές είναι απαγορευτική. Η χώρα είναι επίσης ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς, λόγω υψηλού χρέους, περιορισμένης αναπτυξιακής δυναμικής και χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης.
Ετσι δύσκολα θα προχωρήσει η φημολογούμενη έκδοση ενός 10ετούς ομολόγου αναφοράς το φθινόπωρο, το νωρίτερο τον Σεπτέμβριο, ώστε να χτιστεί και η καμπύλη των αποδόσεων, καθώς διεθνείς επενδυτές φέρεται να επιδιώκουν επιτόκιο 4,5% ή ακόμα και 5%. Από την άλλη πλευρά, έχει μεγάλη σημασία και το ποιος και γιατί αγοράζει τα ομόλογα της χώρας σου. Μακροπρόθεσμοι επενδυτές που εκτιμούν θετικά τις προοπτικές της χώρας θα ζητούσαν «λογικά» επιτόκια, αλλά στις αγορές υπάρχουν πολλών ειδών «επενδυτές» και κάποιες κατηγορίες αυτών δεν θα έπρεπε να ανήκουν στις πρώτες επιλογές μας.
Το βέβαιο είναι πως όσο η οικονομία μας δεν γυρίζει σε διατηρήσιμους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε να επουλωθούν σε εύλογο διάστημα οι βαθιές πληγές της κρίσης, τόσο η χώρα θα παραμένει στη γωνία, το ουσιαστικό τέλος της εποχής της Ελλάδας ως de facto αποικίας της ΕΕ θα αργήσει να έρθει, ενώ οι αγορές σίγουρα δεν θα περιμένουν τα νταούλια που θα βαράμε για να αρχίσουν να χορεύουν.
(του Τάσου Μαντικίδη από «ΤΟ ΒΗΜΑ»)