Το 1974 στην Κύπρο υπέστημεν μια στρατιωτική ήττα. Εύλογο ήταν για τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν να επιδιώκουμε έναν «έντιμο συμβιβασμό». Αυτή είναι άλλωστε η επιδίωξη του κάθε ηττημένου.

Και όμως στην Κύπρο κρατήσαμε το θέμα ανοικτό επί 44 έτη, αρνούμενοι να δεχθούμε όρους τους οποίους «ουδέτεροι» παρατηρητές και μεσολαβητές μας προέβαλλαν ως «εντίμους».Εν τέλει απορρίψαμε κάθε σκέψη για παρουσία ξένων στρατευμάτων στην Κύπρο και διατήρηση των παρεμβατικών δικαιωμάτων άλλων χωρών. Αυτό μπορεί να μην συνιστούσε συμβιβασμό, ήταν όμως μια αποφασιστική στάσις. Μια στάσις όχι απλώς έντιμη αλλά ιδιαιτέρως τιμητική για αυτούς που την υποστήριξαν και την επέβαλαν. Στο ζήτημα των Σκοπίων όχι μόνο δεν υπέστημεν στρατιωτική ήττα, αλλά απεναντίας είμαστε ο ισχυρός μεταξύ των δυο πλευρών. Αφήνοντας κατά μέρος τις ποσοτικές συγκρίσεις αρκούμεθα να αναφέρουμε ότι το εμπόριο των Σκοπίων εξαρτάται από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Η επιβίωσις αυτής της χώρας εξαρτάται από τις καλές της σχέσεις μαζί μας. Και βεβαίως η Ελλάς δεν είναι η χώρα που στραγγαλίζει οικονομικά τους γείτονές της, ούτε είναι άδικη απέναντί τους. Ακόμη και την εποχή του εμπάργκο που τους είχε επιβάλει ο Ανδρέας Παπανδρέου, βασικά είδη, όπως καύσιμα, τρόφιμα και φάρμακα, περνούσαν ανεμπόδιστα. Η ανταπόκριση των Σκοπιανών στην καλή θέληση των Ελλήνων υπήρξε μηδενική. Αντί για διάθεση συνδιαλλαγής επεδείκνυαν θράσος στην διατύπωση όλο και περισσότερων απαιτήσεων. Και πάλι όμως η Ελλάς δεν υπήρξε τιμωρητική.

Από το σημείο αυτό, όμως, μέχρι του να φθάσουμε να αρχίζουμε την τελευταία διαπραγμάτευση με τα Σκόπια μιλώντας για έντιμο «έντιμο συμβιβασμό», η απόσταση είναι μεγάλη. Πώς μπορεί να ερμηνευθεί το γεγονός ότι οι ίδιοι που αρχίσαμε την διαπραγμάτευση για την Κύπρο επιδεικνύοντας σθένος και αποφασιστικότητα βαδίσαμε σαν ηττημένοι στη διαπραγμάτευση με τα Σκόπια; Δεν μπορούμε να προβλέψουμε σε ποια συμπεράσματα θα καταλήξει ο καταπληκτικός ιστορικός του μέλλοντος που θα θελήσει να εντρυφήσει στο ζήτημα. Με την γνώση όμως της προϊστορίας της ελληνικής αριστεράς μπορούμε να διακινδυνεύσουμε κάποιες εκτιμήσεις. Η αριστερά, όπως όλα τα ανά την Ευρώπη κομμουνιστικά κινήματα, ανέκαθεν υπηρετούσε τα σχέδια του πανσλαβισμού. Τα οποία ήθελαν μια κομμουνιστική μακεδονική ομοσπονδία ως εφαλτήριο για την επιβολή τους στα Βαλκάνια. Τους εξυπηρετούσε άλλωστε η ανυπαρξία μακεδονικού έθνους. Γι’ αυτό από τις αρχές του 20ου αιώνος επεδίωκαν την εξάλειψη των ελληνικών πληθυσμών. Μπορεί σήμερα να μην υπάρχει κομμουνιστικό κέντρο που να τους καθοδηγεί, αλλά οι ημέτεροι αριστεροί παραμένουν προσηλωμένοι στις διδαχές τις οποίες εδέχθησαν τότε και τις οποίες ανήγαγον στην διεθνιστική νοοτροπία η οποία εχθρεύεται οτιδήποτε εθνικό.