Οι δημοπρασίες θα διεξαχθούν στις 2 Ιουλίου και θα αφορούν 300 MW για φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις, 300 MW για αιολικές εγκαταστάσεις και 400 MW από κοινού φωτοβολταϊκά και αιολικά. Πρόκειται για τα πρώτα έργα ΑΠΕ που θα ενταχθούν στο σύστημα με το νέο καθεστώς στήριξης (βάσει του ν. 4414/2016), που ισχύει στις κυριότερες ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός με το οποίο σημειώνεται η μετάβαση από το μέχρι πρόσφατα ισχύον σύστημα αποζημίωσης με σταθερές εγγυημένες τιμές, σε νέο μηχανισμό ενίσχυσης της λειτουργίας των μονάδων, ο οποίος προβλέπει τη συμμετοχή των μονάδων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας δίνοντάς τους μία προσαύξηση τιμής επιπλέον αυτής που διαμορφώνεται στη χονδρεμπορική αγορά. Η τιμή αυτή διαμορφώνεται μέσω μιας ανταγωνιστικής διαδικασίας, στην οποία η ΡΑΕ ορίζει ανώτατη τιμή ανά τεχνολογία ΑΠΕ και το έργο κατοχυρώνεται στον επενδυτή που θα προσφέρει τη χαμηλότερη τιμή.
Για τη διασφάλιση της διαφάνειας των δημοπρασιών, η ΡΑΕ ορίζει επίσης κατώτατο ποσοστό συμμετοχής για κάθε διαγωνιστική διαδικασία τουλάχιστον στο 75% πλέον της δημοπρατούμενης ισχύος. Ενώ, οι ενδιαφερόμενοι για να συμμετάσχουν στις δημοπρασίες πρέπει να καταθέσουν τις απαραίτητες εγγυητικές επιστολές.
Αναμφίβολα, ο επερχόμενος διαγωνισμός της ΡΑΕ σηματοδοτεί την έναρξη μια νέας εποχής στην ανάπτυξη των ΑΠΕ στην χώρα μας μετά την αρχική περίοδο, όπου βάσει του αρχικού νόμου του 2006, η αγορά αναπτύχθηκε τελείως άναρχα και κερδοσκοπικά. Ως γνωστόν, η περίοδος της ανέμελης και «τρελής» ανάπτυξης (2007-2013) είχε βασιστεί σε πλουσιοπάροχα feed-in tariffs, στους φωτοβολταϊκούς αγροτοπαραγωγούς και τη φθηνή χρηματοδότηση. Τότε η αγορά κυριολεκτικά εκτινάχθηκε, με τα φωτοβολταϊκά να πιάνουν και να υπερβαίνουν τους εθνικούς στόχους, ενώ ακολούθησε περίοδο στασιμότητας και κατάρρευσης, αφού τα τελευταία 5 χρόνια είναι ζήτημα εάν προστέθηκε νέα συνολική ισχύς μόλις 45 MW για τα φωτοβολταϊκά και 700 MW για τα αιολικά.
Σήμερα η συνολική εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών φτάνει τα 2,60 GW πανελλαδικά ενώ για τα αιολικά τα 2,65 GW, με την αύξηση της ισχύος τα τελευταία πέντε χρόνια να παραμένει στάσιμη για τα φωτοβολταϊκά και πολύ κάτω των εθνικών στόχων για τα αιολικά. Η νέα διαγωνιστική διαδικασία θέτει τις βάσεις για μία διαφορετική, ανταγωνιστική και πιο ώριμη αγορά, όπου θα συμμετέχουν οι σοβαροί και καλά οργανωμένοι αυτοπαραγωγοί, με τον αποκλεισμό των ευκαιριακών «παικτών» και των «αεριτζήδων», που τόση ζημιά προκάλεσαν στην ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς κατά τα τελευταία χρόνια. Γι΄ αυτό θα έχει τεράστιο ενδιαφέρον η ανταπόκριση των αυτοπαραγωγών στο νέο διαγωνισμό και η διαμόρφωση των νέων συνθηκών λειτουργίας της αγοράς. Η Ελλάδα έχει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης των ΑΠΕ, ειδικά στα αιολικά, τη βιομάζα, τα μικρά υδροηλεκτρικά και τη γεωθερμία, και, άρα, η αναδιοργάνωση της αγοράς σε μία πλέον υγιή βάση αποτελεί άμεση προτεραιότητα.