Η ανακοίνωση της Gazprom ότι θα διακόψει τον εφοδιασμό της Ουκρανίας με φυσικό αέριο προκάλεσε έκπληξη σε αρκετούς παρατηρητές της αγοράς ενέργειας, ωστόσο δεν είναι στην πραγματικότητα μία απόφαση τόσο ριζοσπαστική ή παράδοξη όσο φαίνεται, σύμφωνα με την Anna Mikulska του Κέντρου Ενεργειακών Μελετών του Ινστιτούτου Δημόσιας Πολιτικής Baker του Πανεπιστημίου Rice.

Η ανακοίνωση της Gazprom ότι θα διακόψει τον εφοδιασμό της Ουκρανίας με φυσικό αέριο προκάλεσε έκπληξη σε αρκετούς παρατηρητές της αγοράς ενέργειας, ωστόσο δεν είναι στην πραγματικότητα μία απόφαση τόσο ριζοσπαστική ή παράδοξη όσο φαίνεται, σύμφωνα με την Anna Mikulska του Κέντρου Ενεργειακών Μελετών του Ινστιτούτου Δημόσιας Πολιτικής Baker του Πανεπιστημίου Rice.

Η απόφαση αυτή της Gazprom θα τεθεί σε ισχύ το 2019 και εντάσσεται στη γενικότερη στρατηγική της εταιρείας, όπως αυτή είχε παρουσιαστεί μέσω προγενέστερων ανακοινώσεών της. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει η Mikulska σε άρθρο της στο περιοδικό Forbes, η ΕΕ θα πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά τις ενέργειες της Gazprom.

Στις 2 Μαρτίου, η Gazprom ανακοίνωσε ότι θα «εκκινήσει άμεσα τη διαδικασία τερματισμού των συμβάσεων προμήθειας και μεταφοράς φυσικού αερίου με τη Naftogaz». Η κίνηση αυτή ήρθε ως άμεση απάντηση στην απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Στοκχόλμης, η οποία απαιτεί από τη Gazprom να πληρώσει περισσότερα από $ 2,5 δισ. για τις απώλειες που υπέστη η Ουκρανία λόγω των δυσμενών όρων της μεταξύ τους σύμβασης του 2009.

Ωστόσο, η απόφαση για διακοπή της προμήθειας φυσικού αερίου προς την Ουκρανία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ‘εν θερμώ’ αντίδραση στη δικαστική απόφαση, καθώς είναι σε πλήρη συμφωνία με τον εδώ και καιρό γνωστό στόχο της Gazprom να αποφύγει την Ουκρανία ως χώρα διέλευσης, δεδομένου ότι η μεταξύ τους σύμβαση λήγει το 2019.

Αρχικά, η Gazprom εμφανίζει πολλά από τα χαρακτηριστικά μιας εμπορικής οντότητας, αλλά, όπως υποστηρίζει η Mikulska, στην πράξη λειτουργεί συχνά ως επέκταση του ρωσικού κράτους. Με την προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές στη Ρωσία να βρίσκεται σε εξέλιξη και να επικεντρώνεται στην ανάδειξη της ρωσικής ισχύος, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η Gazprom θα δεχόταν αδιαμαρτύρητα αυτή τη διαιτητική απόφαση, γεγονός που θα μπορούσε να εκληφθεί ως αδυναμία όχι μόνο της εταιρείας, αλλά και συνολικά της Ρωσίας.

Παράλληλα, παρά τον απειλητικό της τόνο, η ανακοίνωση της Gazprom υπονοεί ένα λιγότερο άμεσο χρονοδιάγραμμα και μια περισσότερο στρατηγική προσέγγιση, καθώς η εταιρεία αναφέρει ότι «εκκινεί άμεσα τη διαδικασία τερματισμού» και όχι ότι «τερματίζει άμεσα» τις όποιες συμβατικές υποχρεώσεις της που σχετίζονται με την προμήθεια και τη μεταφορά αερίου μέσω Ουκρανίας.

