Οι βίαιες ταραχές στο Ιράν είναι ακόμα νωρίς να αξιολογηθούν ως ικανές για ανατροπή ή μετάλλαξη του θεοκρατικού καθεστώτος που επεβλήθη το 1979. Ίσως φαίνονται σαν μακρινό θέμα, αλλά η μεταβολή συσχετισμών στη Μέση Ανατολή πάντοτε επηρεάζει το διπλωματικό σχεδιασμό και τα συμφέροντα της χώρας μας.

Οι βίαιες ταραχές στο Ιράν είναι ακόμα νωρίς να αξιολογηθούν ως ικανές για ανατροπή ή μετάλλαξη του θεοκρατικού καθεστώτος που επεβλήθη το 1979. Ίσως φαίνονται σαν μακρινό θέμα, αλλά η μεταβολή συσχετισμών στη Μέση Ανατολή πάντοτε επηρεάζει το διπλωματικό σχεδιασμό και τα συμφέροντα της χώρας μας. Σχεδόν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων 40 ετών, οχυρωμένες στο εύλογο σκεπτικό ότι ακολουθούν την ενιαία θέση της ΕΕ, πέτυχαν να ισορροπήσουν μεταξύ των διαφόρων αντιμαχόμενων πλευρών στην ταραγμένη περιοχή.

Κατά τη δεκαετία του ’80 και του πολέμου Ιράν-Ιράκ, οι (κρατικές) αμυντικές βιομηχανίες μας εξασφάλισαν μεγάλα έσοδα, εξάγοντας -μερικές φορές ταυτόχρονα- και στις δύο πλευρές. Το 1990, η εγκαθίδρυση πλήρων διπλωματικών σχέσεων με το Ισραήλ διόρθωσε το λάθος της υπερβολικής στήριξης προς διάφορες παλαιστινιακές οργανώσεις τα προηγούμενα χρόνια. Το 1993-96, οι σχέσεις Αθήνας-Τεχεράνης βελτιώθηκαν, λόγω των κοινών κινδύνων από την Τουρκία και χάρη στην ανοχή των ΗΠΑ προς το σχήμα συνεργασίας Ελλάδας, Ιράν, Αρμενίας, Βοσνίας που επέτρεπε συνεννοήσεις για το μέλλον της πρώην Γιουγκοσλαβίας και τους γείτονες της Ρωσίας.

Το 2002-03, κυρίως επί Ελληνικής Προεδρίας στην ΕΕ, η κυβέρνηση είχε πολυμερείς επαφές πριν και μετά τον πόλεμο στο Ιράκ. Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν το 2007-08, οι απόρρητες ενημερώσεις των ΗΠΑ προς την Αθήνα για το δίδυμο (αμερικανικό και ΝΑΤΟϊκό) σχέδιο αντιπυραυλικής άμυνας έναντι του Ιράν. Αυτό αργότερα μεταβλήθηκε, ενώ το 2010 αποτελεί το έτος-σταθμό πραγματικής αναβάθμισης των σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ.

 

Προειδοποίηση Νετανιάχου

Το 2014, ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος επισκέφθηκε την Τεχεράνη, αλλά απέτυχε παταγωδώς στην προσέλκυση ιρανικών επενδύσεων και στην αύξηση των ελληνικών εξαγωγών μετά την άρση των διεθνών κυρώσεων. Αντίθετα, πιο ρεαλιστική είναι η στρατηγική πολιτικών και πολιτισμικών-διαθρησκευτικών επαφών του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά με το Ιράν την τελευταία τριετία.

Στις αρχές του 2018 (ακόμα κι αν δεν είχαν ξεσπάσει οι διαδηλώσεις των τελευταίων ημερών), υπάρχουν μεγάλα ερωτηματικά για τις επικείμενες αλλαγές στη Μέση Ανατολή. Και βεβαίως πώς αυτές οι αλλαγές θα επηρεάσουν, άμεσα ή δευτερογενώς, τα ελληνικά συμφέροντα.

Πρώτα από όλα, σύμφωνα με ελληνικές και ξένες διπλωματικές πηγές, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανιάχου φέρεται να ενημέρωσε πρόσφατα την ΕΕ ότι η χώρα του θα αντιδράσει, προφανώς στρατιωτικά, στο ενδεχόμενο εγκατάστασης βάσεων του Ιράν στη Συρία. Το μείζον πρόβλημα για το Ισραήλ είναι ότι οι συγκεκριμένες βάσεις θα ενισχύσουν σε υπερθετικό βαθμό την ήδη υφιστάμενη συνδρομή του Ιράν προς τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο και προς το στρατιωτικό τμήμα της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας.

 

Ο ρωσικός παράγοντας

Ενδεχόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Λίβανο θα πολλαπλασιάσουν τα προβλήματα στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και θα απαιτήσουν την εκκένωση πολιτών δυτικών χωρών, κυρίως, προς την Κύπρο, ίσως και με ελληνικά αεροναυτικά μέσα. Το δεύτερο ερωτηματικό αφορά τη στάση της Ρωσίας που έχει μακρά στρατιωτική παρουσία στη Συρία και πλέον συμφωνεί σε πολλά θέματα με την Τουρκία για την περιοχή. Το τελευταίο διάστημα, οι σχέσεις Αθήνας-Μόσχας δοκιμάζονται και θα είναι δύσκολη η επανάληψη ειδικών συνεννοήσεων για χειρισμούς έναντι της Άγκυρας.

Ο τρίτος και, μακροπρόθεσμα, σημαντικότερος κίνδυνος για την Ελλάδα εντοπίζεται στο Μεταναστευτικό. Όσο και αν φαίνεται περίεργο, ο τερματισμός του εμφυλίου στη Συρία ίσως τροφοδοτήσει νέο κύμα μεταναστών-προσφύγων, καθώς η εγκατάσταση Σιϊτών (με έγκριση της Δαμασκού και της Τεχεράνης) θα ωθήσει Σουνίτες και Χριστιανούς προς την Ευρώπη, μέσω Ελλάδος.

Πέραν των τριών αυτών θεμάτων άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος, το επείγον διεθνές ζήτημα είναι τι θα γίνει με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Το Ισραήλ τονίζει ότι το Ιράν επιδιώκει ακόμα την απόκτηση πυρηνικών όπλων και η κυβέρνηση Τραμπ θέλει να μεταβάλει τη συμφωνία του 2015, ενώ ο ΟΗΕ και η ΕΕ επιμένουν στην τήρησή της.

 

(Πηγή: slpress.gr)