Παράλληλα, σε περίπτωση διακοπής της παροχής αερίου προς την Ουκρανία, οι μακροπρόθεσμες συμβατικές υποχρεώσεις της Gazprom προς τρίτες χώρες, πολλές εκ των οποίων εκπνέουν εντός της δεκαετίας του 2020, θα πρέπει να αναδιαπραγματευτούν προκειμένου τα σημεία παράδοσης να ανακατευθυνθούν από τους αγωγούς που βρίσκονται σε ουκρανικό έδαφος προς άλλους κόμβους. Αυτές οι αναδιαπραγμάτευσεις θα απαιτήσουν χρόνο και, μέχρι να αρχίσουν, τουλάχιστον κάποια ποσότητα ρωσικού αερίου πιθανότατα θα διοχετεύεται μέσω των ουκρανικών αγωγών.

Όπως σημειώνει η Mikulska, ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι η προοπτική της Gazprom να εγκαταλείψει -στο εγγύς, αν και όχι άμεσο, μέλλον- την Ουκρανία ως χώρα διέλευσης του ρωσικού φυσικού αερίου επηρεάζεται από τις ισορροπίες στην αγορά της ΕΕ και από πολιτικούς παράγοντες.

 

Οι μεταβαλλόμενες ισορροπίες της αγοράς

Η παγκόσμια αφθονία φυσικού αερίου και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός κινητοποίησαν τους Ευρωπαίους αγοραστές και οδήγησαν αρκετούς από αυτούς να προσφύγουν νομικά, αξιώνοντας την αναδιαπραγμάτευση μακροπρόθεσμων συμβάσεων προμήθειας φυσικού αερίου με τη Gazprom, προκειμένου να επιτύχουν περισσότερο ευνοϊκή τιμολόγηση και συμβατικούς όρους, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ρήτρες υποχρεωτικής αγοράς ανεξαρτήτως παραλαβής (‘take or pay’) στις συμβάσεις με τη Gazprom. Ουσιαστικά, μια ρήτρα ‘take or pay’ απαιτεί από τον προμηθευτή να παρέχει έναν ορισμένο όγκο αερίου βάσει σύμβασης ή να πληρώσει την τιμή των μη παραδοθέντων όγκων. Οι αγοραστές υποχρεώνονται, με τη σειρά τους, να αποδεχθούν αυτούς τους όγκους ή να πληρώσουν την τιμή του αερίου που αρνούνται να παραλάβουν.

Τα τελευταία χρόνια, λόγω της σημαντικής πίεσης από τους Ευρωπαίους εταίρους της, η Gazprom αναγκάστηκε να αναδιαπραγματευτεί τέτοιες ρήτρες σε πολλές από τις μακροπρόθεσμες συμβάσεις της, με τις ελάχιστες απαιτήσεις παράδοσης να μειώνονται σημαντικά, σε ορισμένες περιπτώσεις από 85% σε μόλις 70% του συμφωνηθέντος όγκου.

Η μείωση των υποχρεώσεων δεν ήταν η επιθυμητή πορεία δράσης για την Gazprom, αν και της εξασφαλίζει, σε κάποιο βαθμό, σταθερές αποδόσεις. Ωστόσο, δεδομένου ότι η Gazprom δε δεσμεύεται να παραδώσει τόσο μεγάλες ποσότητες αερίου σε σύγκριση με πριν, η εξέλιξη αυτή διευκολύνει, επίσης, τη στρατηγική της εταιρείας να αποφύγει τη μεταφορά μέσω Ουκρανίας, ιδίως σε συνδυασμό με την πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιτρέψει στη ρωσική ετιαρεία να χρησιμοποιεί έως και τη μέγιστη δυναμικότητα του αγωγού Opal (Ostsee-Pipeline-Anbindungsleitung), μέχρι να ανακοινωθεί η οριστική απόφαση το 2019.

Ο αγωγός Opal είναι μία επέκταση που επιτρέπει τη διανομή φυσικού αερίου που εισάγεται μέσω του αγωγού Nord Stream Ι, ο οποίος μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο απευθείας στη Γερμανία. Έτσι, μέσω του Opal, το ρωσικό φυσικό αέριο μπορεί να παραδοθεί παρακάμπτοντας την Ουκρανία.

Όπως υπολογίζουν οι Simon Piraniand και Katja Yafimova του Ινστιτούτου Ενεργειακών Μελετών της Οξφόρδης, σε συνθήκες απουσίας νέων αγωγών (όπως συμβαίνει σήμερα), οι ρήτρες ‘take or pay’ της τάξης του 70% σε συνδυασμό με τη δυνατότητα της Gazprom να χρησιμοποιεί έως και το 100% της δυναμικότητας του αγωγού Opal, αποτελούν ικανές και αναγκαίες συνθήκες για να διασφαλιστεί ότι το σύνολο σχεδόν (πλην 6,6 δισ. κυβικών μέτρων) των ελάχιστων απαιτούμενων όγκων φυσικού αερίου προς την Ευρώπη (βάσει των συμβάσεων του 2014) μπορεί να παραδοθεί μέσω διαδρομών εκτός ουκρανικού εδάφους.

Ταυτόχρονα, η Gazprom προσέχει να διατηρήσει τη φήμη της ως αξιόπιστου προμηθευτή, ιδιαίτερα στη Δυτική Ευρώπη. Ο ρωσικός κολοσσός παρέδωσε ιστορικά υψηλές ποσότητες αερίου στην ΕΕ στα τέλη Φεβρουαρίου, καλύπτοντας τη μέγιστη αποθηκευτική ικανότητα σε Γερμανία, Αυστρία και Ολλανδία και παρέχοντας την απαραίτητη βοήθεια κατά τη διάρκεια ενός ιδιαίτερα ψυχρού χειμώνα.

Κατά την τελευταία δεκαετία περίπου, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός στην αγορά της ΕΕ έχει επηρεάσει τον τρόπο λειτουργίας της Gazprom, ωθώντας την εταιρεία να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και να ανταγωνιστεί για την πρόσβαση στους καταναλωτές. Όμως, ενώ η αγορά είναι ασφαλώς ένας σημαντικός παράγοντας, δεν καθορίζει πλήρως τη συμπεριφορά της Gazprom και την κυρίαρχη δέσμευση της εταιρείας στα συμφέροντα του ρωσικού κράτους.

 

Ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων

Σε αυτό το πλαίσιο, οι αξιωματούχοι της ΕΕ είναι απαραίτητο να χαράξουν μια πολιτική που να ελαχιστοποιεί τις ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις των ενεργειών της Gazprom, υπογραμμίζει η Mikulska.

Συγκεκριμένα, τονίζει ότι η ΕΕ πρέπει να είναι επιφυλακτική προς τις συμβάσεις που ενδέχεται να περιορίζουν τις επιλογές για παραδόσεις φυσικού αερίου στα κράτη - μέλη. Αυτό περιλαμβάνει διεξοδικούς ελέγχους σχετικά με τις αποφάσεις που αφορούν στην παραχώρηση δυναμικότητας αγωγών και επενδύσεων όπως ο Nord Stream ΙΙ.

Η συνεχής επένδυση σε υποδομές για τη διαφοροποίηση των πηγών φυσικού αερίου είναι επίσης σημαντική, ιδιαίτερα για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπου η εξάρτηση από το ρωσικό αέριο παραμένει υψηλή.

Εξάλλου, ο μόνος λόγος για τον οποίο η Ουκρανία δεν ανησυχεί ιδιαίτερα για την ανακοίνωση της Gazprom είναι η ικανότητά της να αποκτήσει άμεσα πρόσβαση σε ευρωπαϊκές πηγές και να υπογράψει σύμβαση με τον πολωνικό προμηθευτή φυσικού αερίου PGNiG για την παράδοση φυσικού αερίου από τις 2 Μαρτίου, την ίδια ημέρα, δηλαδή, που ανακοινώθηκε η απόφαση της Gazprom. Αυτό το παράδειγμα είναι, σύμφωνα με τη Mikulska, ικανό να αποδείξει την αξία των προσπαθειών της ΕΕ να διαφοροποιήσει τις πηγές αερίου της και την ανάγκη να ενισχυθούν αυτές οι προσπάθειες.